Άλλη μια σχολική χρονιά ξεκίνησε, με τους μαθητές να φτάνουν στον σχολείο για την πρώτη τους μέρα και να στέκονται σε σειρές ανάλογα με την τάξη τους. Ανάμεσα τους και μία μητέρα ένος παιδιού πρώτης δημοτικού, η οποία αφήνοντας τον γιο της αναρωτήθηκε: Πού πήγαν όλα τα παιδιά;
Μ’ αυτά τα λόγια η Washington Post, ξεκινάει ένα άρθρο της για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, περιγράφοντας αυτή τη σκηνή, σε δημοτικό σχολείο στο Καλπάκι Ιωαννίνων.
«Υπήρχαν τόσο λίγοι», δήλωσε η Βάσω Χαρισιάδη, η οποία ήταν απόφοιτος του ίδιου σχολείου στην ίδια πόλη και πρόσθεσε: «Νόμιζα ότι η αυλή θα ήταν γεμάτη από παιδιά».
Η κατάσταση στο Καλπάκι αντικατοπτρίζει το εντεινόμενο δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας. Στο συγκεκριμένο δημοτικό, το 2018, πήγαν 13 πρωτάκια. Τα μισά σχολεία στην περιοχή έχουν κλείσει. Ολο και περισσότεροι πιθανοί γονείς φεύγουν ή δεν κάνουν παιδιά, επειδή είναι άνεργοι ή βγάζουν μετά βίας τα προς το ζην, αναφέρει η εφημερίδα.
«Η ελληνική οικονομία δεν εξαρτάται πλέον από τα προγράμματα ούτε θεωρείται ότι θέτει σε κίνδυνο το ευρώ. Ομως, η χώρα μόλις τώρα ξεκινά να αντιμετωπίζει την επόμενη φάση της απειλής. Μία μείωση των γεννήσεων που έχει αυξήσει την πιθανότητα μιας συρρικνωμένης, αποδυναμωμένης Ελλάδας τα χρόνια που θα έρθουν», αναφέρει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα.
«Αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να σκεφτώ καθόλου για παιδιά», δήλωσε η 33χρονη δασκάλα Μαρία Μπέρσου. «Δεν μπορώ καθόλου να εξοικονομήσω χρήματα».
Κατά τη διάρκεια της βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης της χώρας, η οποία άρχισε στα τέλη του 2009 και επιδεινώθηκε από το 2011 και μετά, τα ήδη χαμηλά ποσοστά γεννήσεων έπεσαν ακόμη περισσότερο, όπως έγινε και σε άλλες προβληματικές οικονομίες της νότιας Ευρώπης. Η Ελλάδα χτυπήθηκε και από έναν δεύτεροο παράγοντα, καθώς μισό εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα, πολλοί από αυτούς νέοι, πιθανοί μελλοντικοί γονείς. Παρόλο που η Ελλάδα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του μεταναστευτικού κύματος από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, η πλειοψηφία των νέων αφίξεων μεταφέρθηκαν σε άλλες περιοχές της Ευρώπης και οι νεοφερμένοι δεν αντισταθμίζουν τις απώλειες.
«Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ύφεση της χώρας δημιούργησε τη μικρότερη γενιά της Ελλάδας μεταπολεμικά, παιδιά που φτάνουν τώρα σε ηλικία δημοτικού. Κάποια από αυτά πηγαίνουν στα σχολεία με παπούτσια και τσάντες από δεύτερο χέρι και είναι ακόμη στο πρώτο στάδιο κατανόησης της τρομακτικής εποχής στην οποία έχουν γεννηθεί», αναφέρει χαρακτηριστικά η Washington Post.
«Θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες»
Το ποσοστό γεννητικότητας στην Ελλάδα, περίπου 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα, είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη και αρκετά κάτω από τον στόχο του 2,1 που απαιτείται για έναν σταθερό πληθυσμό, χωρίς να υπολογίζεται η μετανάστευση. Το ποσοστό γεννητικότητας ήταν σε ανάκαμψη πριν από την κρίση, φτάνοντας της 1,5 γεννήσεις ανά γυναίκα το 2008. Πρόοδος που όμως έχει εξανεμιστεί πλέον, καθώς το ποσοστό έπεσε ξανά στα χαμηλά των τελών της δεκαετίας του ‘90 και των αρχών του 2000, σημειώνει το δημοσίευμα.
Κάποιες χώρες, μετά τέτοιου είδους οικονομικές κρίσεις, είδαν γρήγορη ανάκαμψη στο ποσοστό γεννήσεων. Αυτό όμως είναι απίθανο να συμβεί στην Ελλάδα, δηλώνει στην Washington Post ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, καθώς ακόμη και πριν την κρίση η μέση Ελληνίδα δεν έκανε παιδιά πριν από τα 31. Κάποιες γυναίκες που ανέβαλαν την εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της ύφεσης έχασαν εντελώς την ευκαιρία να γίνουν μητέρες. Το αποτέλεσμα είναι η ύφεση να έχει μειώσει μόνιμα το μέγεθος της νεότερης ελληνικής γενιάς, αλλά και τη «δεξαμενή» των γονιών για τα χρόνια που θα έρθουν. «Θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες», τονίζει ο καθηγητής.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτό. Εξαιτίας της «εξόδου» των νέων, που πιθανόν στο μέλλον να γίνονταν γονείς, ο αριθμός των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα έχει πέσει ακόμη πιο δραματικά από ότι το ποσοστό γεννητικότητας, φτάνοντας σε ιστορικά χαμηλά. Το 2009, πριν από τις πιο σφοδρές περιόδους της κρίσης, έγιναν 118.000 γεννήσεις στην Ελλάδα. Από τότε, ο αριθμός πέφτει σταθερά, και έχει επισκιαστεί για τα καλά από τον αριθμό των θανάτων. Το 2017, ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων ήταν 88.500, ο χαμηλότερος που έχει καταγραφεί.
«Θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Κοτζιαμάνης.
Οι δημογραφικές αλλαγές πλήττουν και τις προοπτικές της Ελλάδας για μία ανάκαμψη όπως εκείνη στις ΗΠΑ μετά τη μεγάλη ύφεση το 1930, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα. Η ελληνική οικονομία παραμένει κατά 25% μικρότερη σε σύγκριση με πριν από μία δεκαετία και τις επόμενες έξι δεκαετίες η Εurostat εκτιμά ότι ο ελληνικός πληθυσμός των 10,7 εκατομμυρίων θα μειωθεί κατά 32%. Ποσοστό που το ξεπερνούν μόνο μερικές χαμηλοεισοδηματικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που έχουν δει επίσης τη φυγή εργαζομένων προς πλουσιότερα κράτη.
Για τους Έλληνες, η κατάσταση αυτή είναι έκδηλη σε ολόκληρη τη χώρα. Στα καφενεία των Αθηνών, άτεκνες γυναίκες στην ηλικία των 30 ετών παραπονιούνται για τα συνεχώς αδύναμα προγράμματα οικογενειακής στήριξης από μια κυβέρνηση, η οποία «παλεύει» με μέτρα λιτότητας. Στις πιο αγροτικές περιοχές της χώρας, οι μελλοντικοί γονείς λένε ότι ακόμα και αν φέρουν στον κόσμο ένα παιδί, θα δυσκολευτούν να βρουν γιατρούς, καθώς πολλοί από αυτούς έχουν μετακομίσει στο εξωτερικό.