Σαν σήμερα, στις 13 Απριλίου 1944, πυρπολούνται από τους γερμανούς κατακτητές το Παλαιό Κωσταράζι και στη συνέχεια ο οικισμός του Γέρμα, ενώ δολοφονούνται και κάτοικοι αυτών.
Είναι οι δύο από τους πέντε οικισμούς του Δήμου Άργους Ορεστικού που, μετά από χρόνιες και επισταμένες προσπάθειες, έχουν χαρακτηριστεί ως Μαρτυρικοί. Οι υπόλοιποι οικισμοί είναι το Μελάνθιο, η Λάγκα και η Νίκη.
Ως μία ελάχιστη, λοιπόν, ηθική υποχρέωση παραθέτουμε το χρονικό καταστροφής των δύο χωριών, ενώ δημοσιοποιούμε για πρώτη φορά την έκθεση της Γενικής Επιθεωρήσεως Νομαρχιών της Περιφερειακής Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και το Δελτίο Αδικημάτων και Συμβάντων, όπως αυτά καταγράφηκαν την ημέρα εκείνη και κρατούνται στην Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.
Ιστορικό καταστροφής Παλαιού Κωσταραζίου
Το Κωσταράζι είναι ένας οικισμός χτισμένος στα ΒΑ του Ν. Καστοριάς. Κατοικείται από εντόπιους Έλληνες, φιλειρηνικούς ανθρώπους, που πάντα ασχολούνταν με την γεωργία και κυρίως την κτηνοτροφία. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τους έπληξε από την αρχή του ακόμα, γνωρίζοντας τη βαρβαρότητα των Ιταλών και αργότερα των Γερμανών κατακτητών.
Κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους οι Γερμανοί για να επιβάλλουν αντίποινα, στράφηκαν εναντίον μικρών και μεγάλων οικισμών στους οποίους, είτε είχαν δημιουργηθεί πυρήνες αντίστασης, είτε παρείχαν υποστήριξη στους αντιστασιακούς (αντάρτες). Ένας τέτοιος οικισμός λοιπόν, ήταν και το Κωσταράζι. Η καταστροφή του τελέστηκε στις 12 και 13 Απριλίου 1944.
Είχε προηγηθεί μια επιδρομή των Γερμανών κατά τον Ιούλιο του 1943, επειδή υπήρχε η υποψία ότι οι κάτοικοι του Κωσταραζίου βοηθούσαν με κάθε τρόπο αντάρτες. Θύμα αυτής της επιδρομής υπήρξε ο Άνθιμος Γαλάνης, ο ιερέας του χωριού. Θεωρήθηκε από τους Γερμανούς ότι υπέθαλπτε αντάρτες και μετά από τη σχετική ανάκριση που προέβη άκαρπη, τον πυροβόλησαν εξ’ επαφής κάτω από το σαγόνι και η σφαίρα βγήκε πάνω από το κρανίο του. Στη συνέχεια πυρπόλησαν και το σπίτι του. Ήταν το πρώτο σπίτι που κάηκε στο Κωσταράζι.
Κι ερχόμαστε στη μοιραία μέρα της Μ. Τετάρτης της 12ης Απριλίου της επόμενης χρονιάς, δηλαδή του 1944.
Η αιτία για την καταστροφή ήταν το γεγονός ότι το προηγούμενο διάστημα, στο Γερμανικό Φρουραρχείο Καστοριάς είχε φτάσει η πληροφορία ότι ο Δημήτρης Γάβρος και ο συνάδελφός του, μυλωνάδες στο επάγγελμα, είχαν παραχωρήσει τη μπαταρία του μύλου τους στους αντάρτες για τις ανάγκες της λειτουργίας του ασυρμάτου των τελευταίων. Οι Γερμανοί είχαν στοιχεία μόνο για το πρόσωπο του Γάβρου χωρίς να γνωρίζουν τον έτερο μυλωνά Ανδρέα Μότσιο, οπότε και στράφηκαν μόνο εναντίον του. Στην επιχείρηση που στήθηκε πρωτοστάτησε ο επιτελικός Λοχίας της Στρατιωτικής Χωροφυλακής του Φρουραρχείου Καστοριάς, Μίχαελ Έμπερ ή Έμπνα (Michael Ebner). Η δύναμή του αποτελούνταν από 200 Γερμανούς στρατιώτες και 50 κομιτατζήδες. Ερχόμενοι από το Αμύνταιο, κατευθύνθηκαν στο Κωσταράζι, με την διαταγή να συλλάβουν και να μεταφέρουν τον Γάβρο νεκρό ή ζωντανό στο Φρουραρχείο. Μόλις κάποιοι κτηνοτρόφοι που έβοσκαν τα ζώα τους σε πλαγιές έξω από το χωριό αντιλήφθηκαν τις κινήσεις των Γερμανών, ειδοποίησαν τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι προσπάθησαν να ξεφύγουν και να κρυφτούν στα γύρω δάση για να σωθούν. Βλέποντάς τους οι Γερμανοί, που είχαν καταλάβει το ύψωμα Σκάλα και τη θέση Ρόβια, άνοιξαν πυρ πυροβολώντας αδιακρίτως και σκοτώνοντας ένα δωδεκάχρονο αγόρι που βρέθηκε στην εμβέλειά τους. Στη συνέχεια, συγκέντρωσαν όσους είχαν παραμείνει στο χωριό ή δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν και απαίτησαν από αυτούς να φροντίσουν για την άμεση επιστροφή όλων των διαφυγόντων με αντάλλαγμα την ασφάλεια και τη μη επιβολή ποινής σ’ αυτούς. Γι’ αυτό το λόγο, ο ίδιος ο Έμπνερ έστειλε έναν κάτοικο, τον Δημήτριο Τσιτσίνα στο βουνό να μεταφέρει το μήνυμα, αφού τον έντυσε στα λευκά. Έτσι, επέστρεψαν οι κάτοικοι πίσω στο χωριό, όμως ανάμεσά τους δεν ήταν ο μυλωνάς Δημήτρης Γάβρος. Ο Έμπνερ έστειλε τη σύζυγό του, επίσης ντυμένη στα λευκά να τον αναζητήσει, όπως και έγινε και κατέβηκε ο μυλωνάς στο χωριό. Εκεί, συνελήφθη άμεσα και ο Έμπνερ τον μετέφερε στο μύλο του, όπου και τον κακοποίησε βάναυσα. Στην επιστροφή του τον υπέβαλλε σε ψυχολογικό μαρτύριο, υποχρεώνοντάς τον να μαζεύει τα αυγά από όσα σπίτια περνούσαν. Κατόπιν, στη θέση Ζολώτα τον σκότωσε εν ψυχρώ μπροστά σε όλους τους συγχωριανούς του, πυροβολώντας τον στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Πέφτοντας ο Γάβρος κατρακύλησε σε μια χαράδρα, όπου εκεί ο Έμπνερ του έδωσε την χαριστική βολή. Παράλληλα, το χωριό προσέγγιζε μία φάλαγγα Γερμανών, που όμως είδε στον ουρανό το σημάδι των 3 φωτοβολίδων. Τους έδειξε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος και δεν ήταν απαραίτητο να μεταβούν άμεσα εκεί. Έτσι, όλοι στρατοπέδευσαν εκεί ως την επόμενη μέρα.
Την επόμενη μέρα, 13 Απριλίου και Μ. Πέμπτη, έφτασε η μονάδα των SS από τη Σιάτιστα Κοζάνης και ο αρχιλοχίας τους, μέσω του διερμηνέα τους, συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του χωριού στη θέση «στου Μπέλ’ την Γκορτσιά». Εκεί ξεχώρισε και συνέλαβε όλους τους άνδρες- 78 στον αριθμό, με σκοπό να τους εκτελέσει επί τόπου. Άμεσα στήθηκαν τα πολυβόλα, αλλά με τη διαβεβαίωση του Έμπνερ προς τα SS ότι δεν επρόκειτο ούτε για επικίνδυνους ούτε για αντάρτες διέφυγαν την εκτέλεση. Όμως οι άνδρες δεν ελευθερώθηκαν, παρά μεταβιβάστηκαν στα φορτηγά και μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Καστοριάς, όπου και παραδόθηκαν στα χέρια των στρατιωτών της Βέρμαχτ.
Επειδή κάποιοι ηλικιωμένοι παράκουσαν την εντολή των SS να συγκεντρωθούν στην πλατεία και παρέμειναν στα σπίτια τους, εκτελέστηκαν επί τόπου, μαζί με δύο νήπια που βρίσκονταν μαζί τους. Κατά την αποχώρησή της, η μονάδα των SS πυρπόλησε το χωριό καίγοντάς το ολοκληρωτικά. Μετά την πάροδο κάποιων ημερών, απελευθερώθηκαν οι άνδρες του Κωσταραζίου και μετέβησαν στον τόπο τους μόνο και μόνο για να βρουν έρημη, καμένη γη. Παράλληλα, είχε δοθεί η εντολή, να μην ξαναχτιστεί το χωριό για να μην κατοικηθεί πια. Και οι κάτοικοί του, απομείναντες χωρίς καθόλου υπάρχοντα, και με τις λίγες προμήθειες που τους είχε δώσει ο Ερυθρός Σταυρός να έχουν τελειώσει πολύ σύντομα, αναγκάστηκαν να μεταβούν και να ζήσουν σε άλλα χωριά της περιοχής, όπως το Μαυροχώρι, η Μηλίτσα και οι Αμπελόκηποι.
Ο απολογισμός των υλικών ζημιών της πυρπόλησης ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή 263 οικειών έναντι 14 διασωθέντων με μικρές υλικές ζημίες. 277 οικογένειες έχασαν το σπιτικό τους. Αυτές ήταν μόνο οι υλικές. Η απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήταν συγκεκριμένα:
Μαλαματή Μπίτια ετών 90
Δημήτριος Τσούγκος ετών 73
Ιωάννης Νατσούλης ετών 70
Δημήτριος Γάβρος ετών 54
Νικόλαος Τσώκος ετών 12
Αικατερίνη Βλάχου ετών 6
Αδάμ Παντελής ετών 4
Μεταπολεμικά, οι κάτοικοι επέστρεψαν και έχτισαν νέο χωριό σε απόσταση μικρή από το παλαιό, το πυρπολημένο, του οποίου τα ερείπια στέκουν ακόμα, φαντάσματα του παρελθόντος, να θυμίζουν καιρούς χαλεπούς και μνήμες χαραγμένες με μαύρα γράμματα στην ιστορία του.
Το Κωσταράζι ανακηρύχτηκε Μαρτυρικό Χωριό τον Μάιο του 2017.
Ιστορικό καταστροφής Γέρμα
Ο Γέρμας είναι ένα μεγάλο, ζωντανό χωριό στο Α τμήμα του Ν. Καστοριάς. Εντόπιοι Έλληνες οι κάτοικοί του, με αναπτυγμένη τη γεωργία και την κτηνοτροφία, καθώς και άλλες τέχνες πλέον, στο πέρασμα των αιώνων ανέπτυξαν πλούσια ιστορική κληρονομιά. Αυτό καταμαρτυρά και το όνομα του χωριού, που το έλαβε προς τιμήν του μεγάλου Μακεδονομάχου καπετάν- Γέρμα, που σκοτώθηκε σε μάχη στα βουνά της περιοχής. Κατά τον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο έγινε στόχος του Γερμανού κατακτητή λόγω της μεγάλης αντιστασιακής δράσης των κατοίκων, που οδήγησε στην ολική καταστροφή του χωριού τον Απρίλιο του 1944.
Οι Γερμανοί προέβλεπαν πολύ σκληρά αντίποινα εναντίον όποιων έβλαπταν, αιχμαλώτιζαν ή σκότωναν Γερμανούς στρατιωτικούς. Επίσης, πραγματοποιούσαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για να εξαλείψουν κάθε προσπάθεια αντίστασης κατά την κατοχή τους. Ο Γέρμας γνώρισε και τα δύο.
Τα αντίποινα προήλθαν από το εξής περιστατικό. Σε μια μάχη μεταξύ ανταρτών και Γερμανών, πιάστηκαν 2-3 Γερμανοί αιχμάλωτοι. Οι αντάρτες τους μετέφεραν στο Γέρμα. Ο Γέρμας τότε ήταν σχεδόν έρημος, επειδή ήδη οι κατακτητές είχαν εκτοπίσει τους κατοίκους του στο γειτονικό χωριό, το Βογατσικό, ενώ άλλοι μπόρεσαν να διαφύγουν σε άλλα κοντινά χωριά, όπως η Βλάστη, το Βαρικό, το Εμπόριο, το Μυλοχώρι και η Κορησός. Αυτό το είχαν πράξει οι Γερμανοί στην προσπάθειά τους να σταματήσουν κάθε είδους στήριξη στους αντάρτες και να διαλύσουν κάθε προσπάθεια αντίστασης από τους ίδιους τους Γερμανιώτες. Στο Γέρμα υπήρχε αρχηγείο της Γερμανικής Φρουράς, οπότε και θεώρησαν ότι ήταν πιο εύκολο γι’ αυτούς να ελέγχουν τους ανυπότακτους στις εντολές τους Γερμανιώτες. Ήθελαν να αναγκάσουν τους αντάρτες να αφήσουν ελεύθερους τους στρατιώτες τους. Γι’ αυτό το λόγο, σ’ ένα ρέμα έξω από το Βογατσικό συνέλαβαν 3 βοσκούς. Και οι τρεις ήταν από το Γέρμα. Επρόκειτο για τον Σιδέρη Πρώιο, τον Χρήστο Κίτσιο και τον Στέργιο Τσόγκα. Τους πυροβόλησαν επί τόπου. Εκεί δέχτηκαν και την χαριστική βολή. Οι δύο σκοτώθηκαν, ενώ ο Στέργιος Τσόγκας σώθηκε σαν από θαύμα. Όταν πληροφορήθηκαν οι δικοί τους τι είχε συμβεί, έπρεπε ακόμα να ζητήσουν την άδεια από τους Γερμανούς για να πάρουν τους ανθρώπους τους να τους θάψουν. Και σύμφωνα με τις οδηγίες των Γερμανών έπραξαν τα δέοντα, και φυσικά οι νεκροί θάφτηκαν στο Βογατσικό και όχι στον τόπο τους.
Ο Νικόλαος Παπατζήμος σκοτώθηκε κατά την επιστροφή του από την Πτολεμαΐδα, όπου είχε πάει να πάρει λίγο ψωμί για την οικογένειά του. Τον συνόδευε ο γιος του, 11 χρονών τότε. Πάλι λόγω διαμάχης με τους αντάρτες, ξέσπασαν σε αμάχους. Τον σκότωσαν εν ψυχρώ, μπροστά στα μάτια του γιού του. Το περιστατικό αυτό έλαβε χώρα στις 3 Αυγούστου το 1943.
Ο εκτοπισμός των κατοίκων του Γέρμα κράτησε περίπου τρεις μήνες. Μετά το πέρας του τριμήνου επέστρεψαν στο χωριό οι άνθρωποί του και αντίκρισαν κάποιες καταστροφές που είχαν κάνει εν τω μεταξύ οι Γερμανοί. Μερικοί εμπρησμοί σπιτιών που βάλθηκαν οι ιδιοκτήτες τους να επιδιορθώσουν αμέσως. Όμως η δράση των αντάρτικων ομάδων των Γερμανιωτών δεν σταμάτησε, όπως δεν σταμάτησε και η υπόθαλψη και υποστήριξη στους υπόλοιπους αντάρτες. Και αυτές οι κινήσεις φυσικά περιήλθαν στην αντίληψη των κατακτητών, που αποφάσισαν να τις τερματίσουν αποφασιστικά και αμετάκλητα. Έτσι, ερχόμαστε στη μοιραία μέρα της Μ. Τετάρτης της 12ης Απριλίου της επόμενης χρονιάς, δηλαδή του 1944. Έτσι, στην επιχείρηση που στήθηκε πρωτοστάτησε ο επιτελικός Λοχίας της Στρατιωτικής Χωροφυλακής του Φρουραρχείου Καστοριάς, Μίχαελ Έμπνερ ή Έμπνα (Michael Ebner). Η δύναμή του αποτελούνταν από 200 Γερμανούς στρατιώτες και 50 κομιτατζήδες. Ερχόμενοι από το Αμύνταιο, κατευθύνθηκαν στο Γέρμα μέσω Κωσταραζίου. Στο Γέρμα επιτέθηκαν την επόμενη μέρα, Μ. Πέμπτη 13 Απριλίου, και αφού ήρθε ενίσχυση από την Σιάτιστα, η οποία ήταν η μονάδα των SS από την Σιάτιστα Κοζάνης. Το ευτύχημα στην προκειμένη περίπτωση ήταν ότι οι αντάρτες με τις σκοπιές που είχαν στα βουνά, αντιλήφθηκαν τις κινήσεις των Γερμανών και ειδοποίησαν εγκαίρως τους κατοίκους του χωριού που διέφυγαν πάνω στο βουνό για να σωθούν. Άρπαξαν ό, τι θα τους βοηθούσε να επιζήσουν, λίγα τρόφιμα δηλαδή και κατέφυγαν στις καλύβες που είχαν στήσει μέσα στο δάσος για αυτούς τους σκοπούς. Εκεί πάντα κατέφευγαν σε επιθέσεις και επιδρομές των κατακτητών. Έμειναν πάνω- κάτω τρεις μέρες, όταν αποφάσισαν να επιστρέψουν, ενημερωμένοι ίσως πάλι από τους αντάρτες ότι οι γερμανικές φάλαγγες είχαν αποσυρθεί εφόσον είχε συντελεστεί η καταστροφή του χωριού. Επέστρεψαν στο χωριό μόνο για να αντικρύσουν καμμένη γη. Ξεκίνησαν αμέσως να ξαναχτίζουν τα σπίτια τους και τη ζωή τους.
Ο απολογισμός των υλικών ζημιών της πυρπόλησης ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή 172 οικειών και 7 διασωθέντων με μικρές υλικές ζημίες σε σύνολο 180. Τα μόνο κτίσματα που δεν κάηκαν ήταν κάποια πολύ παλιά, τα οποία οι Γερμανοί θεώρησαν ανάξια προσοχής.
Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στο σύνολό τους ήταν οι εξής:
Σιδέρης Πρώιος ετών 20
Χρήστος Κίτσιος ετών 25
Νικόλαος Παπατζήμος ετών 45
Αναστασία Παπαδημητρίου ετών 87
Αγνή Τσίκαλα ετών 80
Μαρίκα Τσιώνη ετών 75
Νικόλαος Κουλιούμπας ετών 60
Θωμαή Κατσάνου ετών 65
Σοφία Βούρδα ετών 60
Βασίλειος Σκραπαριώτης ετών 37
Βρέφος υιός Βασιλείου Σκαπαριώτη ετών 1
Νεκρός εκ νάρκης
Αλέξιος Αλεξίου ετών 16
Ο Γέρμας ξαναχτίστηκε στα θεμέλια του παλαιού χωριού και πέρα από τις μνήμες, τίποτε άλλο πλέον δε θυμίζει το μαύρο παρελθόν.
Ο Γέρμας ανακηρύχτηκε Μαρτυρικό Χωριό τον Αύγουστο του 2019.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ