Η πιο προβληματική ερώτηση που μπορεί να γίνει σε έναν πολίτη που ξαφνικά αποφάσισε να γίνει πολιτικός και Σύμβουλος είναι ‘γιατί κατεβαίνεις στην πολιτική?
Είναι μια ερώτηση που παγώνει. Και παγώνει γιατί διαθέτει δύο μόνον απαντήσεις, μια ρεαλιστική και μία υποκριτική, από τις οποίες θα πρέπει υποχρεωτικά –και πειστικά- να προβληθεί μόνον η δεύτερη. Οποιος κάνει μια τέτοια ερώτηση σε νεοσσό πολιτικό πρόσωπο θα πρέπει να εκλαμβάνει ως δεδομένο πως θα λάβει μια απάντηση του στυλ «θέλω να προσφέρω στον τόπο μου» σε διάφορες παραλλαγές και με διάφορες αυξομειώσεις μπαχαρικών.
Συνηθίζεται παρ’ όλα αυτά σε εκείνο ακριβώς το σημείο οι δημοσιογράφοι να διακόπτουν την διερεύνηση και στρέφουν την κουβέντα προς άλλες κατευθύνεις, έτσι ώστε κανείς από το ευήκοο κοινό να μην πληροφορηθεί ποτέ ΤΙ ακριβώς είναι αυτό που το ερωτηθέν πρόσωπο θα μπορούσε να προσφέρει στον τόπο του… Αν οι δημοσιογράφοι επέμεναν, τότε, πιθανώς και να εκμαίευαν πιο δραματοποιημένες απαντήσεις… Σαν κύριο κίνητρο πολιτικής ενασχόλησης θα πρέπει να θεωρείται η δόξα, η αίγλη, η λάμψη του αξιώματος. Η αίσθηση ότι ένα σύνολο ανθρώπων (όσο γίνεται πιο μεγάλο) θεωρεί τον υποψήφιο ως ένα σημαντικό πρόσωπο, ανώτερο των υπόλοιπων κοινών θνητών, με ηγετικά χαρακτηριστικά, ικανό να τεθεί επι κεφαλής τους και να αρχίσει να επιλύει συλλογικά προβλήματα. Δεύτερο κίνητρο είναι η τιμή της επιλογής και της πρότασης σύμπλευσης από τον επικεφαλής του συνδυασμού στον οποίο προσκαλείται. Οποιοσδήποτε ακούει ένα ‘έλα μαζί να αλλάξουμε τον κόσμο’ φουσκώνει σαν διάνος κι αρχίζει και πιστεύει ότι όντως διαθέτει μια τέτοια δύναμη. Ειδικά αν επιχειρεί στα κοινά για πρώτη φορά…
Ένα πιο ταπεινό, πλην όμως ανθρώπινο και φυσιολογικό κίνητρο, αποτελεί και το ενδεχόμενο επαγγελματικής αποκατάστασης. Εστω μερικής και προσωρινής, για μια θητεία μόλις τεσσάρων ετών. Ολοι θέλουν να προσφέρουν, αλλά το ενδεχόμενο να κερδίσουν και το κάτιτις τους για αυτήν τους την προσφορά, δεν τους χαλάει διόλου. Ισα -ίσα που τους κάνει να αισθάνονται ότι στ’ αλήθεια κάτι σημαντικό προσφέρουν, κάτι που αποτιμάται και κοστολογείται σαν πράγμα με αξία.
Το μόνο που λείπει απ’ όλο αυτό το παζλ των κινήτρων καθόδου στην πολιτική είναι το κυρίως ζητούμενο. Αυτό που ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να αποτελεί τον μοναδικό λόγο! Το ενδεχόμενο οι άνθρωποι αυτοί να ξέρουν πραγματικά τι θέλουν, να έχουν ξεκαθαρισμένο μέσα στο μυαλό τους ένα αληθοφανές ρεαλιστικό και εφικτό σχέδιο δράσης με το οποίο να πάρουν την τοπική κοινωνία από την κατάσταση Α -στην οποία την δεδομένη στιγμή ευρίσκεται- και να μην μεταφέρουν σε ένα καλύτερο, βελτιωμένο κι ανώτερο επίπεδο ζωής Β. Αυτό το επιχειρησιακό σχέδιο απουσιάζει από την συντριπτική πλειονότητα των ερασιτεχνών πολιτικών -και είναι φυσικό να απουσιάζει- μιας και κανείς μέσα σε μια πόλη και σε έναν Δήμο δεν περνάει την ημέρα του αμπελοφιλοσοφώντας, αναλογιζόμενος τι πρέπει να γίνει και τι ΜΠΟΡΕΙ να γίνει οργανωμένα και μαζικά.
Ενώ οι άνθρωποι είναι πολύ ικανοί στο να εντοπίζουν και να περιγράφουν τις διαστάσεις των προβλημάτων, πολύ ικανοί στο να γκρινιάζουν και να μέμφονται, στο να εγκαλούν και να καταριούνται τους «υπευθύνους», δεν είναι διόλου ικανοί να παράξουν ένα σαφές σχέδιο μεταβολής καταστάσεων, ικανοί στο να σχεδιάσουν μια μέθοδο αντιμετώπισης επικίνδυνων συνθηκών και βελτίωσης μιας κατάστασης. Κι αφ’ όσον δεν το κάνουν την εποχή που έχουν τον χρόνο με το μέρος τους, είναι εκ των πραγμάτων ουτοπικό να αναμένει κανείς πως θα το κάνουν εν θητεία, ενώ τα πράγματα κι οι καταστάσεις και τα προβλήματα γύρω τους θα τρέχουν με δαιμονισμένη ταχύτητα. Κατά συνέπεια, κάθε φορά που γίνονται εκλογές και κάθε φορά που θα υποβάλλεται η ερώτηση ‘γιατί κατεβαίνεις στην πολιτική?’ η απάντηση θα είναι τυποποιημένη: «Μα, για να προσφέρω στον τόπο μου ασφαλώς!» –
– Λεωνίδας Εκιντζόγλου