-
Αρχική > Ελλάδα > 30 Ιανουαρίου 1923: Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών

30 Ιανουαρίου 1923: Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών

Η Συμβαση για την Ανταλλαγή Πληθυσμών, που επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, υπογράφτηκε στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923

, δηλαδή δύο μήνες μετά την έναρξη (20.11.1923) της Συνδιάσκεψης Ειρήνης, που κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, τερματίζοντας την εμπόλεμη κατάσταση που είχε συνταράξει την Ανατολή από το 1914 έως το 1922.

Σαν σήμερα, στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφεται στη Λωζάνη της Ελβετίας, η Σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μια “μαύρη” σελίδα ξεριζωμού του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και όχι μόνο.

Η Σύμβαση αυτή ήταν το ένα από τα δύο σκέλη της γνωστής Συνθήκης της Λωζάνης, ενώ αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για τις πολιτικές ισορροπίες και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε μια ιδιαίτερα σημαντική περίοδο για την χώρα.

Τι ακριβώς προέβλεπαν οι διατάξεις της και ποιες οι συνέπειες της στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, κοινωνίας αλλά και Ελληνισμού.

Η Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (τουρκικά: Mübadele) βασίστηκε στην θρησκευτικήταυτότητα, και περιελάμβανε τους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς πολίτες της Τουρκίας, και τους Μουσουλμάνουςπολίτες της Ελλάδας.

Ήταν υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεγάλης κλίμακας, ή αλλιώς, συμφωνημένη αμοιβαία εκτόπιση. Η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία που υπαγορευόταν από διακρατική σύμβαση.

Η Σύμβαση Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών υπογράφηκε στην Λοζάνη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923, έξι μήνες πριν να συνομολογηθεί η συνθήκη της Λωζάνης από εκπροσώπους των κυβερνήσεων του Βασιλείου της Ελλάδας και της Τουρκίας (της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης) και συγκεκριμένα εκ μέρους της Ελλάδας από τον Ε. Βενιζέλο.
Αφορούσε περίπου 2 εκατομμύρια άτομα (περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολίας, και 500.000 Μουσουλμάνους στην Ελλάδα), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έγιναν πρόσφυγες, χάνοντας de jure την υπηκοότητα της χώρας που άφηναν πίσω.

Το Άρθρο 2 της Συμβάσεως εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους «Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης», και τους «Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης». Επίσης από την ανταλλαγή εξαιρούταν, σύμφωνα με το Άρθρο 14 της Συνθήκης της Λοζάνης, οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου.

Σύμφωνα με υπολογισμούς, κατά το φθινόπωρο του 1922 είχαν φτάσει στην Ελλάδα περίπου 900.000 Ορθόδοξοι πρόσφυγες (μεταξύ των οποίων 50.000 Αρμένιοι).

Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η ανταλλαγή των πληθυσμών, αν και μπερδεμένη και επικίνδυνη κατάσταση για πολλούς, πραγματοποιήθηκε σχετικά γρήγορα από επιβλέποντες που τύγχαναν σεβασμού.

Αν ο σκοπός της ανταλλαγής ήταν η εθνικό-κρατική ομοιογένεια, τότε αυτή όντως είχε επιτευχτεί και από τις δύο πλευρές. Για παράδειγμα, το 1906 πάνω από το 80% του πληθυσμού της σημερινής Τουρκίας ήταν Μουσουλμάνοι. Μέχρι το 1927, μόνο το 2,6% ήταν μη-Μουσουλμάνο.δημιουργήσει έναν νέο οδικό χάρτη εκτοπισμένων ατόμων του Πρώτου Παγκοσμίου.

Σε μικρότερη κλίμακα η ιστορία είχε δει, για παράδειγμα, την Ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή πληθυσμών του 1919. Λόγω της ομόφωνης απόφασης από τις δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης, την Ελλάδα και την Τουρκία, ότι η προστασία των μειονοτήτων, όσον αφορούσε την εξέλιξη της έννοιας αυτής στην Ευρώπη, δεν θα αρκούσε για την καλυτέρευση των εντάσεων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο, η ανταλλαγή πληθυσμών ήταν η μόνη βιώσιμη λύση
.
Σύμφωνα με αντιπροσώπους από την Άγκυρα, η «καλυτέρευση της κατάστασης πολλών μειονοτήτων στην Τουρκία εξαρτιόταν πάνω απ’ όλα στον αποκλεισμό κάθε ξένης παρέμβασης και της πιθανότητας πρόκλησης έξωθεν».

Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί πιο αποτελεσματικά με μια ανταλλαγή, και «οι καλύτερες εγγυήσεις για την ασφάλεια και την ανάπτυξη των μειονοτήτων που θα παρέμεναν μετά την ανταλλαγή θα ήταν εκείνες που θα παρείχαν οι νόμοι του κράτους, και η φιλελεύθερη πολιτική της Τουρκίας απέναντι σε όλους της κοινότητες, τα μέλη των οποίων δεν θα παρέκλιναν από τις υποχρεώσεις τους ως Τούρκοι πολίτες». Μια ανταλλαγή θα ήταν επίσης χρήσιμη σαν απάντηση στην βία στα Βαλκάνια.

Υπήρχαν σε κάθε περίπτωση, «πάνω από ένα εκατομμύρια Τούρκοι χωρίς τροφή και καταφύγιο σε χώρες όπου ούτε η Ευρώπη, ούτε η Αμερική είχαν ή επρόκειτο να αποκτήσουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον».

Η συμφωνία υποσχόταν ότι η περιουσία των μεταναστών θα διαφυλασσόταν, και ότι αυτοί θα μπορούσαν να μεταφέρουν ελεύθερα μαζί τους την όποια κινητή τους περιουσία. Απαιτούνταν επίσης η περιουσία που δεν θα μετακινούνταν να καταγραφεί σε καταλόγους, οι οποίες θα υποβαλλόταν και στις δύο κυβερνήσεις για τη φροντίδα των μελλοντικών αποζημιώσεων.

Μετά τη σύσταση επιτροπής που θα ασχολούταν με την το ζήτημα της περιουσίας, κινητής και ακίνητης, αυτή η επιτροπή θα αποφάσιζε για το ποσό της αποζημίωσης που θα ελάμβαναν η δικαιούχοι για την ακίνητη περιουσία τους (σπίτια, αυτοκίνητα, γη κ. τ. λ.).

Δινόταν επίσης η υπόσχεση ότι οι πρόσφυγες στον νέο τους τόπο εγκατάστασης, θα ελάμβαναν υπάρχοντα ίσης αξίας με αυτά που άφηναν πίσω. Η Ελλάδα και η Τουρκία θα υπολόγιζαν τα συνολικό μέγεθος των περιουσιών των προσφύγων, και η χώρα με τη διαφορά υπέρ της, θα απέδιδε αυτήν (τη διαφορά) στην άλλη χώρα.

Όλη η περιουσία που θα έμενε στην Ελλάδα θα ανήκε στο ελληνικό κράτος, και όλη η περιουσία που θα έμενε στην Τουρκία, θα ανήκε στο τουρκικό κράτος. Λόγω της διαφορετικής φύσης των πληθυσμών, η περιουσία που άφησαν πίσω η ελληνική οικονομική ελίτ της Ανατολίας, ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που άφησαν πίσω οι Μουσουλμάνοι γεωργοί στην Ελλάδα.

Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων δεν είχε κάποιο χρήσιμο πλάνο για την επανεγκατάσταση των προσφύγων. Έχοντας έρθει στην Ελλάδα για την εγκατάσταση των προσφύγων, η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα στατιστικό στοιχείο ούτε για τον αριθμό των προσφύγων, ούτε για τον αριθμό τον προς διάθεση εκτάσεων.

Μέχρι την άφιξή της, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη εγκαταστήσει προσωρινώς 72.581 αγροτικές οικογένειες, σχεδόν αποκλειστικά στην Μακεδονία, όπου τα σπίτια που άφησαν πίσω οι μουσουλμάνοι, καθώς και η γόνιμη γη, καθιστούσε την εγκατάστασή τους πρακτική και ευοίωνη.

Στην Τουρκία, οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις από το χριστιανικό πληθυσμό, είχαν προκαλέσει πολλές λεηλασίες από μετανάστες, πριν την μεγάλη εισροή των μεταναστών της ανταλλαγής των πληθυσμών.

Στην Ελλάδα, η άφιξη των προσφύγων ‘έσπασε’ την κυριαρχία της μοναρχίας και των παλιών πολιτικών σε σχέση με τους Δημοκρατικούς. Στις εκλογές του 1920 οι περισσότεροι από τους νεοφερμένους υποστήριξαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Τα χρόνια μετά τη Καταστροφή ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανάγκασε τους πολυάριθμους Μικρασιάτες πρόσφυγες, στην πλειοψηφία τους αγρότες, να εγκατασταθούν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να δεινοπαθήσουν.

Αυτό το γεγονός εκτός άλλων έθεσε τα θεμέλια της ελληνικής αστυφιλίας, η οποία έγινε ιδιαίτερα έντονη κατά τα χρόνια του μεταπολέμου λόγω της καταστροφής της υπαίθρου.

Επιβιώνει μάλιστα μέχρι και τις μέρες μας, μιας και ένα ασυνήθιστα μεγάλο ποσοστό του συνολικού Ελληνικού πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Η μεγάλη φτώχεια και η εξαθλίωση που βίωσαν οι πρόσφυγες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους αναγκάστηκαν να ενσωματωθούν στις κατώτερες εργατικές τάξεις, τους οδήγησε σταδιακά να μεταθέσουν τη στήριξή τους προς το κομμουνιστικό Κόμμα συμβάλλοντας στην αυξανόμενη δύναμή του.

Μέχρι την έναρξη ισχύς της Συνθήκης, 1 Μαΐου 1923, το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνορθόδοξου πληθυσμού που ζούσε στα παράλια της Τουρκίας στο Αιγαίο είχε ήδη τραπεί σε φυγή. Η ανταλλαγή περιελάμβανε τους υπόλοιπους Έλληνες της κεντρικής Ανατολίας (Ελληνόφωνους και Τουρκόφωνους), τον Πόντο και το Καρς, ένα σύνολο περίπου 189.916 ατόμων. Από την άλλη, περιελάμβανε 354.647 Μουσουλμάνους

Η συμφωνία συνεπώς απλά ‘επικύρωσε’ αυτό που ήδη είχε συμβεί στους τουρκικούς και ελληνικούς πληθυσμούς[22]. Από τους 1.300.000 Έλληνες που αφορούσε η ανταλλαγή μόνο περίπου 150.000 εγκαταστάθηκαν με οργανωμένο τρόπο.

Η πλειονότητα είχε ήδη τραπεί σε φυγή, ακολουθώντας την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, μετά την ήττα του στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922, ενώ άλλοι είχαν εγκαταλείψει την Τουρκία από τις ακτές τις Σμύρνης. Η μονομερής μετανάστευση του ελληνικού πληθυσμού, μεταμορφώθηκε σε ανταλλαγή πληθυσμών με διεθνείς εγγυήσεις.

Στην Ελλάδα η ανταλλαγή περιλήφθηκε στα γεγονότα που γενικά ονομάστηκαν Μικρασιατική καταστροφή. Σημαντικές μετακινήσεις προσφύγων είχαν πραγματοποιηθεί μετά τους Βαλκανικούς, τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και τον Τουρκικό Πόλεμο Ανεξαρτησίας.

Αυτές περιελάμβαναν ανταλλαγές και απελάσεις περίπου 500.000 Μουσουλμάνων (κυρίως Ελληνόφωνων Μουσουλμάνων) από την Ελλάδα, και περίπου 1.500.000 Ελλήνων της Μικράς Ασίας, την Τουρκική Ανατολική Θράκη και τις Ποντιακές Άλπεις στην βορειοανατολική Ανατολία, καθώς και τους υπόλοιπους Έλληνες του Καυκάσου από την πρώην Ρωσική επαρχία του Καρς στον Νότιο Καύκασο, οι οποίοι δεν είχαν ήδη φύγει αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Σύμβαση επηρέασε ως εξής τους πληθυσμούς: σχεδόν όλοι οι Ελληνορθόδοξοι χριστιανοί της Μικράς Ασίας μαζί με Ελληνορθόδοξους πληθυσμούς από την κεντρική Ανατολία (Καππαδόκες), την περιοχή της Ιωνίας, τον Πόντο, την πρώην ρωσική επαρχία του Καρς, την Προύσα, την περιοχή της Βιθυνίας (π. χ. Νικομήδεια (Ιζμίτ), Χαλκηδόνα (Καντίκιοϊ)), την Ανατολική Θράκη και άλλες περιοχές, είτε απελάθηκαν είτε έχασαν επίσημα την ιθαγένειά τους από την Τουρκική επικράτεια.

Όλοι οι παραπάνω αριθμούσαν περίπου μισό εκατομμύριο και ήταν επιπλέον των Ελλήνων που είχαν απελαθεί πριν την υπογραφή της Σύμβασης. Περίπου 500.000 άτομα απελάθηκαν από την Ελλάδα, κυρίως Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, καθώς και άλλοι όπως Τούρκοι, Μουσουλμάνοι Ρομά, Πομάκοι, Τσάμηδες, Βλαχομογλενίτες, και Ντονμέ.

Μέχρι την Συνδιάσκεψη της Λωζάνης ο ελληνικός πληθυσμός είχε ήδη εγκαταλείψει την Ανατολία, με την εξαίρεση 200.000 Ελλήνων που παρέμειναν μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την περιοχή.Από την άλλη, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας, μη έχοντας αναμιχθεί στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο στην Ανατολία, είχε μείνει σχεδόν άθικτος.

Οι Τούρκοι και οι άλλοι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης είχαν εξαιρεθεί από την ανταλλαγή, όπως και οι Έλληνες της Κωνστανινούπολης, και της Ίμβρου και Τενέδου.

Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας των Ελλήνων που περιελάμβανε η ανταλλαγή, κατασχέθηκε από την Τουρκική κυβέρνηση ως “εγκαταλειμμένη” και συνεπώς ανήκουσα στο κράτος. Οι ιδιοκτησίες δημεύτηκαν αυθαίρετα κηρύσσοντας τους ιδιοκτήτες τους “φυγάδες” με απόφαση δικαστηρίου. Παραπέρα, κτηματική περιουσία πολλών Ελλήνων κηρύχτηκε «αζήτητη» με συνέπεια την διεκδίκησή της από το κράτος.

Κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας αυτής πουλήθηκε στην ονομαστική της αξία από την τουρκική κυβέρνηση. Υποεπιτροπές οι οποίες λειτουργούσαν στα πλαίσια της Επιτροπής για Εγκαταλειμμένες περιουσίες είχαν αναλάβει το έργο της ταυτοποίησης των ατόμων προς ανταλλαγή, προκειμένου να συνεχίσουν το έργο της πώλησης των ιδιοκτησιών.Σε αντίθεση, η τουρκική κοινότητα της Δυτικής Θράκης αυξήθηκε σε πάνω από 140.000.

Ο πληθυσμός της Κρήτης άλλαξε επίσης σημαντικά. Ελληνόφωνοι και Τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Κρήτης (Τουρκοκρήτες), μετακινήθηκαν κυρίως στην ακτή της Ανατολίας, αλλά επίσης και στην Συρία, Λίβανο και Αίγυπτο.

Κάποιοι από αυτούς αυτό-προσδιορίζονται έως και σήμερα ως ελληνικής εθνικής καταγωγής[εκκρεμεί παραπομπή]. Αντίστοιχα, Έλληνες από την Μικρά Ασία, κυρίως από την Σμύρνη, έφτασαν στην Κρήτη, φέρνοντας μαζί τους χαρακτηριστικές διαλέκτους, έθιμα και μαγειρική.

Πηγή:iellada.gr

Top
Enable Notifications OK No thanks