Βγήκαν πριν λίγες ημέρες τα αποτελέσματα από το Διαγωνισμό Παραμυθιού που οργάνωσαν το MAXMAG, η στήλη του Βιβλίου και οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Στις 15 του Μαΐου θα ανακοινωθούν και τα αποτελέσματα των τριών νικητών
Το δώρο για τον πρώτο νικητή είναι 12 πρόσφατα εκδομένα βιβλία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Ο δεύτερος νικητής θα κερδίσει 3 βιβλία των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και ο τρίτος νικητής θα κερδίσει 1 βιβλίο των εκδόσεων. Τους τίτλους των βιβλίων θα τους επιλέξουν οι νικητές του διαγωνισμού.
Διαβάστε παρακάτω το παραμύθι του Στάθη Μασκαλίδη
Σε ένα μεγάλο χωριό, όχι τόσο μεγάλο ώστε οι άνθρωποι να μην γνωρίζονται μεταξύ τους, ούτε τόσο μικρό, ώστε να μπορεί να καταλάβει ο ένας τον άλλο κοιτώντας τον μονάχα μέσα στα μάτια, κάποτε, πριν λίγα χρόνια, ζούσε ένας μικρό κατάξανθο παιδάκι, ένας νάνος, Ο Χανς. Με αυτό το όνομα όμως δεν τον γνώριζε κανείς στο χωριό, όλοι τον λέγανε μικρούλη, ίσως γιατί ήταν μια σταλιά στο ύψος και οι περισσότεροι συγχωριανοί του διευκολύνονταν πολύ να τον φωνάζουν έτσι. Τον Χανς δεν τον ενοχλούσε καθόλου που δεν θυμόντουσαν το πραγματικό του όνομα. Ίσα ίσα, ήταν πολύ χαρούμενος που ξεχώριζε από όλους τους άλλους, συχνά μάλιστα, όταν κάποια παιδάκια τον πειράζανε για το μικρό του ύψος, δεν του κακοφαινόταν καθόλου, κοιτώντας τους κατάματα ένιωθε περηφάνεια για τον εαυτό του. Έμοιαζαν, σκεφτόταν άκακα, όλα τους τόσο ίδια…ενώ εκείνος ήταν διαφορετικός, είχε δίκιο η μητέρα του που του έλεγε ότι είναι ξεχωριστός! Καμιά φορά μονάχα όταν παίζανε μπάλα στην αλάνα του χωριού, τον έπαιρνε το παράπονο γιατί δεν τον βάζανε να παίξει τερματοφύλακας. Είσαι κοντός και δεν μπορείς να πηδήξεις ψηλά του λέγανε με τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, και ο καημένος ο Χανς, δίχως να πει τίποτα κατέβαζε το κεφάλι και δεν μιλούσε, κι ενώ θα έλεγε κανείς ότι θα αποθαρρύνονταν, εκείνος δεν το έβαζε κάτω. Σήκωνε ψηλά το κεφάλι, καμιά φορά πατούσε και στις μύτες των ποδιών του για να υψώσει περισσότερο το ανάστημα του, και έλεγε στα παιδιά κοιτώντας τα στα μάτια: Εγώ μια μέρα θα πηδήξω πιο ψηλά από όλους σας παιδιά, να μου το θυμηθείτε αυτό! Τότε θα δείτε ότι δεν έχει σημασία το ύψος αλλά πρώτα από όλα η ψυχή! Καμιά φορά, όταν ένιωθε άσχημα, έλεγε τον πόνο του στον Έβανς, το μικρόσωμο κατάλευκο σκυλάκι του, και εκείνο, σαν να διάβαζε τις σκέψεις και την στεναχώρια του, χοροπηδούσε χαρωπά τριγύρω από το μικρό παιδί και του γαύγιζε δυνατά για να του δείξει την αγάπη του.
Καλύτερος φίλος του Χανς ήταν ο Στέφαν, ένα ορφανό παιδάκι που έμενε με την γιαγιά του και την αδερφούλα του, την Μαρί. Ζούσανε σε ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι, στην άκρη του χωριού, με μια περιφραγμένη αυλή γεμάτη λουλούδια και άνθη, έναν κήπο που καθημερινά αλώνιζαν τα δυο παιδιά με τα ασυνήθιστα και περίπλοκα παιχνίδια τους. Στην αυλή αυτή ο Χανς έζησε τις καλύτερες στιγμές της ζωής του. Η γιαγιά του Στέφαν, η Μαρί έκανε τα πάντα για να ευχαριστήσει τα δυο παιδιά. Τι γλυκά τους ετοίμαζε… τι πεντανόστιμες πίτες, ακόμα ακόμα μανιτάρια, που απλόχερα προσέφερε η φύση στους ανθρώπους, μαγειρεμένα με μοναδική μαεστρία… πόσο πολύ τα λάτρευε ο Χανς. Αυτή η γυναίκα ήταν θαρρείς πλασμένη για να τους ευχαριστεί. Όλες τις ώρες της μέρας! Όχι ακριβώς όλες. Καθημερινά νωρίς το πρωί έπαιρνε την μικρή της εγγονή, την Αλίν και πηγαίνανε βόλτα μέχρι τον παλιό νερόμυλο, εκεί όπου ο άντρας της, όταν ήταν ακόμα νέος, δουλεύοντας με περηφάνεια και ενθουσιασμό, ετοίμαζε το αλεύρι όλων των χωρικών της περιοχής. Είχαν να λένε οι κάτοικοι των γύρω χωριών ότι από το αλεύρι αυτού του μύλου γινόταν τα καλύτερα ψωμιά της Χώρας. Και τώρα που ο παππούς είχε πάει ένα ταξίδι μακρινό, ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό, η γιαγιά Μαρί δεν ξεχνούσε ούτε μια μέρα να επισκεφτεί τον μύλο και να θυμηθεί νοσταλγικά όλες εκείνες τις υπέροχες στιγμές που πέρασε μαζί με τον μυλωνά άντρα της.
Μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα, ένα πρωινό όπου ο ήλιος ακτινοβολούσε πάνω από το όμορφο χωριό του Χανς, συνέβη κάτι τρομερό. Οι ώρες περνούσαν και η γιαγιά δεν επέστρεφε σπίτι. Τα δυο παιδιά θορυβήθηκαν. Ο Στέφαν καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ο Έβανς, ανήσυχος, δεν σταματούσε να γαυγίζει, κάποια στιγμή μάλιστα με τα δοντάκια του δάγκωσε τα μπατζάκια του παντελονιού τον Χανς, δίνοντας του να καταλάβει ότι έπρεπε να τον ακολουθήσει. Ο μικρούλης δεν έχασε στιγμή, εμπιστευόταν βλέπεις τυφλά το πιστό του σκυλάκι και με μια δόση ανησυχίας να χαράσσεται στο όμορφο του προσωπάκι, βάζοντας φτερά στα πόδια του, πήρε από πίσω το σκυλάκι, που είχε ήδη ξεκινήσει παίρνοντας το μονοπάτι που οδηγούσε στον μύλο. Από πίσω τους, αγκομαχώντας, δίχως να καταφέρνει να τους προφτάσει, έτρεχε ο Στέφαν. Το μυαλό του πήγαινε στο κακό και φοβόταν για την υγεία της γιαγιάς και της αδερφής του. Όσο και αν τα χόρτα στο λιβάδι που διασχίσανε παρεμπόδιζαν την κίνηση τους, τα παιδιά δεν άργησαν να φτάσουν στον μισογκρεμισμένο και από χρόνια εγκαταλελειμμένο μύλο. Έψαξαν παντού μέσα στα χαλάσματα, αφουγκράστηκαν με υπομονή μέχρι και τους ήχους της πλάσης, μήπως και πάρει το αυτί τους κάποιο περίεργο θόρυβο που θα τους βοηθούσε να εντοπίσουν την γιαγιά ή την μικρή Αλίν. Η συναυλία των πουλιών που μελωδικά σκαρφίζονταν υπέροχα τραγουδάκια στην δική τους γλώσσα, δεν απέφερε τα ποθητά αποτελέσματα, ούτε και ο φλοίσβος του ποταμού που τα γάργαρα νερά του έρεαν ήρεμα και ανέμελα διευκόλυνε το έργο τους, ο Στέφαν μάλιστα καταστεναχωρημένος έβγαλε τα ρούχα του και κολύμπησε μέχρι την απέναντι μεριά του ποταμού μήπως και εντοπίσει τα πολυαγαπημένα του πρόσωπα. Μέχρι όμως το ψιλόλιγνο παιδί να βρεθεί στην αντιπέρα όχθη του ποταμού, ο Έβανς άρχισε και πάλι να γαβγίζει δυνατά και κάπως άγρια. Τα μπατζάκια του Χανς είχαν και πάλι την τιμητική τους, αφού τα γράπωνε με μανία το σκυλάκι, προσπαθώντας να πείσει το αφεντικό του να τον ακολουθήσει. Ο Χανς πίστεψε ότι αυτή τη φορά ο Έβανς, με την ακαταμάχητη όσφρηση του, εντόπισε τις οσμές της γιαγιά και της Αλίν και σιγουρεύτηκε όταν τον είδε να τρέχει ξέφρενα σαν να ήξερε που θα τους βρει. Δεν άργησε να καταλάβει ότι το σκυλάκι κατευθυνόταν προς τον αχυρώνα, στους πρόποδες του ψηλού βουνού, εκεί όπου βρισκόταν το παλιό χωριό, που οι κάτοικοι του το εγκατέλειψαν όταν για έναν παράξενο λόγο, σαν να το τραβούσε η γης, μετακινιόταν ολοένα και περισσότερο προς την άκρη ενός μεγάλου γκρεμού. Δεν ήταν λίγα τα σπίτια που είχε καταπιεί εκείνο το χάσμα, όσα όμως διασώθηκαν τα χρησιμοποιούσαν οι φτωχοί χωρικοί σαν αποθηκευτικούς χώρους. Σε μια καλύβα η γιαγιά κρατούσε για το Χειμώνα μπόλικο άχυρο, για να έχει να ταΐσει το άλογο τους που τόσο το αγαπούσε. Ίσως πήγε εκεί για να επιθεωρήσει τον χώρο, υπέθεσε ο Χανς. Πραγματικά όταν έφτασε κοντά στο παλιό χωριό, πρόσεξε με τρόμο ότι και άλλα σπίτια τα είχε απορροφήσει αυτή η μεγάλη τρύπα που είχε σχηματιστεί στη γη, η καλύβα της γιαγιά βρισκόταν μια σταλιά πριν τον γκρεμό, τσακισμένη από την δύναμη της φύσης. Με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια, δίχως να χάσει χρόνο, όρμησε στα χαλάσματα μήπως και βρει κάποιο από τα πρόσωπα που αναζητούσε. Στάθηκε τυχερός, η γιαγιά ήταν καλά στην υγεία της. Κείτονταν όμως ξαπλωμένη ανάσκελα, καταπλακωμένη από την ξύλινη πόρτα και ένα τμήμα του χωμάτινου τοίχου της καλύβας, προσπαθούσε να απελευθερωθεί, αλλά ήταν αδύνατο. Άκουσε τις σπαραχτικές της φωνές και δίχως να χάσει στιγμή ξεκίνησε με τα χέρια του να πετάει το χώμα που σκέπαζε την δύσμοιρη γυναίκα. Τον πήρε ώρα πολύ να τα καταφέρει, κόντεψε να του κοπεί η ανάσα, αλλά δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν ελευθέρωσε την γιαγιά.
Η ηλικιωμένη γυναίκα, με δάκρυα στα μάτια τον φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα, η έκφραση της όμως ήταν δεν ήταν γαλήνια, φαινόταν ακόμα πολύ αναστατωμένη.
Τι έχεις γιαγιά γιατί κλαις; Χτύπησες και πονάς;»
«Όχι μικρέ μου Χανς, όχι! Η Αλίν κινδυνεύει να γκρεμιστεί και δεν υπάρχει άνθρωπος να την γλυτώσει. Θεέ μου μακάρι να ήταν κάποιος εδώ κοντά να την σώσει».
«Εγώ είμαι εδώ γιαγιά, εγώ! Μην φοβάσαι θα τα καταφέρω» Έκανε τον γύρω της μισογκρεμισμένης καλύβας, μέχρι που έντρομος είδε την μικρή Μαρί να κρατιέται από ένα δοκάρι ετοιμόρροπο, το σώμα της αιωρούνταν στο κενό. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να την πλησιάσει ήταν να πηδήξει στο διπλανό δοκάρι και αμέσως μετά να την τραβήξει στο μέρος του. Ξεροκατάπιε, ποτέ δεν θα κατάφερνε να πετύχει ένα τόσο μεγάλο άλμα. Ξαφνικά η καλύβα έτριξε και πήρε κλίση προς τον γκρεμό. Ή τώρα ή ποτέ σκέφτηκε το παιδάκι και δίχως να το σκεφτεί εκτινάχτηκε στην δοκό. Μόλις και μετά βίας κρατήθηκε, τα χέρια του γέμισαν αγκίδες αλλά ήταν καλά. Μεμιάς άρπαξε το χεράκι της Μαρί και την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή κατάφερε να την γλυτώσει, αφού ίσα που πρόλαβε να βρει ένα πέρασμα ανάμεσα στα χαλάσματα και να τους βγάλει σώους από αυτή την παγίδα. Όταν ένιωσε ασφαλής, με έκπληξη είδε πολλούς από τους συγχωριανούς του να τον κοιτούν με θαυμασμό. Είχαν μάθει τι είχε συμβεί και έσπευσαν να βοηθήσουν αλλά δεν πρόλαβαν. Αν δεν έκρυβε τόση δύναμη μέσα του ο Χανς το κοριτσάκι θα ήταν χαμένο.
Μέσα σε χειροκροτήματα ο πρόεδρος του χωριού πλησίασε και έσφιξε το χέρι του Χανς, γυρνώντας προς τους συγχωριανούς του είπε με τρεμάμενη φωνή. «Ετούτο δω το παιδί είναι πολύ μεγάλο!»
Το πλήθος ξέσπασε πάλι σε χειροκροτήματα!
Ο Χανς εκείνη τη στιγμή πήρε το λόγο και είπε θαρρετά «Όχι! Εγώ δεν είμαι μεγάλος, εγώ είμαι μικρούλης και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό»! Έτρεξε στα παιδιά που τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα. Όλα τους τον συγχάρηκαν και μιλούσαν για το άλμα που έκανε. Πήδησες πιο ψηλά από όλους μας μικρούλη, το είπες και το έκανες!
Ο Μικρούλης δεν είπε τίποτα. Τα μάτια του μονάχα λαμπύρισαν. Σημασία έχει η ψυχή σκέφτηκε, η ψυχή!