Ο Όμηρος το αποκαλούσε «γλυκό κρασί της Κύπρου» και ο χρόνος παραγωγής του τοποθετείται κοντά στο 3500 π.Χ., αφού οι αναλύσεις που έγιναν πρόσφατα σε υπολείμματα κεραμικών αγγείων που χρονολογούνται την ίδια περίοδο έδειξαν πως φιλοξενούσαν γλυκό κρασί. Πιο συγκεκριμένα το 2005 η Δρ. Μαρία Ροζάρια Μπελτζιόρνο και ο Παλαιοντολόγος Δρ. Αλεσάντρο Λεντίνι από το ITABC-CNR της Ρώμης, με τη βοήθεια του Δρ. Παύλου Φλουρέντζου, Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κύπρου, μελέτησαν αριθμό δοχείων που είχαν βρεθεί το 1930 από τον Κύπριο αρχαιολόγο Πορφύριο Δίκαιο στον οικισμό της Ερήμης και φυλάγονταν σε κιβώτια στο Αρχαιολογικό Μουσείο στη Λευκωσία. Τι ανακάλυψαν; Υπήρχαν στο εσωτερικό τους ίχνη ταρταρικού οξέως, ενός βασικού συστατικού του κρασιού.
Στην Κύπρο «δημιουργήθηκε» η παλαιότερη ετικέτα κρασιού στον κόσμο, η οποία συνεχίζει να παράγεται ακόμη και σήμερα. Πρόκειται για την κουμανταρία την οποία ανακήρυξε ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος ως «το κρασί των βασιλιάδων και ο βασιλιάς των κρασιών». Η κουμανταρία, κάτω από ένα όνομα που δεν υποδηλώνει ποικιλία, τεχνική οινοποίησης, μέθοδο καλλιέργειας ή τρύγου, είναι ένα κρασί που φέρει το ίδιο όνομα εδώ και οκτώ αιώνες.
Η παραγωγή της κυπριακής κουμανταρίας γνώρισε εξαιρετική άνθηση κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας στο νησί και τους μεσαιωνικούς χρόνους. Μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Ιωαννίτες Ιππότες, στην περιοχή της Λεμεσού η στρατιωτική διοίκηση του νησιού, la Commanderie, έδωσε το όνομά της στο χωριό που παρήγαγε το γλυκό νέκταρ, την Μεγάλη Κουμανταρία… Η φήμη του κρασιού συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ακόμη και κατά την Τουρκοκρατία, και η Κουμανταρία κέρδισε επάξια μια θέση ανάμεσα στα καλύτερα και τα πλουσιότερα τραπέζια της Ευρώπης.
Η περιοχή της Κουμανδαρίας περιλαμβάνει 14 χωριά και βρίσκεται στις νότιες μέχρι τις νοτιοανατολικές παρυφές του όρους Τρόοδος, στην επαρχία Λεμεσού. Οι ποικιλίες που συμμετέχουν στην παραγωγή του κρασιού (σε ανάμειξη ή μονοποικιλιακά) είναι οι γηγενείς κυπριακές, το ντόπιο Μαύρο που είναι ερυθρή και το Ξυνιστέρι που είναι λευκή. Για την παραγωγή του γλυκού κρασιού, που κατοχυρώθηκε νομοθετικά το 1990 ως ΠΟΠ, τα σταφύλια πρέπει να προέρχονται υποχρεωτικά από τους αμπελώνες της ομώνυμης ζώνης οι οποίοι είναι δηλωμένοι και καταγεγραμμένοι ώστε να μπορούν να ελεγχθούν.
Ο τρόπος οινοποίησης είναι αρκετά συνηθισμένος για τη Μεσόγειο, αφού τα σταφύλια, μετά τον τρύγο τους, λιάζονται για περίπου μία εβδομάδα με σκοπό την αφυδάτωση που οδηγεί στη συμπύκνωση των σακχάρων. Η προσθήκη καθαρής αλκοόλης συνήθως γίνεται προτού το κρασί μπει στα βαρέλια. Ακολουθεί ωρίμανση σε μεγάλα, παλιά, δρύινα βαρέλια, σε ειδικά υπόγεια για τουλάχιστον δύο χρόνια.
πηγή: www.perierga.gr