Η Καστοριά , η πόλη μας είναι μια πραγματική αρχόντισσα,που κάθεται στον θρόνο της και καθρεφτίζεται στα ήρεμα νερά της λίμνης της, εκατοντάδες χρόνια τώρα, σαγηνεύοντας τους αιώνιους κατοίκους της που γύριζαν όλον τον κόσμο μα πάντα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
Οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της Καστοριάς είναι μια ιστορική αλήθεια.Σ αυτήν την όμορφη πόλη κανανγκαιρόστα δύσκολα μα και γλυκά χρόνια ,τότε που οι νοικοκυρές έπλεναν στην άκρη της λίμνης και αγνάντευαν τους ψαράδες που επέστρεφαν στις αυγατές ,για να ομορφύνουν την ζωή τους, δημιουργούσαν ευκαιρίες για να γιορτάσουν , να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Ήταν ανάγκη ψυχική καθώς ο χειμώνας και η ξενιτειά πάγωναν την ψυχή τους. Στην θαλπωρή του καστοριανού αρχοντικού στο Δοξάτο, εκεί έφτιαχναν τις βεγγέρες,μια γιορτή όπου,αντάμωναν συγγενείς,γνωστοί και φίλοι έδειχναν την εκτίμηση και την αγάπη τους ο ένας στον άλλον και κρατούσαν σφιχτά τον συγγενικό και φιλικό δεσμό.Για να μην αστοχιούνται ,όπως έλεγαν τότε.
Οι Βεγγέρες ήταν μικρές συνάξεις κοντινών συγγενών και φίλων για φαΐ και γλέντι στα σπίτια, στα αρχοντικά που τις πιο πολλές φορές είχαν και ειδική διαρρύθμιση από την κατασκευή τους για τέτοιου είδους συνευρέσεις, Ακόμη και χώρο για ορχήστρα είχαν προβλέψει σε αρκετές σάλες Αρχοντικών.Το καστοριανό σπίτι στολίζονταν κι αυτό τις γιορτινές ημέρες με τα καλά στρωσίδια, με τις κολλαριστές λεμαρές-δαντέλες στους μπερντέδες και στα κατάσπρα πανιά ,με τα ασπρισμένα φρύδια στην φρεσκοπλυμένη αυλή.
Το κελλάρι του σπιτιού άλλαζεν όψη,γινόταν το πιο πλούσιο μπαρ . Δίσκοι με ποτήρια κρασί ,ρακί σαρμάδες,τηγανιές,λουκάνικα,σαλτσούνια ,ξεροί καρποί,φρούταμπιμπλιά,αλλά και τοπικά γλυκά όπως τραχανόπιτα ,μπακλαϊσάλιαροικαιισλί ,όλα ήταν έτοιμα για την βεγγέρα.Οι οικοδεσπότες με χαμόγελο και καλοσύνη υποδεχόταν τους προσκεκλημένους που σιγά σιγά κατέφταναν
Στον μπάσικάθονταν η μαμμάνα, η γιαγιά του σπιτιού με το κουραζένιο της φουστάνι , με το κοντέσι το κεντημένο και την μεταξένια μπροστέλλα,τα γιορντάνια το κόκκινο φεσάκι της , τον πλούσιο τζιουμπέ και πάντα με το χαμόγελο της αγάπης στα χείλη. Ήταν αυτή που συντηρούσε στη ζεστή καρδιά της τις πανάρχαιες συνήθειες που τις είχε κληρονομήσει από την δική της μαμάνα και τις κρατούσε σαν ιερή παρακαταθήκη. Συντρόφισσα μεγάλη και καθοδηγήτραήταν πάντα κοντά στην νεοφερμένη νύφη της ,την νιόπαντρη πρωτομάνα, που την συμβούλευε μα και πολλές φορές την μάλωνε. Κι ο πάππος ,διπλοπόδι, στρώνονταν στην αγαπημένη του κόχη ,δίπλα στο τζάκι, και διηγούνταν το παραμύθι του τσιμτσιράκου στα εγγόνια του. Αφού συγκεντρωνόταν όλοι,η γιορτή ξεκινούσε με την οικοδέσποινα να κερνά το καρυδάτο ή κυδωνάτο γλυκό του κουταλιού για να δώσουν όλοι με γλυκό στόμα τις πρώτες ευχές.Το πρώτο τραγούδι της βραδιάς ακουγόταν από τους οικοδεσπότες που ήταν το τραγουδιστό καλωσόρισμα «Φίλοι καλωσορίσατε χίλιοι και δυό χιλιάδες», ενώ απαντούσαν οι προσκεκλημένοι «Εμείς εδώ δεν ήλθαμε να φάμε και να πιούμε μόνον για την αγάπη σας και να σας ευχηθούμε» και με το τραγούδι των ευχών άναβε η όρεξη για γλέντι. Μετά από λίγο ακολουθούσαν οι μεζέδες που την εποχή εκείνη ήταν χοιρινές τηγανιές, λουκάνικα σπιτικά σαλτσούνιακαθώς και καρτσανιστές Καστοριανές αρμιόπιτες η κρεατόπιτες.
Ο μεγαλύτερος της παρέας άρχιζε συνήθως με ένα αργόεπιτραπέζιο «Σαράντα πέντε Κυριακές κι εξήντα δυο Δευτέρες δεν είδα την αγάπη μου,δεν είδα την καλή μου>>Η νοικοκυρά του σπιτιού στο πόδι όλη την ώρα να κερνά με σειρά ότι υπήρχε στο σπίτι. Απαραίτητα ήταν και τα φρούτα εποχής, μήλα, κάστανα, καρύδια, αλλά και αμύγδαλα, φουντούκια, μα εκείνο που όλοι περίμεναν με περιέργεια για να δουν αν πέτυχε η συνταγή , ήταν το κόκκινο κρασί για να ζεστάνει ακόμα περισσότερο τη συντροφιά και να συνεχιστεί το τραγούδι. Σε λίγο ο πιο εύθυμος της παρέας άρχιζε ένα πιο γρήγορο σκοπό τραγουδώντας «Στις 15 του Μαϊου καλέ μια Παρασκευή πρωί,της έχουν έρθει της κύραΝούλας καλέ ,τα μαντάτα με γραφή».Όλο αυτό το γενικό ξεσήκωμα είχε πολλή γραφικότητα, μια συγκινητική ομορφιά,είχε χαρακοπιά, πολλή χαρακοπιά!!! Ήταν ευλογημένα εκείνα τα χρόνια .!!! Οι παλιοί καστοριανοί ,συνήθιζαν την ώρα που ήταν καθισμένοι σταυροπόδι μπρός στο τεζγιάχι και δούλευαν τις γούνες να αυτοσχεδιάζουν τραγούδια για τα καπρίτσια των γυναικών.Πώς να ξεχάσουμε την Νέτα του Φασούλα και την Πηνελόπη Καρανά ,που σε κάθε γλέντι και σε κάθε χαρά ,κάμνουν την χαριτωμένη τους εμφάνιση. Απαραίτητο τραγούδι της καστοριανής βεγγέρας όμως ήταν και η Εβραιοπούλα «΄Ενα Σαββάτο βράδυ ντα βάιβάι μια Κυριακή πρωί βγήκα να σεργιανίσω στο Εβραίικο το τσαρσί» και αν κατά τύχη το σπίτι που γινόταν η Βεγγέρα ήταν κοντά στον Εβραίικο μαχαλά, τότε το τραγουδούσαν ακόμη πιο δυνατά για να ακούνε οι Εβραιοπούλες.
Το κορίτσι της Καστοριάς βλασταίνει κι ωριμάζει για της παντρειάς το πεπρωμένο.Δεν πρόφταινε να πατήσει τα 17 ή τα 19 κι άρχιζαν τα προξενιά. Την έβλεπε ο γαμπρός και έστελνε σημάδι, με τον προξενητή ο οποίος γύριζε στην πόλη μ ένα μαντήλι μεταξωτό ριγμένο στον ώμο του.Με το λέγε-λέγε ο προξενητής κατάφερνε να πάρει τον λόγο του πατέρα και για να πείσουν την κοπέλα να παντρευτεί τόσο μικρή της τραγουδούσαν το <Αθηνά μωρ Αθηνά παντρέψου τώρα που είσαι νιά>.Από τα τραγούδια που ακουγόταν συχνά ήταν το «Εμένα η μάνα μου με είχε χαδιάρα και κανακάρα» και άλλα από την καθημερινή ζωή της Καστοριάς,καθώς και τραγούδια για τα αγαπημένα τους πρόσωπα που ήταν ξενιτεμένα.Κι η ξενιτειά για την καστοριανή ήταν βάσανο και πίκρα,καθώς η επικοινωνία γινόταν με γράμματα που έκαναν μήνα να φθάσουν στο σπίτι.Την ξενιτειά,την ορφάνια, την πίκρα και την αγάπη . Τα τέσσερα τα ζύγιασαν ,βαρύτερα είν τα ξένα .!!!
Αν όμως το σπίτι είχε ερχόματαδηλ.αν μόλις είχε έρθει ο ξενιτεμένος τότε το κέφι κρατούσε ως το πρωί.
Καθώς γλυκοχάραζε και μέσα στη μέθεξη του γλεντιού και του κρασιού, κάποιοι αποκοιμιόταν στρώνοντας καταής στη σάλα του σπιτιού. Και το ρεπερτόριο των τραγουδιών προσαρμόζονταν ανάλογα, έξω στις αυλές όπου τραγουδούσαν «κίνησαν τα καράβια τα καστοριανά ».
Η Βεγγέρα σιγά σιγά εξελίχθηκε. Μετά την απελευθέρωση της πόλης μας το 1912 η ζωή άλλαξε σιγά σιγά. Οι κυρίες φορέσαν τα ευρωπαϊκά ή τα αμερικάνικα ρούχα, βγάλαν τα μαντήλια και χτένισαν τα μαλλιά τους . Ακούστηκαν καινούργια τραγούδια στο γραμμόφωνο όπως του Αττίκ και του Χατζηαποστόλου. Η βεγγέρα αλλάζει όνομα και λέγεται <<βραδυνό>> όπως και το πρεμεντί που το λένε <<Απογευματινό>>. Οι νέες κοπέλες συνοδευόμενες όχι απαραίτητα από τους γονείς αλλά από τον αδερφό τους,πάνε στα βραδυνάκι εκεί γίνονται οι πρώτες γνωριμίες και τα πρώτα γλυκοκοιτάγματα.Για αρκετά χρόνια έπαψε να ακούγεται ο όρος βεγγέρα καθώς επικράτησε το βραδυνό ώσπου ο Προοδευτικός Σύλλογος Κυριών Καστοριάς το 1970 αναβίωσε το έθιμο, στο πνευματικό κέντρο και αργότερα στα ξενοδοχεία της πόλης μας, σαν μια όμορφη χειμωνιάτικη χοροεσπερίδα με παραδοσιακά εδέσματα χορό και κρασί .
Θα ήθελα να σας προτρέψω να κρατήσετε στην ψυχή σας ένα μικρό κομμάτι από την Λαϊκή μας παράδοση. Διαβάστε ένα βράδυ το βιβλίο <<Καστοριά πατρίδα μου>> της λαογράφου μας Ιφιγένειας Διδασκάλου και ονειρευτείτε την ζωή των προπάπων μας.Βγάλτε από τα σεντούκια τις δαντέλες και τα υφαντά και στρώστε τα. Θα ακούσετε να σας μιλούν για τα πρεμεντιά και τις βεγγέρες των γιαγγιάδων μας .Ο μεγαλύτερος της οικογένειας ας ξεκινήσει ένα καστοριανό παραδοσιακό τραγούδι και θα ακολουθήσουν και τα παιδιά. Ετσι μόνο θα θυμόμαστε την καναγκιουρίσια Καστοριά .!! Και κάτι τελευταίο : <<Αυτήν την πατροπαράδοτη αρχοντιά στους τρόπους και στο φέρσιμο ας συνεχίσουμε να την κρατάμε και να την μεταδώσουμε και στα παιδιά μας>>.Σας ευχαριστώ πολύ.