Μέσα στους πανηγυρισμούς για το τέλος του 3ου μνημονίου, ξεχάστηκε το πιο σημαντικό: σύμφωνα με τους Financial Times/The Economist η Ελλάδα είναι σήμερ
α, με όρους αγοραστικής δύναμης, η πέμπτη φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τη Βουλγαρία, τη Ρουμάνια, την Κροατία και τη Μάλτα.
Και οι 8 ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες που εντάχθηκαν στην Ε.Ε. το 2004, οι τρεις χώρες της Βαλτικής, οι τέσσερις χώρες του Βίσεγκραντ και η Σλοβενία, είναι πλουσιότερες από την Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1980 η Ελλάδα συγκρινόταν με την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Σήμερα συγκρίνεται με τη Βουλγαρία.
Διαβάστε την ανάλυση του Δημήτρη Καιρίδη στο OnAlert.gr:
Μέσα στους πανηγυρισμούς για το τέλος του 3ου μνημονίου, ξεχάστηκε το πιο σημαντικό: σύμφωνα με τους Financial Times/The Economist η Ελλάδα είναι σήμερα, με όρους αγοραστικής δύναμης, η πέμπτη φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τη Βουλγαρία, τη Ρουμάνια, την Κροατία και τη Μάλτα.
Αν σκεφτεί κανείς ότι η χώρα μας είχε το 1970 υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα από την Ισπανία, καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της οπισθοχώρησής μας. Πρόκειται για μια μεγάλη εθνική αποτυχία, στα όρια της καταστροφής. Παρά τα δισεκατομμύρια δωρεάν βοήθειας που εισέρρευσαν από την ΕΕ, μετά το 1981, η Ελλάδα έμεινε στάσιμη στη διαφορά που τη χωρίζει από τον δυτικο-ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στο μεταξύ, πολλοί ανατολικο-ευρωπαίοι, όπως η Εσθονία, η Πολωνία αλλά ακόμα και η Αλβανία (η οποία παραμένει πολύ φτωχή) έκαναν άλματα μπροστά.
Αυτή η αποτυχία θα πρέπει να προβληματίσει όλους μας, και την ηγεσία και την ελληνική κοινωνία συνολικά. Γιατί την τριακονταετία 1950-1980 η Ελλάδα αναπτύχθηκε με ρυθμό 5% ετησίως ενώ την περίοδο 1980-2017 ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε κάτω από το 1%, πολύ κάτω από πολλές πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες; Ακόμα και πριν από τη μεγάλη κρίση του 2010, η αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας της περιόδου 1980-2010 ήταν μάλλον απογοητευτική. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια κρίση αλλά με μια μακρόσυρτη παρακμή, η οποία αν δεν αντιστραφεί μας καταδικάζει στο περιθώριο της Ευρώπης και των διεθνών εξελίξεων.
Η πρώτη προτεραιότητα κάθε ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η τόνωση της ανάπτυξης. Αυτή δεν γίνεται με την καλλιέργεια της πόλωσης και του διχασμού της κοινωνίας. Ούτε, βέβαια, με την αδιανόητη επιστροφή στην παροχολογία άλλων εποχών.
Η ανάπτυξη έρχεται όταν υπάρχει σταθερότητα βασισμένη σε μια μίνιμουμ συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, όταν οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν, όταν η εμπιστοσύνη των αγορών αποκαθίσταται, όταν, εν ολίγοις, η Ελλάδα καθίσταται ελκυστική για επενδύσεις.
Άλλωστε, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι το 3ο μνημόνιο τελείωσε αλλά η Ελλάδα στερείται ακόμα της πρόσβασης, με ένα λογικό επιτόκιο, στις διεθνείς χρηματαγορές και οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων παραμένουν. Οκτώ χρόνια θυσιών και ακόμα δεν φθάσαμε στην Ιθάκη, ενώ οι σειρήνες του λαϊκισμού μάλλον υψώνουν εκ νέου τη φωνή τους ενόψει εκλογών.