Έχοντας δύο ωκεανούς να τους προστατεύουν, υπό τη στενή έννοια η ασφάλεια των ΗΠΑ απειλείτο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μόνο από τους σοβιετικούς διηπειρωτικούς πυρηνικούς πυραύλους. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η στρατιωτική αυτή απειλή απομακρύνθηκε τόσο πολύ που στην πράξη έπαψε σχεδόν να υφίσταται.
Μέσα στο νέο περιβάλλον ασφαλείας, η Ουάσινγκτον (και πίσω της η Ευρώπη) έθεσε στο στόχαστρό της αφενός την τρομοκρατία, αφετέρου τα κράτη που συνέχιζαν να τηρούν μία αντιδυτική στάση, τα περισσότερα εκ των οποίων κατηγορήθηκαν από τη Δύση ότι υποστήριζαν τρομοκράτες. Η πρακτική επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον ήταν αμερικανικοί επιλεκτικοί βομβαρδισμοί εναντίον χωρών της “μαύρης λίστας”, όπως κατά καιρούς ήταν το Σουδάν και η Λιβύη.
Επισήμως, στόχος των “χειρουργικών” αεροπορικών πληγμάτων ήταν η καταστροφή εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούσαν τρομοκράτες. Κατά κανόνα, όμως, επρόκειτο για πράξεις τιμωρίας, ειδικά στην περίπτωση του Ιράκ επί καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν. Το ίδιο νόημα είχε και η επιβολή διεθνών πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων στα λεγόμενα κράτη-παρίες.
Ασύμμετρος πόλεμος
Οι ΗΠΑ είχαν αρκετές φορές πριν το 2001, αλλά και πριν το 1990, υποστεί κλασικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Αμερικανοί διπλωμάτες και στρατιωτικοί είχαν σκοτωθεί σε ξένες χώρες από τοπικές οργανώσεις. Ακόμα και οι πιο αιματηρές από αυτές τις επιθέσεις, όμως, δεν είχαν ούτε τη διάσταση ούτε τις επιπτώσεις που θα επέτρεπαν να χαρακτηρισθούν πράξη ασύμμετρου πολέμου. Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 αποτελεί καμπή. Απέδειξε την καταλυτική σημασία της ασύμμετρης απειλής για την –υπό τη στενή έννοια– εθνική ασφάλεια της υπερδύναμης.
Η συνδυασμένη επίθεση εναντίον των Δίδυμων Πύργων και του Πενταγώνου ήταν κατεξοχήν ενέργεια ασύμμετρου πολέμου. Οι τρομοκράτες ήταν ουσιαστικά άοπλοι. Κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους πολιτικά αεροπλάνα και να τα μετατρέψουν στα πιο καταστροφικά όπλα. Και μάλιστα σε όπλα που δεν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν από τα υπερσύγχρονα αμυντικά συστήματα της μοναδικής τότε υπερδύναμης, επειδή ακριβώς υπήρχε το στοιχείο της επιχειρησιακής καινοτομίας.
Δεν επρόκειτο μόνο για έναν απλό αιφνιδιασμό ή για μία απλή τρομοκρατική ενέργεια. Ενυπήρχαν και τα δύο αυτά στοιχεία, αλλά η εν λόγω επίθεση τα υπερέβη. Ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους μίλησε εξαρχής για πόλεμο. Εννοούσε, βεβαίως, τον ασύμμετρο πόλεμο, ο οποίος δεν υπακούει σε κανόνες ή στο δίκαιο του πολέμου, ούτε έχει και πολλά κοινά με τις κλασικές στρατιωτικές συγκρούσεις.
Και επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου
Είναι αληθές ότι οι αρμόδιοι στην Ουάσινγκτον φοβούνταν μία μείζονος σημασίας τρομοκρατική επίθεση και είχαν εκπονήσει σχετικά σενάρια. Ουσιαστικά, όμως, πίστευαν ότι ακόμα και η μεγαλύτερη ενδεχόμενη επίθεση δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από ένα αιματηρό επεισόδιο, μία αμυχή στο σώμα της αμερικανικής κοινωνίας. Υπήρχαν, βεβαίως, και τα σενάρια που αφορούσαν το ενδεχόμενο τρομοκράτες να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά, χημικά ή βιολογικά όπλα εναντίον του πληθυσμού. Όλα αυτά, όμως, ήταν περισσότερο μία θεωρητική απειλή παρά ένας άμεσος κίνδυνος.
Το ποιοτικά νέο της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 δεν ήταν μόνο το πρωτοφανές μέγεθος του πλήγματος. Ήταν το γεγονός ότι η ισλαμική τρομοκρατία έπληξε την καρδιά της μοναδικής υπερδύναμης, με καταλυτικές συνέπειες στο πολιτικοψυχολογικό επίπεδο. Η Αλ Κάιντα έπληξε με επιτυχία δύο σύμβολα της αμερικανικής παντοδυναμίας. Οι δίδυμοι πύργοι του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου της Νέας Υόρκης δεν ήταν μόνο σύμβολο της μητρόπολης του διεθνούς καπιταλισμού. Ήταν σύμβολο και της αμερικανικής οικονομικής ισχύος. Το Πεντάγωνο δεν είναι απλώς ένα δημόσιο κτίριο. Είναι το κέντρο και το σύμβολο της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος.
Πέρα από τον γιγαντιαίο αριθμό των ανθρωπίνων θυμάτων και τις τεράστιες υλικές ζημιές, υπήρξε και το πλήγμα στο κύρος των HΠΑ. Η παντοδύναμη CIA και οι άλλες αμερικανικές και ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες με τα προηγμένα τεχνολογικά μέσα δεν κατάφεραν να αποτρέψουν ούτε τις αεροπειρατείες ούτε τις επιθέσεις αυτοκτονίας όταν τα πολιτικά αεροσκάφη άλλαξαν την προγραμματισμένη πορεία τους. Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 απέδειξε ότι ακόμα και τα τελειότερα συστήματα ασφαλείας δεν είναι σε θέση να εξουδετερώνουν πάντα και εγκαίρως τρομοκρατικές επιθέσεις, ειδικά όταν τις πραγματοποιούν άτομα που συνδυάζουν την επιχειρησιακή καινοτομία και την απόφαση να θυσιασθούν.
Η εισβολή της ανασφάλειας
Με την εν λόγω επίθεση, η ανασφάλεια εισέβαλε από τα προβληματικά σημεία της περιφέρειας του διεθνούς συστήματος στο κέντρο του, στην καρδιά των ΗΠΑ. Η βεβαιότητα που είχε εκθρέψει η ιστορία δύο αιώνων ότι το αμερικανικό έδαφος είναι απρόσβλητο (με την εξαίρεση ενός μη ορατού πυρηνικού πολέμου) από εχθρικές επιθέσεις υπέστη ρήγματα. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι η αντίληψη για την εθνική ασφάλεια που είχε διαμορφωθεί στον Ψυχρό Πόλεμο έχρηζε επαναπροσδιορισμού.
Όσο και αν επεκταθούν και ενταθούν τα μέτρα ασφαλείας, είναι πιθανόν κάποια στιγμή να προκύψει μία ρωγμή, μέσα από την οποία θα βρει δρόμο για να εκδηλωθεί μία επίθεση αυτοκτονίας. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι είναι περιττά τα μέτρα ασφαλείας. Σημαίνει απλώς ότι δεν εγγυώνται απόλυτη ασφάλεια. Ενώ είναι αναγκαία, δεν είναι και ικανή συνθήκη για την αποτροπή αυτού του είδους της τρομοκρατίας. Λόγω της ισλαμικής τρομοκρατίας, άλλωστε, ο φόβος έχει εγκατασταθεί στις δυτικές κοινωνίες.
Μετά από τρομοκρατική επίθεση σε κάποια δυτική πόλη, τα αστυνομικά μέτρα εντείνονται και η καθημερινότητα θυμίζει συνθήκες αεροδρομίου. Αναμφίβολα, η ασφάλεια είναι πρωταρχικό και ως εκ τούτου ύψιστο αγαθό. Θα ήταν κατάρα, όμως, η καθημερινότητα των πολιτών στη Δύση να εγκλωβισθεί σ’ έναν ασφυκτικό κορσέ. Ας σημειωθεί πως μία μερίδα των αρχουσών ελίτ θεώρησε την καταπολέμηση της τρομοκρατίας μία ευκαιρία για να επιβάλει χωρίς σοβαρές αντιστάσεις το μοντέλο μίας “πειθαρχημένης” κοινωνίας.
Ευτυχώς, όπως μας έδειξε η ίδια η ζωή, η καθημερινότητα σταδιακά επανέρχεται σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Σε νομοθετικό επίπεδο, ωστόσο, παραμένουν ρυθμίσεις οι οποίες υπονομεύουν τις ελευθερίες των πολιτών. Στο όνομα της ασφάλειας, γίνονται εκπτώσεις ακόμα και σε μέχρι τότε αυτονόητα δημοκρατικά δικαιώματα. Ειδικά στις ΗΠΑ, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 οι ελευθερίες συρρικνώθηκαν στον βωμό των σκοπιμοτήτων της ασφάλειας, οι οποίες συχνά διολισθαίνουν στην υπερβολή.
Πηγή: slpress.gr