ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
8. Ξενιτιά
Πουλί μου εταξίδεψες
πονούν τα σωθικά μου.
Κουράγιο έχε και χαρά
μακριά από τα σύνορα μας.
Μη το ρωτάς μαύρο πουλί
τι είναι το πένθος τούτο.
Η μάνα χάνει το παιδί,
και η γυναίκα άντρα
και μοιρολόγια λένε
το χωρισμό τους κλαίνε.
Τι είναι το κλάμα που ’πεσε
τι είναι το μοιρολόγι;
Μη ’ναι θανατικό;
Μη ’ναι πλατσικολόγι;
Ο γιος μας ξενιτεύεται,
ο άντρας πάει στα ξένα.
Πόνος στα στήθη φώλιασε,
αγκάθι στην καρδιά μας.
Η ξενιτιά άνοιξε τις αγκαλιές της. Άκουαν οι χωριανοί, Αμερική. Πολλοί αναρωτιούνταν: Πού είναι αυτή η χώρα; Λίγοι το σκέφτηκαν, πολύ λίγοι τ’ αποφάσισαν. Πρώτος ο παππούς μου Ζήσης Σιδηρόπουλος με τον αδελφό του Κώστα. Ακολούθησαν οι Φώτης Δημητρόπουλος, Στέργιος Καραπάτσιος, Παντελής Μηνόπουλος.
Με βάγια όλο το χωριό ξεπροβοδούσε τα παιδιά του. Λένε κάποιος Χρουπιστινός κανόνισε όλα τα χαρτιά. Θα πέρναγαν επιτροπή στην Αθήνα και αυτή θα έκρινε αν ήταν ικανοί για εργασία στην νέα ήπειρο.
Τα σύνορα της Ελλάδας φτάναν μέχρι το Βόλο. Και θα ’πρεπε με προσοχή να περάσουν τα τούρκικα φυλάκια οι Κυρατζήδες . Τελικά τα κατάφεραν να φτάσουν και από κει με πλοίο πήγαν στην Νέα Υόρκη. Χαρακτηριστικό το τραγούδι που δείχνει τον πόνο των ξενιτεμένων:
Στο Νεόρκι βγήκαμε
σαν τα πουλιά γυρίζαμε.
Παίρνω να γράψω γράμματα,
με πιάνουνε τα κλάματα.
19. Κυρατζήδες: μεταφορείς με μουλάρια
Οικογένεια Λεωνίδα Ζήση Σιδηρόπουλου