Λέμε και ξαναλέμε για μια Καστοριά με 75 βυζαντινές εκκλησίες, λέμε για τουρισμό και για αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, και συνήθως σταματάμε εκεί μιας και δεν είμαστε ικανοί να προσθέσουμε ανόμοια πράγματα μεταξύ τους,
δεν είμαστε ικανοί να κάνουμε συγκερασμούς να συναρμολογήσουμε όλα τα τεμάχια του πάζλ και να κάνουμε μια υπέρβαση. Κατ’ αρχάς οι βυζαντινές μας εκκλησίες δεν είναι 75.
Αυτό είναι μια υπερβολή που είχε πρωτοκυκλοφορήσει με τους τουριστικούς οδηγούς της χούντας και στηριζόταν σε μια λίστα του μακαρίτη Γυμνασιάρχη Τσαμίση που άθροιζε υπάρχοντες και μη υπάρχοντες πια ναούς. Κατά δεύτερον το μέγα μυστήριο είναι γιατί δεν αξιοποιούμε αυτούς -τους όσους τέλος πάντων- έχουμε.( Κι έχουμε αρκετούς).
Μιλάμε συνέχεια για θρησκευτικό τουρισμό αλλά το κάνουμε με έναν μη σοβαρό τρόπο. Γιατί δεν είναι εφικτό να περιμένουμε πως οδηγήσουμε ένα γκρουπ τουριστών μπροστά σε κάποιες καπνισμένες και θολές αγιογραφίες και να περιμένουμε πως αυτοί θα μείνουν άλαλοι από θαυμασμό.
Δεν δουλεύει έτσι το μυαλό του ανθρώπου, άρα δεν δουλεύει έτσι και ο τουρισμός. Απαιτείται κάτι περισσότερο. Τόχουμε? Κι αν δεν τόχουμε μπορούμε να το φτιάξουμε? Και τόχουμε και μπορούμε!! Ο τουρίστας θέλει ένα αφήγημα. Θέλει μια συναρπαστική ιστορία που να τον πείσει πως αυτό που θεάται είναι κάτι μη συνηθισμένο, εξαιρετικό άξιο του ενδιαφέροντος του.
Εχουμε το βήσαλο του Ταξιάρχη της Μητρόπολης. Εχουμε τις αγιο-σεξουαλικές εικόνες του Αγίου Λουκά. Εχουμε τις απεικονίσεις των καταστόλιστων Βυζαντινών κτητόρων, έχουμε την κουφική επιγραφή της Μαυριώτισσας, τα γλυπτά ενθέμια των Αγ. Αναργύρων, το κρυφό δώμα του Αγίου Στεφάνου, την τράπεζα της παράδοσης των Νορμανδών στον Αη Γιώργη πολιτείας, τους πολεμιστές αγίους του Κασνίτση, τον βομβαρδισμένο κουμπέ της Παναγίας στην Ακρόπολη έχουμε δεκάδες ιστορίες θαυμαστών πραγμάτων να επιδείξουμε και να αφηγηθούμε… Και έχουμε την ευκαιρία να σχεδιάσουμε για τους τουρίστες μια μοναδική εμπειρία.
Ένα πανέμορφο Καστοριανό Βυζαντινό Πάσχα, διοργανωμένο σε μικρούς ναούς της περιφέρειας, σχεδιασμένο με τρόπο που να δημιουργεί μια κατανυκτική ατμόσφαιρα μέσα στην καρδιά της άνοιξης. Σε εκκλησίες όπου δεν θα υπάρχει καθόλου ηλεκτρικό και τα πάντα θα φωτίζονται από κεριά, πυρσούς και φωταποδόχους. Οπου οι διάδρομοι θα είναι σπαρμένοι μυρτιές όπως στο Βυζάντιο.
Οπου οι πιστοί θα φορούν ‘κυριώνυμα’, ένα είδος λαϊκου πετραχειλιού με εντυπώσεις αγιογραφιών ή εμβλημάτων της πόλης, θα ψέλνουνε κι αυτοί ύμνους από εγκόλπια που θα δωρίζει ο δήμος και αποχωρώντας θα σπάνε ένα σταμνί αγιασμού και θα σημαίνουνε ένα σήμαντρο μιας προσωπικής τους Ανάστασης. Υπάρχουν εκκλησίες χαρισματικές, μοναδικά σχεδιασμένες για μια τέτοια χρήση, η Κουμπελίδικη στο κέντρο, ο Αγιος Θωμάς στο π.Νοσοκομείο, οι άγιοι Ανάργυροι και ίσως και κείνος ο μικρός πανέμορφος ναός στην άκρη του απόζαρι, των εισοδίων της Θεοτόκου, με τον φανταστικό κηπάκο του και την μοναδική θέα πάνω από τις σκεπές των αρχοντικών προς την λίμνη και το Βίτσι. Υπάρχουν γωνιές θαυμαστές σε αυτή την πόλη και ναοί τόσο γραφικοί που μπορούν να πάρουν τα μυαλά ανθρώπου, που μπορούν να τον κάνουν να νοιώσει για πρώτη φορά τόσο μεγαλείο, τόση κατάνυξη και επαφή με το θείο. Να τον κάνουν να θέλει να ξανάρθει και να ξανάρθει…. Τα χουμε όλα αυτά αλλά για έναν περίεργο λόγο δεν τα αξιοποιούμε. –
– Λεωνίδας Εκιντζόγλου