Τα δόντια αποτελούν ένα είδος «αρχείου» στο οποίο καταγράφεται η έκθεση του οργανισμού μας σε διάφορες ουσίες πριν ακόμη γεννηθούμε. Ορισμένες από αυτές τις ουσίες φαίνεται πως αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης διαταραχών του αυτιστικού φάσματος, διαπίστωσαν ερευνητές από τις ΗΠΑ και τη Σουηδία.
Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Communications, τα δόντια των παιδιών με αυτισμό παρουσιάζουν μεγαλύτερη συγκέντρωση μολύβδου και μικρότερη συγκέντρωση πολύτιμων θρεπτικών συστατικών όπως ο ψευδάργυρος και το μαγγάνιο, σε σύγκριση με τα δόντια παιδιών που δεν έχουν διαγνωστεί με κάποια διαταραχή του αυτιστικού φάσματος.
«Πολλές από τις έρευνες που έχουν γίνει μέχρι τώρα με θέμα τον αυτισμό έχουν αναγνωρίσει γενετικούς παράγοντες κινδύνου που δεν μπορούν να μεταβληθούν» αναφέρει ο Δρ Μανίς Αρόρα από την Ιατρική Σχολή Άικαν του Πανεπιστημίου Μάουντ Σάιναϊ, επικεφαλής συντάκτης της μελέτης. «Η μελέτη μας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη βαθύτερη κατανόηση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου, όπως η έκθεση σε περιβαλλοντικούς ρύπους και οι διατροφικές ελλείψεις, και των περιόδων της ζωής που αυτοί οι παράγοντες ασκούν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση» δήλωσε ο Δρ Αρόρα στο Reuters Health.
Ο Δρ Αρόρα και οι συνεργάτες του μελέτησαν παιδικά δόντια από 16 ζεύγη διδύμων (μονοζυγωτικών και διζυγωτικών) όπου τουλάχιστον το ένα αδερφάκι είχε λάβει διάγνωση για αυτισμό μέχρι την ηλικία των 18 ετών και, για λόγους σύγκρισης, 22 ζεύγη διδύμων όπου κανένα αδερφάκι δεν είχε αυτισμό. Τα δίδυμα αδέρφια είναι συχνά το δείγμα που επιλέγεται σε τέτοιου είδους μελέτες, ώστε να αποκλείονται γενετικές επιδράσεις που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την υγεία.
Κατά την εμβρυϊκή ζωή και την πρώτη παιδική ηλικία σχηματίζεται ένα καινούριο στρώμα στα δόντια περίπου ανά εβδομάδα. Κάθε νέο στρώμα είναι μοναδικό και όλα μαζί συνολικά «αντανακλούν» τη διαχρονική έκθεση σε διάφορες ουσίες. Τα δόντια είναι σαν ένας «βιολογικός σκληρός δίσκος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ Αρόρα, κι έτσι μελετώντας τα προκύπτουν σημαντικές πληροφορίες για την πρώιμη έκθεση ενός ατόμου σε ουσίες που μπορεί να επηρεάσουν μελλοντικά τη ζωή του.
Αφού λοιπόν οι ερευνητές μελέτησαν τα παιδικά δόντια των διδύμων διαπίστωσαν ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα παιδιά που έπασχαν από αυτισμό και σε αυτά που δεν έπασχαν. Συγκεκριμένα, στα τελευταία στάδια της εγκυμοσύνης και κατά τους πρώτους μήνες της ζωής στα δόντια των παιδιών με αυτισμό είχαν συσσωρευτεί σε μεγαλύτερο βαθμό ποσότητες μολύβδου –ο οποίος είναι τοξικός για τον εγκέφαλο– και σε μικρότερες από τον επιθυμητό βαθμό ποσότητες ψευδαργύρου και μαγγανίου.
Μάλιστα, σε διάστημα τριών μηνών μετά τη γέννηση, η παρουσία μετάλλων ή θρεπτικών συστατικών στα δόντια φάνηκε πως είναι δυνατό να «προβλέψει» τη σοβαρότητα του αυτισμού όταν το παιδί φτάσει την ηλικία των 8 ή 10 ετών.
Βέβαια, οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι δεν είναι βέβαιο κατά πόσο η παρουσία των διαφόρων ουσιών στα δόντια προκύπτει λόγω των επιπέδων έκθεσης σε αυτές ή λόγω του βαθμού απορρόφησης και επεξεργασίας τους από τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Σχολιάζοντας τα νέα ευρήματα, ο ειδικός στον αυτισμό Δρ Έρικ Μπάτερ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, αναφέρει ότι ρίχνουν περισσότερο φως στην περίπλοκη σχέση μεταξύ γονιδίων, τοξικών μετάλλων και θρεπτικών συστατικών και στο πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει τον παιδικό εγκέφαλο.
Πηγή: www.onmed.gr