Ίσως να έχουν χαθεί ή ξεφεύγοντας ηρωικά από τον αληθινό τους προορισμό έφτασαν κλεφτά έως εδώ κάνοντας εμένα το μοναδικό θεατή της αθόρυβης, χορευτικής τους παράστασης .
Ελάχιστες κι όμως είναι αρκετές για να φτιάξω έναν δικό μου χιονάνθρωπο.
Και ξάφνου θυμάμαι – εκεί που ήδη νοερά έχω σχεδόν τελειοποιήσει τον παγωμένο μου φίλο- μια καταχωνιασμένη ανάμνηση ενός κοριτσιού εξάχρονου που φορούσε ένα τεράστιο κατακόκκινο πανωφόρι και είχε κάποτε το προσωπικό της το έλκηθρο.
Βλέπω ακόμα και τον καταστόλιστο ουρανό εκείνης της νύχτας που γελούσε με του μικρού παιδιού τα καμώματα.
Εκείνου του κοριτσιού που με τα χνώτα σχημάτιζε όνειρα σχεδόν απτά χάρη στους υπό του μηδενός βαθμούς Κελσίου που τυλίγονταν γύρω τους και τα αποκάλυπταν.
Το μόνο ζεστό σημείο της νύχτας, εκείνο από το οποίο αντλούσε ζεστασιά και θάρρος πρωτόγνωρο για αυτή την τρελή νυχτερινή της κατάβαση ήταν -θυμάμαι καλά- τα χέρια που έσφιγγαν με όλα τα δάχτυλα το προσωπικό της το έλκηθρο και με φωνή πνιγμένη από την κουκούλα, από τις νιφάδες, από τα όνειρα του έλεγε…..
«Δε φοβάμαι μπαμπά».
Μαρία Κ.