«Λίμνη πώς έκλεψες τη θέση της γης και άνθισαν επάνω σου όλα αυτά τα λουλούδια; Ποιος σκάλισε τα πανάρχαια σου νερά και στο βάθος του είναι τους πες μου πως κατάφερε και φύτεψε αδιάβροχους σπόρους; Από ποιο προσωρινό σου υγρόχωμα ξεγελασμένα, χωρίς βράγχια, γαντζώθηκαν και παίρνοντας μια ύστατη ανάσα βυθίστηκαν μέσα σου μόνιμα;».
«Διψούσαν κι έτσι εγώ σκόρπισα ζάχαρη στο αλάτι μου για να μπορέσουν να ζήσουν τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Κι ύστερα, ύστερα για να μην τα ξεριζώσουν τα παραπονεμένα μου κύματα, έπνιξα το θυμό που τα δικά μου νερά δεν θα μπορούσανε πια να ανταμώσουν μια θάλασσα. Κι έγινα καράβι επειδή με δάκρυα στα μάτια να ταξιδεύουν για πάντα τις ονειροπόλες τους ρίζες ικέτεψαν.
Διψούσαν!!!! Κανέναν εγώ δεν ξεγέλασα».
«Κι εσύ; Εσύ πες μου τι κέρδισες; Πες μου λίμνη μου πως άντεξες να χάσεις μια για σένα προορισμένη αλμυρή θάλασσα».
«Ωωω μα υποσχέθηκαν και το τήρησαν : Κάθε νύχτα να ανάβουν φωτιές, να παίρνουν και μένα μαζί, να με οδηγούν σε όλα του νου τα μεγάλα ταξίδια».