Τώρα το καζάνι βράζει κανονικά.
Η δεύτερη συγκέντρωση των γονέων θα γίνει, όπου θα υπογράψουν ποιος ξέρει τι-η πρόσκληση δε γράφει. Το Δημοτικό σιωπά, δεν κλήθηκε ο Δ/ντής του να μιλήσει σχετικά. Μόνο δυο δασκάλες ως γονείς παρευρίσκονται στις συνάξεις. Η γνώμη μας δε ζητήθηκε, μονάχα για το τι γνωρίζουμε για το θέμα ρωτήθηκε πριν από την 1η συγκέντρωση ο Δ/ντής από τον τοπικό Πρόεδρο. Παρεμπιπτόντως, μια παρέα γονέων του Νηπιαγωγείου με ρώτησε προσωπικά σχετικά με το θέμα κι ένας πατέρας χτες, καθόλου παρεμπιπτόντως, θέλησε να ακούσει τη γνώμη μου. Έκπληκτη που κάποιος ζήτησε τη δική μου γνώμη, του την είπα. Φυσικά κι οι δασκάλες μας ήθελαν να ξέρουν πώς σκεφτόμαστε. Και μάθαν κι αυτές.
Δε θα κάνουμε θέμα την παρουσία «εξωκοινοβουλευτικών» (όχι γονιών) στην 1η συνάντηση. Δικαίωμά τους να είναι παρόντες, δικαίωμα και των γονιών να τους δεχτούν. Δεν πέφτει λόγος σ’ εμάς γιατί τους δέχτηκαν. Μας πέφτει λόγος, όμως, γι’ αυτό καθαυτό το θέμα του ερχομού των προσφυγόπουλων στο Σχολείο μας-εδώ έχει άποψη το χωριό ολόκληρο και το συζητάει, εμείς να μη μιλήσουμε;
Βέβαια, ξέρουμε εκ των προτέρων πως η κατάθεση της άποψής μας θα συζητηθεί και θα κατηγορηθούμε. Έτσι όπως κατηγορήθηκε η μακαρίτισσα από χτες μεγάλη μας ποιήτρια Κική Δημουλά, όταν είπε ότι δεν είχε πια στη διάθεσή της το παγκάκι του πάρκου της γειτονιάς της, καθώς το χρησιμοποιούσαν μετανάστες. Βρήκε τον κακό μπελά της η γυναίκα, ούτε λίγο ούτε πολύ ρατσίστρια την θεώρησαν και την αδίκησαν κατάφωρα. Βλέπετε, στην Ελλάδα εύκολα αποκτάς ταμπέλα, δε χρειάζεται να ‘χουν τεκμήρια για να σε αποκαλέσουν όπως δεν είσαι και να σου εκτοξεύσουν λάσπη. Μια χαρά τόπος είναι το Διαδίκτυο κι η λάσπη ευδοκιμεί!
Σήμερα, όσοι ήμασταν στην εκκλησία, ακούσαμε το φοβερό Ευαγγέλιο της Κρίσεως. Εκεί ο Χριστός «υπόσχεται» πως, όταν έρθει η ώρα μας, θα μας πει, μεταξύ άλλων: «ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με»-αδύνατον να το προσπεράσουμε ειδικά σήμερα. Άρα; Εκτός αν το Ευαγγέλιο είναι μονάχα για να το ακούμε και να μην το εφαρμόζουμε, πράγμα που συνηθίζουμε οι περισσότεροι. Άρα;
Δυστυχώς, είναι δεκτές πολλές από τις επιφυλάξεις που διατυπώνουν οι συμπατριώτες μας: Πώς να μην είναι επηρεασμένοι από τις τρομοκρατικές επιθέσεις των φανατικών ισλαμιστών; Πώς να ξέρουμε ποιοι από τους πρόσφυγες είναι πραγματικά τέτοιο και ποιοι είναι παραβατικά στοιχεία που ευκαιρία βρίσκουν να μπουν στη χώρα μας; Πόσοι δεν είναι καν πρόσφυγες; Πώς να ησυχάσουμε όταν στην Ελλάδα ξέρουμε πως ουδέν μονιμότερον του προσωρινού; Πώς να ησυχάσουμε όταν φοβόμαστε πως, έτσι όπως πάμε, θα γίνουμε μειονότητα οι Έλληνες μέσα στην ίδια μας την Πατρίδα; Πώς να μην είμαστε καχύποπτοι όταν αναλογιζόμαστε τα ψέματα που μας έχουν πει οι ίδιοι οι πολιτικοί μας, εσκεμμένα ή αθέλητα; Πώς να μη φωνάξουμε όταν ξέρουμε πως στον τόπο μας δε δικαιώνεται αυτός που έχει δίκιο, αλλ’ αυτός που φωνάζει περισσότερο; Πώς να κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια όταν φοβόμαστε για το τι θα γίνει στη συνέχεια; Πώς γίνεται να είσαι άνθρωπος και να μη φοβάσαι το διαφορετικό που μπαίνει στη ζωή σου; Πώς; Πώς; Πώς;;;;
Είναι αλήθεια πως στην αρχή καμαρώσαμε οι περισσότεροι για τον φούρναρη που έψηνε καθημερινά ψωμί για να ταΐσει τους πρόσφυγες που έφταναν στα νησιά μας∙ πως χαρήκαμε για τη γιαγιά που τάιζε το μωρό τους με το μπιμπερό και την ψηφίσαμε ώστε να μπορέσει να πάρει το Νόμπελ Ειρήνης∙ και ποιος δεν ένιωσε περήφανος για τον παπα-Στρατή που τους φρόντιζε όλους μόλις κατέφταναν στο νησί του; Όμως, από την άλλη, ξέρουμε πως είμαστε σε παρακμή, αφού η κρίση δεν έχει περάσει, ακόμα τουλάχιστον. Άρα, θα ήταν τουλάχιστον μεγάλη αφέλεια να τους ανεβάσουμε στο πλοίο μας που δεν είναι βέβαιο ότι επιπλέει και θα τα καταφέρει. Βλέπουμε τα παιδιά μας να σκορπίζουν στους πέντε ανέμους κι εμείς μαζεύουμε τους ξένους που έρχονται εδώ, στον τόπο μας που ερημώνει ολοένα και περισσότερο.
Τα ερωτήματα αμείλικτα-θα ‘ταν αφελής όποιος τα αντιπαρέρχεται ελαφρά τη καρδία, εκτός κι αν εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα. Τα πράγματα είναι μοιρασμένα κι οι προβληματισμοί πολλοί. Αδίστακτος όποιος υποστηρίζει φανατικά τη μία άποψη, την όποια μία άποψη, χρησιμοποιώντας μάλιστα επιχειρήματα παραπλανητικά. Αδίστακτος κι όποιος υπερασπίζεται τους πρόσφυγες χωρίς να αφουγκράζεται τις αγωνίες των Ελλήνων γονέων, που, όπως είναι φυσικό, νοιάζονται πρώτα για τα δικά τους παιδιά.
Εδώ ακριβώς θα ‘πρεπε να θυμόμαστε τα λόγια του Χριστού «ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με» και να μην αδιαφορούμε παντελώς για τα δικά τους παιδιά. Και, μολονότι ξέρω πως η γνώμη η δική μου δεν μετράει (κι ας έχω εγγόνια για τα οποία νοιάζομαι), κάνω μια έκκληση: επειδή έχω ακούσει τόσα πολλά από την αρχή της σχολικής χρονιάς ως τώρα, παρακαλώ πολύ όλους να αφήσουμε κατά μέρος κάθε φανατισμό και κάθε ακρότητα. Προπαντός κάθε σκληρότητα.
Όλον αυτόν τον καιρό έχω ανατριχιάσει πάμπολλες φορές με τη σκληρότητα με την οποία μιλάνε άνθρωποι που δεν θα το περίμενες να ακούσεις από το στόμα τους τέτοια λόγια και μάλιστα ειπωμένα έτσι. Αν μας είναι αδύνατον, αν είναι πάνω από τις δυνατότητές μας, να γίνουμε αγάπη, τουλάχιστον ας μην είμαστε τείχη ψηλά φτιαγμένα από σπασμένα και κοφτερά γυαλιά! Και ας μιλάμε με επιχειρήματα που έχουν θεμέλια κι ας υπερασπιστούμε την ασφάλεια των παιδιών μας, ας προστατεύσουμε την Πατρίδα μας, αν απειλούμαστε στ’ αλήθεια. Κι ό,τι κι αν κάνουμε, ας το κάνουμε με νηφαλιότητα, χωρίς μίσος και φανατισμό. Ας το κάνουμε χωρίς να ξεχνάμε πως είμαστε άνθρωποι και άνθρωποι πρέπει να παραμείνουμε, ιδίως απέναντι στα παιδιά, που δε φταίνε σε τίποτε…Σόνια Ευθυμιάδου Παπασταύρου