Όλο και περισσότεροι Καστοριανοί σιγά-σιγά αντιλαμβάνονται ότι το οικονομικό μέλλον και η επιβίωση της περιοχής εξαρτάται πλέον από τον τουρισμό. τομέα που παραδοσιακά σνομπάρανε και είναι αμφίβολο αν ποτέ τους πήρανε στα σοβαρά, κυρίως εξαιτίας της γούνας και του εύκολου χρήματος που αυτή έφερνε.
Τώρα όμως, που αυτή ξεψυχά, μετανοιώνουν για τις κινήσεις που δεν φρόντισαν εγκαίρως να κάνουν και για όλες τις ευκαιρίες που κατά καιρούς απεμπόλησαν στον τομέα των τουριστικών υπηρεσιών. Αυτό όμως που οι πολλοί βλέπουν σαν μειονέκτημα, στην πραγματικότητα συνιστά ένα ακόμα πλεονέκτημα της περιοχής.
Την δυνατότητα αυτή να μπει φρέσκια και αμόλευτη στο υφιστάμενο τουριστικό παιχνίδι και να διαταράξει -με τα αδιαμφισβήτητα ατού που διαθέτει- τις υπάρχουσες ισορροπίες της περιοχής. Ουσιαστικά το τουριστικό μέλλον της Καστοριάς ΤΩΡΑ ξεκινά και ξεκινά ευοίωνο. Αρκεί οι σύνολες ενέργειες που θα γίνουν, να γίνουνε σωστά. Το 1989, όταν είχα επιλεγεί προς εκπαίδευση ως διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού που σχεδίαζαν η τότε ΕΡΤ και η ΚΕΔΚΕ να στήσουν στην περιοχή μας (εντεταγμένου σε ένα δίκτυο παρόμοιων σταθμών της επικράτειας) μου ζητήθηκε, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, να συντάξω και μία μελέτη του τουριστικού προφίλ του νομού μας. Με μεθοδική δουλειά συγκέντρωσα το σύνολο των μέχρι τότε διαθέσιμων στοιχείων και -προχωρώντας ένα βήμα εμπρός- πραγματοποίησα και μια συγκριτική μελέτη μεταξύ δυο πόλεων που ήταν αναπτυγμένες δίπλα από υδάτινο στοιχείο. Της Καστοριάς και των Ιωαννίνων.
Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτή την μελέτη ομολογώ πως με αφύπνισαν. Τα Γιάννενα (που ήσαν ήδη, από εκείνη την περίοδο, προχωρημένα τουριστικά) παρείχαν προς τους επισκέπτες τους ένα τουριστικό προιόν το οποίο τους κρατούσε στην πόλη για ένα μέσο χρονικό διάστημα τριών ημερών. Στην Καστοριά, ο αντίστοιχος μέσος χρόνος παραμονής τους μόλις και μετά βίας άγγιζε τις τέσσερεις ώρες… Θα ήλπιζε κανείς πως, στον χρόνο που μεσολάβησε έκτοτε, οι επιδόσεις αυτές θα βελτιωνόταν. Και πραγματικά, σε κάποιο βαθμό συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά σε επίπεδο κάθε άλλο παρά σπουδαίο.
Ο μέσος χρόνος παραμονής τουριστών στην Καστοριά σύμφωνα με διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2017, δεν υπερβαίνει την μία διανυκτέρευση. Κι αυτός είναι ένας ο δείκτης ο οποίος θα πρέπει κατεπειγόντως να αλλάξει, αν και εφόσον πραγματικά θέλουμε να λέμε ότι στοχεύουμε να αποκομίζουμε κάποιο σημαντικό όφελος από τον τοπικό τουρισμό μας. Μόνο, που αυτό, κάθε άλλο παρά απλό και εύκολο είναι.
Προκειμένου να αλλάξει αυτός ο δείκτης, θα πρέπει πρώτα να αλλάξει το συνολικό τουριστικό μας προιόν. Να συμπληρωθεί, να μεγεθυνθεί, να αυγατίσει και να αμπαλαριστεί σωστά. Αυτή ούτε εύκολη δουλειά είναι, αλλά ούτε και μια δουλειά που μπορεί να γίνει ασυντόνιστα και διαμερισματοποιημένα από τους κάθε λογιών επιχειρηματίες -εντός και εκτός εισαγωγικών- του ιδιωτικού τομέα. Αυτή είναι μια δουλειά για τις νέες Δημαρχίες που θα προκύψουν.
Οι νέοι ταγοί της τοπικής αυτοδιοίκησης, όχι μόνον θα πρέπει να συντάξουν με μεθοδικότητα, επιμονή και συνέπεια μια ολοκληρωμένη και επιτυχή τουριστική εικόνα της περιοχής, όχι μόνον θα πρέπει με έργα ουσίας να αναδείξουν τις ήδη υπάρχουσες ή να παράξουν νέες τουριστικές ατραξιόν, αλλά θα πρέπει και να προβάλουν με επιτυχία αυτή την εικόνα σε ολόκληρη την οικουμένη. Αυτός είναι ένας τομέας στον οποίο παίζονται τα πάντα. Παίζεται το μέλλον και η προκοπή αυτής της περιοχής, η ευμάρεια -ή όχι- των παιδιών μας. Ιδέες και λύσεις υπάρχουν.
Ζούμε όμως σε δύσκολες εποχές και μέσα σε μια εξαιρετικά αρνητική συγκυρία κρατικής οικονομικής επιφάνειας και δυνατοτήτων χρηματοδότησης. Όπως και νάχει, το μέλλον δεν μπορεί να περιμένει.
Το πλάνο ενός ανανεωμένου και δελεαστικού τουριστικού Καστοριανού προφίλ είναι κάτι που οφείλει να δημιουργηθεί άμεσα. Η πρώτη και η πλέον σοβαρή από όλες τις δουλειές του νέου Δημάρχου!
– Λεωνίδας Εκιντζόγλου