Πονοκέφαλο για την ΕΛ.ΑΣ. αποτελούν οι 156 αλβανόφωνοι Σκοπιανοί, που τα προηγούμενα χρόνια πολέμησαν στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους και επέστρεψαν στη χώρα τους
μετά την κατάρρευση του επονομαζόμενου «Χαλιφάτου». To θέμα επανήλθε στο προσκήνιο προ δεκαπενθημέρου, όταν το υπουργείο Εσωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας ανακοίνωσε ότι χάρη σε πληροφορίες από συνεργαζόμενη χώρα, απετράπη επίθεση που σχεδίαζαν υποστηρικτές του Ισλαμικού Κράτους. Στην ίδια ανακοίνωση γινόταν αναφορά σε έρευνες της αστυνομίας των Σκοπίων για την κατάσχεση αντικειμένων και μηχανισμών που θα χρησιμοποιούνταν σε πιθανή επίθεση.
Το κλίμα ανησυχίας επέτεινε ενημέρωση της πρεσβείας των ΗΠΑ στα Σκόπια που προειδοποιούσε για αυξημένο κίνδυνο τρομοκρατικών επιθέσεων: «Τρομοκρατικές οργανώσεις και μεμονωμένα άτομα που εμπνέονται από εξτρεμιστική ιδεολογία έχουν πρόθεση να επιτεθούν σε πολίτες, ανάμεσα στους οποίους και Αμερικανοί πολίτες που ταξιδεύουν στο εξωτερικό» αναφερόταν σε ανακοίνωση που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της πρεσβείας. Οι διπλωματικές αρχές των ΗΠΑ επεσήμαιναν ακόμα ότι οι τρομοκράτες χρησιμοποιούν λιγότερο εξελιγμένες μεθόδους και μέσα για να επιτεθούν σε πολίτες σε δημόσιους χώρους, όπως πιστόλια, οχήματα και αιχμηρά αντικείμενα».
Πηγές από το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που ρωτήθηκαν σχετικά, διευκρίνισαν, μιλώντας στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας, ότι δεν υπήρξε επίσημη ενημέρωσή τους από τους Σκοπιανούς συναδέλφους τους για τα αποτελέσματα των ερευνών. Παρόμοια απάντηση έδωσαν αξιωματούχοι και από τις λεγόμενες «ειδικές» υπηρεσίες, που συχνά διατηρούν διαύλους απευθείας επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών με αντίστοιχες άλλων χωρών.
Η προσπάθεια εξάλλου που εγκαινιάστηκε το 2017 για την ενίσχυση της αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ Αλβανίας, Σκοπίων, Βουλγαρίας και Ελλάδας, μολονότι ξεκίνησε με μεγάλες προσδοκίες, ατόνησε ή και εγκαταλείφθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα. Τον Δεκέμβριο του 2017, οι αρχηγοί των τεσσάρων αστυνομιών είχαν συναντηθεί στη Θεσσαλονίκη και συμφωνήσει να δημιουργήσουν μηχανισμούς για την άμεση ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα διεθνούς τρομοκρατίας.
Σε εκείνη τη συνάντηση τον –τότε– αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. Κων. Τσουβάλα συνόδευε, μεταξύ άλλων, ο επικεφαλής της Αντιτρομοκρατικής Γ. Γιάννενας. «Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας είναι ένα ζήτημα που απασχολεί και τα τέσσερα κράτη και σήμερα ομονοήσαμε ότι είναι ένα από τα κυριότερα ζητήματα που πρέπει να συνεργαστούμε», είχε επισημάνει ο κ. Τσουβάλας. Σε εκείνη τη συνάντηση αλλά και σε διμερείς που ακολούθησαν, οι αστυνομικοί της Βόρειας Μακεδονίας είχαν ενημερώσει τους Ελληνες συναδέλφους τους ότι 156 αλβανόφωνοι Σκοπιανοί είχαν την περίοδο 2013-2015 ταξιδέψει στη Συρία και στο Ιράκ και ενταχθεί στο Ισλαμικό Κράτος και στο Μέτωπο Αλ Νούσρα, που διατηρούσε διασύνδεση με την Αλ Κάιντα.
Τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα τουλάχιστον 86 από τους «ξένους μαχητές» της Β. Μακεδονίας επέστρεψαν στη χώρα τους και αποτελούν μόνιμη πηγή ανησυχίας για τους αξιωματικούς του τμήματος Αντιμετώπισης Διεθνούς Τρομοκρατίας της ΕΛ.ΑΣ. Πληροφορίες για την παρουσία Σκοπιανών τζιχαντιστών στη Συρία και στο Ιράκ περιέχονται σε έκθεση με τίτλο «ριζοσπαστικοποίηση και βίαιος εξτρεμισμός στη Μακεδονία» που δημοσιοποίησε το Κέντρο Ερευνών Ασφαλείας του Κοσόβου (KCSS). Στην πολυσέλιδη έκθεση επισημαίνεται ο ρόλος συγκεκριμένων αλβανόφωνων ιμάμηδων, που μέσα από κηρύγματα μίσους σε άτυπους χώρους συγκέντρωσης μουσουλμάνων, κατάφεραν να στρατολογήσουν νεαρούς, που εγκατέλειψαν τα Βαλκάνια και ταξίδεψαν στο Χαλιφάτο. Σημειώνεται ότι τον περασμένο Μάιο, 8 μουσουλμάνοι εξτρεμιστές κρίθηκαν ένοχοι για τον σχεδιασμό τρομοκρατικής επίθεσης, το 2016 στη γειτονική Αλβανία. Στόχος της σχεδιαζόμενης επίθεσης ήταν η ομάδα ποδοσφαίρου του Ισραήλ, που έδινε αγώνα στα Τίρανα για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Έντυπηhttp://www.kathimerini.gr/1012116/