Ήρθε ο καιρός να φτιάξουμε κρασί. Λυγούν οι κληματαριές σαν κορμιά, καρτερούν ώριμες του φθινοπώρου οι ώρες.
Απόψε μη κοιμηθείς.
Αργά με αναμμένους πυρσούς θα τραβήξουμε κατά τ’ αμπέλια να γεμίσουμε καλάθια πλεγμένα με λυγαριά.
Μη με ρωτάς αν η σελήνη φωτίσει τα βήματα, μη με ρωτάς. Μπορεί τούτο το μήνα να θυμηθεί πως έχασε το κόκκινο και ντροπιασμένη να κρυφτεί βαθιά μες τη νύχτα.
Εκεί θα κόψουμε αγκαλιές στα τυφλά γυρίζοντας δεκάδες κλειδιά μέχρι να ελευθερωθούν του σταφυλιού τα φυλακισμένα ξενύχτια.
Στα πόδια του σκιάχτρου ας θυσιάσουμε μερικά. Τόσα μερόνυχτα κουρελής χτυπούσε δυο χέρια ακίνητα, φρουρούσε με μάτια αδειανά, με δίχως φωνή μάλωνε τρομαγμένα πουλιά.
Κανείς, ποτέ δεν το ρώτησε τι θα πει μοναξιά.
Ας θυσιάσουμε μερικά.
Ξέπλυνε τα πόδια γυμνά στου σκοταδιού την πηγή κι έλα να χορέψουμε πάνω στα κομμένα κλειδιά. Να γεμίσουν χυμούς, να ανεβούν ως τα διπλωμένα μας όνειρα κι οι πόρτες ορθάνοιχτες να υποκλιθούν στα μεθυσμένα μας ακροδάχτυλα.
Κέρασε ένα «ώρα καλή» στα αποδημητικά που φτερουγίζουν στου ουρανού τα ψηλά, σταγόνες να κυλήσουν απ’ τα μάτια σα δάκρυα, να βάλουν σημάδι μη χάσουν το δρόμο του γυρισμού ορφανά.
Πριν έρθει -διψασμένος κλέφτης- το χάραμα ας δώσουμε και στη λησμονιά κρασί γλυκό, κρασί κόκκινο να ματώσει τ’ άχρωμα χείλη της, να ζαλιστεί γλυκά και γουλιά τη γουλιά ίσως ξεχάσει πως κρατά μπογιά κίτρινη, ίσως γλυτώσουν τα φύλλα.
Απόψε μη κοιμηθείς.
Λυγούν τα κορμιά από πεθυμιά να γεμίσουν τα χέρια της λυγαριάς με του τρυγητή τα κλειδιά.