Υπάρχουν τρεις βασικές εκδοχές ως προς το από πού ακριβώς είναι πιθανόν να προέρχεται το όνομα της Καστοριάς.
Εκδοχή πρώτη: Από ιερό του Κάστορα.
—————————————————–
Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες να συνέβη κάτι τέτοιο. Πρώτον ο μυθικός ήρωας και ημίθεος Κάστορας, αδελφός της Κληταιμνήστρας και της ωραίας Ελένης, δεν έχαιρε εκτεταμένης λατρείας σε ορεινές περιοχές μακριά από την θάλασσα και δεύτερον, ακόμη και εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε (λόγω του υδάτινου στοιχείου της λίμνης), είναι παραπάνω από σίγουρο ότι ένα τοπικό ιερό θα ήταν από κοινού αφιερωμένο και τόσο σε αυτόν όσο και στον δίδυμο αδελφό του Πολυδεύκη. Οι Διόσκουροι υπήρξαν πάντοτε, σε ζωή και θάνατο, αχώριστοι και η δράση τους απ’ όλες τις πηγές εξιστορείται ως κοινή κι αδιαίρετη. Αποκλείεται μια πόλη να λάτρευε και να αναφερόταν ονοματολογικά στην μνήμη του ενός μόνον εκ των δύο και όχι αμφοτέρων των διδύμων. Αν αυτή η εκδοχή αλήθευε, η ονομασία της πόλης θα είχε περισσότερες πιθανότητες να ήταν Διοσκουρία και όχι Καστορία.
–
Εκδοχή δεύτερη: Από τους κάστορες της λίμνης
——————————————————————-
Πολύ αμφίβολο ότι η λίμνη υπήρξε ποτέ ενδιαίτημα αυτών των θηλαστικών. Οι κάστορες κατά κύριο λόγο ενδημούν σε περιοχές με τρεχούμενα και όχι με στάσιμα νερά. Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία περί ύπαρξης χαρακτηριστικών φραγμάτων στην περιοχή και δεν αναβρέθηκαν ποτέ οστά τους μέσα στην λάσπη των ακτών ή χρησιμοποιηθέντα για κατασκευές εργαλείων στους λιμναίους οικισμούς.
Επίσης, όταν κατά τους 17ο και 18ο αιώνες αναπτύχτηκε μια πρωτοφανής παγκόσμια ζήτηση γουναρικών από κάστορα στην τεράστια αγορά της δυτικής Ευρώπης, πυροδοτημένη από μια ενδυματολογική ιδιοτροπία του Καρόλου ΙΙ, αυτή καλύφθηκε εξολοκλήρου από εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν από τον νέο κόσμο. Όπως δείχνει ο κώδικας 314 των Βενετσιάνικων αρχείων, οι καστοριανοί γουναράδες, παρόλο που ήσαν απόλυτα ενήμεροι αυτής της ζήτησης -και των ευκαιριών πλουτισμού που δημιουργούσε- δεν κατέβαλαν καμία απολύτως προσπάθεια να την ικανοποιήσουν, είτε με κυνήγι, είτε με εκτροφή καστόρων στην λίμνη Ορεστιάδα, πράγμα που δείχνει είτε μια αδικαιολόγητη αμέλεια εκ μέρους τους, είτε πιστοποιεί το γεγονός πως αυτή δεν εθεωρείτο κατάλληλο βιοπεριβάλλον για αυτό το είδος των θηλαστικών.
–
Εκδοχή Τρίτη: Από την λέξη κάστρο ή κάστρα.
——————————————————————
Αυτή η εκδοχή είναι, κατά την γνώμη μου, και η πιθανότερη, αλλά με αναγωγή στην λατινογενή της μάλλον και όχι στην ανύπαρκτη ελληνική ρίζα. Στην ελληνική αρχαιότητα η λέξη δεν εχρησιμοποιείτο και δεν χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους ιστορικούς για να περιγράψουν τις αρχαίες οχυρώσεις. Υπήρχαν τα άστεα υπήρχαν τα τείχη των άστεων υπήρχαν οι πύργοι, τα οχυρά και οι ακροπόλεις. Η συνοπτική ομηρική ονομασία όλων των δομικά οχυρωμένων περιοχών ήταν ‘πτολίεθρα’. Τα κάστρα, με την τρέχουσα έννοια, είναι κατασκευές ρωμαϊκές και μετέπειτα, στην πλειονότητα τους μεταγενέστερες του 6ου μΧ αιώνα. Η λέξη Castrum είναι λατινικής προέλευσης και οι Ρωμαίοι με αυτήν δεν επεσήμαιναν επακριβώς το φρούριο (castellum) αλλά γενικά μια περιφρούρητη στρατιωτική θέση. Η γενική του πληθυντικού ‘castrorum’ μάλιστα, απέδιδε ακριβώς την έννοια του στρατιωτικού καταυλισμού (camp).
Αν στο νησί της λίμνης μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Ρωμαίους το 200 πΧ υπήρξε κάποια στιγμή ανάπτυξη ενός μεγάλου στρατιωτικού καταυλισμού τότε εκείνο το σημείο μπορούσε κάλλιστα να προσδιοριζόταν με τον τίτλο ‘castrorum’ και να διοικείτο από έναν praefectus castrorum (διοικητή καταυλισμού). Κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως επαρκές να ξεκινήσει την διασύνδεση της τοποθεσίας με αυτή την ονομασία και σιγά -σιγά να εξελληνίσει το castrorum σε Καστορία/Καστοριά.
Αυτή η εκδοχή της ήπιας εποίκησης δικαιολογεί επίσης και την έλλειψη εξαπλωμένων δομικών ιχνών μεγάλων και μικρών κτηρίων τα οποία θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπήρχαν, αν όντως στην τοποθεσία είχε κτισθεί και κατοικηθεί μια κανονική αρχαία πόλη.
Το πρωιμότερον, όπως προσδιορίζεται από τις πηγές, Κήλητρον ή Κέλετρον (θέλγητρον) δεν είναι διόλου βέβαιο ότι είχε όντως κτισθεί στο ίδιο σημείο. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην λίμνη υπήρχαν δυο νησιά. Ένα φυσικό, η σημερινή χερσόνησος της πόλης κι ένα τεχνητό, το πακτωμένο από τους πρωτομακεδόνες «νησί» του Δισπηλιού.
__________________________________
Λεωνίδας Εκιντζόγλου
Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες να συνέβη κάτι τέτοιο. Πρώτον ο μυθικός ήρωας και ημίθεος Κάστορας, αδελφός της Κληταιμνήστρας και της ωραίας Ελένης, δεν έχαιρε εκτεταμένης λατρείας σε ορεινές περιοχές μακριά από την θάλασσα και δεύτερον, ακόμη και εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε (λόγω του υδάτινου στοιχείου της λίμνης), είναι παραπάνω από σίγουρο ότι ένα τοπικό ιερό θα ήταν από κοινού αφιερωμένο και τόσο σε αυτόν όσο και στον δίδυμο αδελφό του Πολυδεύκη. Οι Διόσκουροι υπήρξαν πάντοτε, σε ζωή και θάνατο, αχώριστοι και η δράση τους απ’ όλες τις πηγές εξιστορείται ως κοινή κι αδιαίρετη. Αποκλείεται μια πόλη να λάτρευε και να αναφερόταν ονοματολογικά στην μνήμη του ενός μόνον εκ των δύο και όχι αμφοτέρων των διδύμων. Αν αυτή η εκδοχή αλήθευε, η ονομασία της πόλης θα είχε περισσότερες πιθανότητες να ήταν Διοσκουρία και όχι Καστορία.
–
Εκδοχή δεύτερη: Από τους κάστορες της λίμνης
——————————————————————-
Πολύ αμφίβολο ότι η λίμνη υπήρξε ποτέ ενδιαίτημα αυτών των θηλαστικών. Οι κάστορες κατά κύριο λόγο ενδημούν σε περιοχές με τρεχούμενα και όχι με στάσιμα νερά. Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία περί ύπαρξης χαρακτηριστικών φραγμάτων στην περιοχή και δεν αναβρέθηκαν ποτέ οστά τους μέσα στην λάσπη των ακτών ή χρησιμοποιηθέντα για κατασκευές εργαλείων στους λιμναίους οικισμούς.
Επίσης, όταν κατά τους 17ο και 18ο αιώνες αναπτύχτηκε μια πρωτοφανής παγκόσμια ζήτηση γουναρικών από κάστορα στην τεράστια αγορά της δυτικής Ευρώπης, πυροδοτημένη από μια ενδυματολογική ιδιοτροπία του Καρόλου ΙΙ, αυτή καλύφθηκε εξολοκλήρου από εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν από τον νέο κόσμο. Όπως δείχνει ο κώδικας 314 των Βενετσιάνικων αρχείων, οι καστοριανοί γουναράδες, παρόλο που ήσαν απόλυτα ενήμεροι αυτής της ζήτησης -και των ευκαιριών πλουτισμού που δημιουργούσε- δεν κατέβαλαν καμία απολύτως προσπάθεια να την ικανοποιήσουν, είτε με κυνήγι, είτε με εκτροφή καστόρων στην λίμνη Ορεστιάδα, πράγμα που δείχνει είτε μια αδικαιολόγητη αμέλεια εκ μέρους τους, είτε πιστοποιεί το γεγονός πως αυτή δεν εθεωρείτο κατάλληλο βιοπεριβάλλον για αυτό το είδος των θηλαστικών.
–
Εκδοχή Τρίτη: Από την λέξη κάστρο ή κάστρα.
——————————————————————
Αυτή η εκδοχή είναι, κατά την γνώμη μου, και η πιθανότερη, αλλά με αναγωγή στην λατινογενή της μάλλον και όχι στην ανύπαρκτη ελληνική ρίζα. Στην ελληνική αρχαιότητα η λέξη δεν εχρησιμοποιείτο και δεν χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους ιστορικούς για να περιγράψουν τις αρχαίες οχυρώσεις. Υπήρχαν τα άστεα υπήρχαν τα τείχη των άστεων υπήρχαν οι πύργοι, τα οχυρά και οι ακροπόλεις. Η συνοπτική ομηρική ονομασία όλων των δομικά οχυρωμένων περιοχών ήταν ‘πτολίεθρα’. Τα κάστρα, με την τρέχουσα έννοια, είναι κατασκευές ρωμαϊκές και μετέπειτα, στην πλειονότητα τους μεταγενέστερες του 6ου μΧ αιώνα. Η λέξη Castrum είναι λατινικής προέλευσης και οι Ρωμαίοι με αυτήν δεν επεσήμαιναν επακριβώς το φρούριο (castellum) αλλά γενικά μια περιφρούρητη στρατιωτική θέση. Η γενική του πληθυντικού ‘castrorum’ μάλιστα, απέδιδε ακριβώς την έννοια του στρατιωτικού καταυλισμού (camp).
Αν στο νησί της λίμνης μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Ρωμαίους το 200 πΧ υπήρξε κάποια στιγμή ανάπτυξη ενός μεγάλου στρατιωτικού καταυλισμού τότε εκείνο το σημείο μπορούσε κάλλιστα να προσδιοριζόταν με τον τίτλο ‘castrorum’ και να διοικείτο από έναν praefectus castrorum (διοικητή καταυλισμού). Κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως επαρκές να ξεκινήσει την διασύνδεση της τοποθεσίας με αυτή την ονομασία και σιγά -σιγά να εξελληνίσει το castrorum σε Καστορία/Καστοριά.
Αυτή η εκδοχή της ήπιας εποίκησης δικαιολογεί επίσης και την έλλειψη εξαπλωμένων δομικών ιχνών μεγάλων και μικρών κτηρίων τα οποία θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπήρχαν, αν όντως στην τοποθεσία είχε κτισθεί και κατοικηθεί μια κανονική αρχαία πόλη.
Το πρωιμότερον, όπως προσδιορίζεται από τις πηγές, Κήλητρον ή Κέλετρον (θέλγητρον) δεν είναι διόλου βέβαιο ότι είχε όντως κτισθεί στο ίδιο σημείο. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην λίμνη υπήρχαν δυο νησιά. Ένα φυσικό, η σημερινή χερσόνησος της πόλης κι ένα τεχνητό, το πακτωμένο από τους πρωτομακεδόνες «νησί» του Δισπηλιού.
__________________________________
Λεωνίδας Εκιντζόγλου