Κυριακή… προφέρεις τη λέξη και σκάει μέσα στο στόμα αυτό το «κυ» όπως το κύμα, που έρχεται για να ξεπλύνει την κούραση της εβδομάδας.
Φέρνει στα χείλη σου τη γεύση της αλμύρας και όπως ο ήλιος σήμερα λάμπει, νιώθεις το καλοκαίρι να σου γελά, κρυμμένο πίσω από την επόμενη γωνία του χρόνου.
«Ριά», σαν το ρυάκι που κυλάει και μέσα του τα παιδιά πλατσουρίζουν εκείνα τα ηλιοπύρινα αυγουστιάτικα μεσημέρια. Θυμάσαι πως σε άγγιζε το κρύο νερό όταν το δέρμα σου είχε καεί απ’ τον ήλιο, ακούς τις φωνές, τα παιχνίδια, τα γέλια.
«Κη», μια κατάληξη που δεν τη θέλεις, γιατί θυμίζει το βράδυ τούτης της μέρας. Σε φέρνει πίσω, στην ώρα που έπρεπε να φτιάξεις την τσάντα για το σχολείο, μα εσύ ακόμα θέλεις να παίξεις, θέλεις να περπατήσεις πάνω στη βρεγμένη άμμο, να νιώσεις τον ήλιο να σε καίει και να λερωθείς με παγωτό σοκολάτα, όσο εκείνο βιάζεται να λιώσει μέσα στα χέρια σου.
Σοφία Χουδαλάκη