Τα ρώτησε ποτέ κανείς εάν θέλουν να βαφτιστούν καταραμένοι τόποι, ευσεβής πόθος, τελευταία ανάσα κάποιων πεσόντων, λάφυρα.
Αν τα σπλάχνα τους λαχταρούν να ποτιστούν με όλων των ειδών τις ομάδες αίματος και να τα τρυπούν γεμίζοντας τα δηλητήριο σκουριασμένες σφαίρες.
Τα ρώτησε?
Μπορεί να θέλουν να είναι υπαίθριες πίστες για να χορεύουν ατίθασα πάνω τους παπαρούνες που κανένας δεν έσπειρε κι όμως εκείνες γεννήθηκαν φορώντας ρούχα κόκκινα.
Τα ρώτησε?
Μπορεί να θέλουν να είναι υπαίθριες πίστες για να χορεύουν ατίθασα πάνω τους παπαρούνες που κανένας δεν έσπειρε κι όμως εκείνες γεννήθηκαν φορώντας ρούχα κόκκινα.
Είναι πιθανό να χρειάζονται το τραχύ χέρι του αγρότη επειδή ξέρουν πως θα τα χαϊδέψει απαλά, θα τα χτενίσει κι ύστερα θα τους παραδώσει όλα του τα μυστικά για να τ΄ αναθρέψει το ζεστό χώμα.
Ίσως ακόμα και να φαντάζονται πολύβουη κίνηση, ουρανοξύστες, ανθρώπους ζωντανούς και βιαστικά κορναρίσματα.
Για σκέψου να ονειρεύονται τα κουτά πως είναι όμορφες χώρες, πόλεις, χωριά.
Μα γιατί κανείς ποτέ δε ρώτα?