Το θέμα της αναγνώρισης των πτυχίων που προσφέρουν τα ιδιωτικά κολέγια ως ισότιμα, με αυτά των συμβατικών ελληνικών πανεπιστημίων, είναι ένα θέμα
Της Ελένης Κωστοπούλου
, το οποίο, δίχασε το ελληνικό κοινοβούλιο αλλά και την ελληνική κοινωνία. Η ψήφιση του συγκεκριμένου άρθρου πυροδότησε και θα πυροδοτήσει πολλές συζητήσεις, σε όλο το φάσμα της ελληνικής επικράτειας, αφού, η εκπαίδευση και δη η τριτοβάθμια, απασχόλησε και απασχολεί την κάθε οικογένεια που έχει παιδιά.
Ως πρώτη σκέψη που οφείλουμε να κάνουμε, είναι το γιατί κάποιος να πάρει ένα πτυχίο, από πού να το πάρει, πού θα το χρησιμοποιήσει και αν τον ενδιαφέρει η γνώση αυτή καθεαυτή ή ένα χαρτί που θα τον οδηγήσει σε μία καλή επαγγελματική εξέλιξη.
Τα παραπάνω ερωτήματα απασχολούν γονείς – μαθητές – εκπαιδευτικούς -επιχειρήσεις και εκπαιδευτικούς φορείς. Αν σταθούμε, στο ερώτημα, του γιατί να πάρουμε ενα πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι περισσότεροι, θα απαντούσαν ότι, θέλουμε να μπούμε σε μία μόνιμη εργασία με καλές απολαβές και ποιοτικό περιβάλλον εργασίας. Το παραπάνω όμως, καθημερινά αποδεικνύεται μύθος, επειδή, ένα πτυχίο δε σημαίνει απαραίτητα εύρεση εργασίας, είτε γιατί δε σχετίζεται γνωσιακά με το προφίλ της συγκεκριμένης εργασίας, είτε γιατί τα κριτήρια επιλογής μιας επιχείρησης – οργανισμού, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα έχουν να κάνουν με εξιδικευμένες γνώσεις και όχι με την κατοχή πτυχίου. Τα ιδιωτικά κολέγια ισχυρίζονται ότι, προσφέρουν αυτή τη γνώση και παράγουν αποφοίτους με υψηλή εξειδίκευση, ικανούς ν’ ανταπεξέρθουν στις πραγματικές απαιτήσεις της προσφοράς εργασίας. Τα δημόσια πανεπιστήμια αντιτάσσονται, σ’ αυτό, ισχυριζόμενα ότι, η γνώση που δίνουν τα ιδιωτικά κολέγια είναι πληρωμένη και τα παιδιά των κολεγίων, χάρη στα υψηλά εισοδήματα των γονέων τους, αποκτούν ένα πτυχίο χωρίς ουσιαστικές γνώσεις.
Αν κάποιος, αναζητήσει την αλήθεια, στο τι πραγματικά συμβαίνει, δεν θα τη βρεί ποτέ. Άξια παιδιά, υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, όπως και παιδιά, τα οποία, δεν θα έπρεπε να διαβούν το κατώφλι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, διότι, είναι ικανά για επαγγελματικούς προορισμούς, που δεν απαιτούν την κατοχή ενός πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Στα παραπάνω, η λέξη, η οποία, πρέπει να έρχεται στο μυαλό των πάσης φύσεως ιθυνόντων, είναι η αξιολόγηση. Σε ιδανικές συνθήκες, θα μπορούσε να αξιολογηθεί ο κάθε μαθητής, όποιος, φοιτά είτε σε ιδιωτικό είτε σε δημόσιο σχολείο, κατά το γερμανικό μοντέλο, όπου, ο επαγγελματικός προσανατολισμός πραγματοποιείται από πολύ μικρή ηλικία. Σε ό, τι αφορά, την ίδια την αξιολόγηση, πέραν των γραπτών εξετάσεων , μπορούν να θεσπιστούν συμπληρωματικά προφορικές εξετάσεις- συζητήσεις – συνεντεύξεις με αξιολογητές, υψηλού επιστημονικού κύρους που υπάρχουν στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εκ των οποίων, είναι και άνεργοι. Σε ό,τι αφορά, την αξιολόγηση των ιδρυμάτων, αυτή, πρέπει να γίνεται συνεχώς και με κύριο γνώμονα την σύνδεση και τη σχετικότητα με την αγορά εργασίας. Καλό είναι να υπάρχουν διαρκείς εσωτερικές εκτιμήσεις, χωρίς σκοπιμότητες, οι οποίες, θα στοχεύουν στην αυτοβελτίωση και στην ορθή λειτουργία των ιδρυμάτων αυτών. Σε ό,τι αφορά, τους εκπαιδευτικούς, θα λέγαμε ότι, θα μπορούσε να αναπτυχθεί το μοντέλο του καλού εκαπιδευτικού ανά βαθμίδα, με κριτήρια κατά το αγγλικό πρότυπο, όπου, ο κάθε εκπαιδευτικός, θα πρέπει να γνωρίζει το τι σημαίνει να είναι καλός, μέτριος ή κακός. Βεβαίως, πρέπει να υπάρχει και η αυτοαξιολόγηση για τους εκπαιδευτικούς.
Τέλος, σε ό,τι αφορά, το εκπαιδευτικό υλικό, πρέπει να συνδέεται με την αγορά εργασίας, κατά το πρότυπο των επαγγελματικών λυκείων, χωρίς να υποβαθμίζεται η γενική παιδεία.
Είτε λοιπόν, κάποιος επιλέξει ένα δημόσιο πανεπιστήμιο για να φοιτήσει, είτε ιδιωτικό κολέγιο, προτεραιότητά του πρέπει να έχει την κατάκτηση της γνώσης και όχι ενός χαρτιού χωρίς ουσιαστική δύναμη. Εξάλλου, η γνώση είναι δύναμη.