Η πολυετής οικονομική κρίση επέφερε δραματική συρρίκνωση του παραγωγικότερου τμήματος του πληθυσμού, ενώ το «φαινόμενο» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη
. Τα άτομα ηλικίας από 20 έως 44 ετών μειώθηκαν κατά 600.000 από το 2011 μέχρι το 2018. Ο αριθμός των Ελλήνων στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα μειώθηκε κατά 437.000 ενώ οι προερχόμενοι από άλλες χώρες –και κυρίως εκτός Ε.Ε.– μειώθηκαν κατά 163.000. Γι’ αυτούς που παρέμειναν στη χώρα –3,35 εκατομμύρια άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 31% του συνολικού πληθυσμού όταν το αντίστοιχο μερίδιο ήταν στο 35% πριν ξεκινήσει η μνημονιακή περίοδος– οι συνθήκες παραμένουν εξαιρετικά δύσκολες. Απασχολούμενοι είναι οι 6 στους 10 ενώ οι 4 στους 10 είναι είτε άνεργοι είτε «οικονομικά μη ενεργοί». Ακόμη και στις τάξεις των εργαζομένων κυριαρχούν οι πολύ χαμηλές αμοιβές οι οποίες εμφανίζονται μειωμένες –τουλάχιστον για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα– από 25% έως και 44% ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα. Ο συνδυασμός χαμηλών αμοιβών και ανεργίας είναι αυτός που διογκώνει το πρόβλημα το οποίο έχει ήδη γίνει αισθητό τόσο στους χώρους εργασίας (με κατακόρυφη αύξηση μέσου όρου ηλικίας και μείωση αποδοτικότητας) όσο και στον δείκτη των γεννήσεων. Την περίοδο «συρρίκνωσης» του παραγωγικού πληθυσμού της χώρας καταγράφηκε και μείωση κατά 110.000 του πληθυσμού των νηπίων ηλικίας έως 4 ετών, στατιστικά ευρήματα τα οποία μόνο ασύνδετα δεν μπορούν να θεωρηθούν.
Η συρρίκνωση του παραγωγικού τμήματος του πληθυσμού συνιστά μείζον πρόβλημα. Η επίλυσή του προϋποθέτει δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας και παροχή ισχυρών κινήτρων για επενδύσεις αλλά και μείωση των φορολογικών βαρών. Τίποτα όμως από αυτά δεν έχει δρομολογηθεί. Η μόνη προωθούμενη αλλαγή αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία όμως δεν θα επηρεάσει δραστικά το ύψος των αποδοχών στο συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού, πέραν ίσως των ατόμων ηλικίας 20-24 ετών που μπορούν να διεκδικήσουν αύξηση έως 100 ευρώ λόγω της κατάργησης του υποκατώτατου μισθού. Οι φορολογικοί συντελεστές θα παραμείνουν στο ύψος τους και για την επόμενη διετία ενώ προς το παρόν δεν φαίνονται στον ορίζοντα επενδύσεις που θα συμβάλουν στη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δείχνουν ότι για τη μείωση του πληθυσμού της χώρας από το 2011 έως σήμερα κύρια αιτία ήταν η «αποχώρηση» των 20άρηδων (κυρίως για λόγους σπουδών) και των 30άρηδων ή 40άρηδων κυρίως για λόγους εξεύρεσης εργασίας ή καλύτερα αμειβόμενης εργασίας. Στην ηλικιακή ομάδα από 20 έως 44 ανήκαν, τον Ιανουάριο του 2011 3,95 εκατομμύρια πολίτες, εκ των οποίων 3,43 εκατομμύρια ήταν Ελληνες. Ο αριθμός των Ελλήνων στο ηλικιακό εύρος από τα 20 έως τα 44 μειώθηκε το 2018 στα τρία εκατομμύρια άτομα ενώ οι προερχόμενοι από άλλες χώρες έχουν μειωθεί σε 350.000 άτομα (από 510.000 άτομα το 2011). Αυτοί που έφυγαν σε πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν πτυχιούχοι όπως προκύπτει και από τα στοιχεία της απασχόλησης. Ο αριθμός των απασχολουμένων ηλικίας 20-44 ετών μειώθηκε κατά 589.000 άτομα από το 2011 έως το 2018. Από αυτούς, τουλάχιστον οι μισοί είναι απόφοιτοι μεταδευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ποια είναι η κατάσταση γι’ αυτούς που μένουν στη χώρα;
1. Από τα 3,35 εκατομμύρια, απασχολούμενοι είναι τα 2,076 εκατομμύρια: 1,9 εκατομμύρια εργάζονται σε θέση πλήρους απασχόλησης και 172.000 είναι υποαπασχολούμενοι ή μερικώς απασχολούμενοι (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αμοιβές τους). Υπάρχουν και 66.000 που δηλώνουν ότι εργάζονται ανασφάλιστοι.
2. Οι άνεργοι ηλικίας 20-44 ετών φτάνουν τις 665.000. Εκ των 665.000, οι 465.000 είναι εκτός αγοράς εργασίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών ενώ οι 315.000 είναι χωρίς δουλειά πάνω από δύο χρόνια. Με δεδομένες την υπερφορολόγηση και τις ασφαλιστικές εισφορές που «απορροφούν» πάνω από το 50% του εισοδήματος, από τους 665.000 ανέργους μόλις οι 15,6 χιλιάδες δηλώνουν ότι θέλουν να αυτοαπασχοληθούν. Οι 81.000 θέλουν μισθωτή εργασία πλήρους απασχόλησης ενώ οι 533.000 θα συμβιβάζονταν και με μια θέση μερικής απασχόλησης.
3. Οι οικονομικά μη ενεργοί –ακόμη και στις ηλικίες 20-44 ετών– ξεπερνούν τις 650.000. Οι περισσότεροι ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 20-24 προφανώς για λόγους σπουδών (139.000 άνδρες και 144.000 γυναίκες).
Οι μισθοί στις ηλικίες 20-24 μειώθηκαν έως και 44%
Ο μέσος μισθός του σημερινού εργαζομένου ηλικίας 20-24 ετών στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώνεται στα… 445 ευρώ, γεγονός αναμενόμενο λόγω των αυξημένων ποσοστών ημιαπασχόλησης στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα αλλά και του υποκατώτατου μισθού των 511 ευρώ στο 8ωρο. Στα χρόνια της κρίσης, οι αποδοχές σε αυτή την ηλικιακή ομάδα μειώθηκαν κατά 44%, καθώς το 2011 οι 20άρηδες έπαιρναν 790 ευρώ μεικτά κατά μέσον όρο. Ακόμη και στους μεγαλύτερους, όμως, δεν είναι και πολύ καλύτερες οι συνθήκες. Με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ο μέσος μισθός στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 29 διαμορφώθηκε στο τέλος του 2017 στα 613 ευρώ, έναντι 954 ευρώ στο τέλος του 2011. Για να ξεπεράσει κάποιος τα 750 ευρώ πρέπει να έχει περάσει τα 30 (σ.σ.: οι αποδοχές στα άτομα ηλικίας 30 έως 34 ετών φθάνουν στα 777 ευρώ από 1.146 ευρώ το 2011), ενώ με τα σημερινά δεδομένα ουδείς καταφέρνει να εισπράττει πάνω από 1.000 ευρώ μεικτά παρά μόνο αν έχει ξεπεράσει και το 40ό έτος της ηλικίας του. Ειδικότερα, στα άτομα ηλικίας 40-44 ετών, οι μέσες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώνονται στα 1.065 ευρώ, ενώ το 2011 έφθαναν στα 1.422 ευρώ. Αυτά τα στατιστικά αποδεικνύουν και τον λόγο για τον οποίο αποφασίζουν κατά χιλιάδες οι νέοι να αναζητήσουν δουλειά στο εξωτερικό.
Έντυπη καθημερινή