Η καθυστερημένη άφιξη των πρώτων κρουσμάτων στη χώρα μας, που σημειώθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου, σε σχέση με τις χώρες που σήμερα πλήττονται περισσότερο, όπου τα πρώτα κρούσματα διαγνώστηκαν από τον Ιανουάριο ή αρχές Φεβρουαρίου ακόμη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η συνειδητοποίηση της επικινδυνότητας του ιού έγινε αργότερα και η λήψη μέτρων «κοινωνικής αποστασιοποίησης» ξεκίνησε, στην Ευρώπη τουλάχιστον, στα μέσα Μαρτίου, δεν επέτρεψε σε εμάς τη μεγάλη εξάπλωση που πρόλαβε να συμβεί εκεί, όπου επί περισσότερο από ένα μήνα, η πανδημία μεταδίδονταν ανεξέλεγκτη.

Εκείνο που είναι ενδιαφέρον στην περίπτωση της εξάπλωσης του κορωνοϊού στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Α. Ευρώπης, είναι ότι το συγκριτικό μας μειονέκτημα, η υστέρηση δηλαδή της οικονομικής μας ανάπτυξης, έγινε πλεονέκτημα και ασπίδα άμυνας που τελικά μας προστάτευσε από τις συνέπειες της πανδημίας.

Οι χαμηλοί δηλαδή ρυθμοί ανάπτυξης, η μικρή κινητικότητα του εμπορίου, των μεταφορών και του τουρισμού, ιδίως σε σχέση με τις Ασιατικές χώρες από όπου ξεκίνησε η πανδημία, η απουσία μεγάλων βιομηχανικών μονάδων με χιλιάδες εργαζόμενους όπου η μετάδοση του ιού μπορούσε να εύκολα να εκτραπεί, καθώς και η απουσία μεγάλων διεθνών αεροδρομίων, τα οποία αφενός είναι χώροι μεγάλης συγκέντρωσης και συνωστισμού και αφετέρου διαθέτουν συχνά δρομολόγια από και προς την Κίνα, τη Ν. Κορέα κλπ, ήταν οι παράγοντες που ευθύνονται για τον περιορισμό, στη δική μας περίπτωση, της μεγάλης εξάπλωσης της πανδημίας.

Ο ξαφνικός έρωτας για το δημόσιο σύστημα υγείας

Το δεύτερο καλό νέο για τη χώρα μας σε σχέση με την εξάπλωση του κορωνοϊού, έχει να κάνει με την ανατροπή στη στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη απέναντι στο δημόσιο σύστημα υγείας. Μια ανατροπή που συνέβη σε όλες τις κυβερνήσεις, σε όλον τον κόσμο, που ασπάζονται και ακολουθούν πιστά τις νεοφιλελεύθερες επιλογές.

Οι ιδεοληψίες του παρελθόντος περί αναποτελεσματικού και ζημιογόνου δημόσιου τομέα, που είναι βαρίδιο στην ανάπτυξη και γι’ αυτό πρέπει να συρρικνωθεί, εγκαταλείφθηκαν αμέσως μόλις άρχισαν οι πρώτοι ασθενείς να συσσωρεύονται στα δημόσια νοσοκομεία και μόλις τα υποψήφια θύματα του ιού άρχισαν να επισκέπτονται σωρηδόν και να κατακλύζουν τα εξωτερικά ιατρεία.

Όπως και οι ιδεοληψίες των νεοφιλελεύθερων περί ανάγκης ιδιωτικών επενδύσεων και ΣΔΙΤ στον τομέα της υγείας, που θα αντικαθιστούσαν το δημόσιο σύστημα υγείας, οι οποίες ξεχάστηκαν μόλις διαπιστώθηκε η πραγματικότητα για το ρόλο που διαδραματίζουν τα δημόσια νοσοκομεία στη μαζική υγειονομική, ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα όσων το έχουν ανάγκη. Οι ιδεοληψίες αυτές, οι οποίες ξεχάστηκαν μετά την εξάπλωση του κορωνοϊού, πρόλαβαν πάντως και καταγράφηκαν στον πρώτο προϋπολογισμό που κατέθεσε η ΝΔ ως κυβέρνηση, είτε με τη μορφή της μείωσης των δημόσιων επενδύσεων, είτε με τη μορφή της μείωσης των δαπανών για τη δημόσια υγεία, είτε και με τη μορφή της περικοπής των προγραμματισμένων, από την προηγούμενη κυβέρνηση, προσλήψεων ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.

Η κυβέρνηση, αντιγράφοντας τους ομοϊδεάτες της σε όλον τον κόσμο, άρχισε, δειλά βέβαια, αλλά πάντως άρχισε, να ενισχύει τα δημόσια νοσοκομεία, καλύπτοντας όπως – όπως, είναι αλήθεια, τα κενά στο προσωπικό με προκηρύξεις νέων θέσεων εργασίας και στον εξοπλισμό με προμήθειες φαρμακευτικών, ιατρικών και νοσηλευτικών υλικών και οργάνων, καθώς και επιτάσσοντας, με διπλάσιο κόστος από ό,τι μέχρι πρότινος για το δημόσιο βέβαια, αλλά πάντως επιτάσσοντας, κλίνες ΜΕΘ από ιδιωτικά και στρατιωτικά νοσηλευτήρια.

Η κρυφή γοητεία του κρατικού προστατευτισμού

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το τρίτο καλό νέο που έφερε η απειλή του κορωνοϊού, που δεν είναι άλλο από την εκ νέου ανακάλυψη της γοητείας που ασκεί, σε δύσκολες συνθήκες για την οικονομία, ο κρατικός προστατευτισμός, ακόμη και σε όσους είναι χρόνια ερωτευμένοι με και πιστά αφοσιωμένοι στην αυτορρυθμιζόμενη αγορά.

Έστω και δειλά, έστω και αμήχανα, η κυβέρνηση της ΝΔ, ακολουθώντας δειλά και σε πολύ μικρότερο βαθμό, αλλά πάντως ακολουθώντας τις γενναίες, είναι αλήθεια, πρωτοβουλίες των ομοϊδεατών της στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ανακοίνωσε μέτρα στήριξης της οικονομίας. Κατήργησαν λοιπόν από μόνοι τους την πολυδιαφημισμένη δυνατότητα της ελεύθερης αγοράς να ρυθμίζεται από μόνη της και διέπραξαν και οι ίδιοι το προπατορικό αμάρτημα του κρατικού παρεμβατισμού, για το οποίο μέχρι χτες κατηγορούσαν την Αριστερά και τους σοσιαλιστές.

Ισχυρό πλεονέκτημα η συναίνεση Τσίπρα

Ένα από τα ισχυρά χαρτιά της χώρας στην προσπάθεια καταπολέμησης της πανδημίας του κορωνοϊού και των συνεπειών της όχι μόνο στη ζωή και την υγεία των πολιτών, αλλά και στην οικονομία, είναι η ασυνήθιστη, για τα ελληνικά πολιτικά ήθη, συναίνεση και οι ήπιοι τόνοι με τους οποίους η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετωπίζουν την κυβέρνηση.

Μια αντιπολιτευτική τακτική σε μια δύσκολη ώρα για τη χώρα που φανερώνουν υψηλό αίσθημα ευθύνης από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, που καμία σχέση δεν έχει με τη στάση της σημερινής κυβέρνησης όταν εκείνη βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, οπότε προσπαθούσε διαρκώς όχι να συμβάλει στην αντιμετώπιση των δύσκολων προβλημάτων που αντιμετώπιζε η τότε κυβέρνηση, όπως στην καταστροφή στο Μάτι, αλλά αντίθετα, να εκμεταλλευτεί πολιτικά τη συμφορά βάζοντας εμπόδια και καταγγέλλοντας την τότε κυβέρνηση ως μοναδική υπεύθυνη.

Η στάση ευθύνης της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πλεονέκτημα στην προσπάθεια της χώρας να αντιμετωπίσει την πανδημία όχι μόνο γιατί αφήνει το περιθώριο στην κυβέρνηση, σε συνθήκες ήπιου πολιτικού κλίματος, να λάβει και να εφαρμόσει τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα που υποδεικνύουν οι επιστήμονες. Αλλά ακόμη και γιατί υποβάλλοντας εποικοδομητικές προτάσεις για την αντιμετώπιση της επερχόμενης ύφεσης της οικονομίας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση της κρίσης, σε συνθήκες πολιτικής συναίνεσης και συμφωνίας.

Όπως τέλος μεγάλο πλεονέκτημα για την οικονομία αποδεικνύεται το λεγόμενο «μαξιλάρι» των 35 εκ. Ευρώ που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση ως παρακαταθήκη στη σημερινή, για την αντιμετώπιση έκτακτων και δυσχερών καταστάσεων, όπως η σημερινή.

Τα μειονεκτήματα της υποκαταγραφής της εξάπλωσης της νόσου

Και τώρα τα κακά νέα: Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης εξ αρχής απέναντι στην πανδημία, σε αντίθεση με τις σαφείς οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ήταν να διεξάγει τα λιγότερα δυνατά διαγνωστικά τεστ, έτσι ώστε να δώσει το περιθώριο στο περιορισμένου δυναμικού σύστημα υγείας της χώρας, να μπορέσει να ανταποκριθεί.

Έκανε δηλαδή η κυβέρνηση την κρίσιμη επιλογή, αντί να ενισχύσει άμεσα και με γενναία μέτρα το σύστημα υγείας, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στην αυξημένη ανάγκη, να κινηθεί μονόπλευρα και να περιορίσει δραστικά τις πιέσεις προς αυτό, έστω και δημιουργώντας τεχνητή υποεκτίμηση της ανάγκης για νοσηλεία, μέσα από τον περιορισμό των διαγνωστικών ελέγχων.

Ακολούθησε δηλαδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη μια πολιτική τεχνητής μείωσης της ζήτησης και όχι αύξησης της προσφοράς των ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών.

Υποεκτιμώντας λοιπόν η κυβέρνηση σοβαρά, μέχρι 10 φορές εκτίμησε ο καθηγητής Τσιόδρας, μέχρι 50 ο πρώην υπουργός Πολάκης, τον πραγματικό αριθμό των κρουσμάτων και προτρέποντας όσους δεν έχουν σοβαρά συμπτώματα να παραμένουν στο σπίτι χωρίς διάγνωση και χωρίς φροντίδα, κατάφερε να περιορίσει σημαντικά την πίεση που θα δέχονταν τα νοσοκομεία από όλους όσοι θα διαγιγνώσκονταν θετικοί στον ιό και θα κατέφευγαν στα νοσοκομεία.

Η πολιτική αυτή επέτρεψε να γίνουν περιορισμένες, μόνο, προσλήψεις επικουρικού κυρίως προσωπικού και να χρησιμοποιηθούν προσωρινά γιατροί από τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να καλυφθούν τα μόνιμα κενά μέσω των ήδη προγραμματισμένων από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και αναγκαίων για τη βιωσιμότητα του συστήματος, προσλήψεων.

Κι ακόμη, η κυβέρνηση έμεινε στην περιορισμένου δυναμικού επίταξη κλινών από ιδιωτικά νοσηλευτήρια, σε διπλάσιες τιμές από ό,τι ίσχυε μέχρι τώρα, χωρίς όμως να προχωρήσει σε αυτό που έκαναν οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, να ενισχύσουν δηλαδή σημαντικά το δυναμικό των νοσοκομείων σε κλίνες, στήνοντας προσωρινά νοσηλευτήρια σε δημόσιου χώρους.

Η πολιτική της υποκαταγραφής της εξάπλωσης του ιού βοήθησε βέβαια, μέχρι τώρα τουλάχιστον, τα δημόσια νοσοκομεία να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις πιέσεις. Είχε όμως ένα κόστος που η πολύ καλή επικοινωνία και η προστασία που παρέχουν τα φιλικά με την κυβέρνηση ΜΜΕ, δεν επέτρεψε να γίνει ευρύτερα  γνωστό.

Η αποτρεπτική προτροπή σε όσους ζητούν βοήθεια να μην επισκέπτονται τα νοσοκομεία και η παραίνεση να παραμείνουν σπίτι τους, σε συνδυασμό με την άρνηση να διεξάγουν διαγνωστικό τεστ σε όσους έχουν ήπια ή μέτρια συμπτώματα, οδήγησε πολλές, άγνωστο όμως πόσες, περιπτώσεις ασθενών να νοσηλευτούν στα σπίτια τους χωρίς ιατρική φροντίδα, οδηγώντας όμως και αρκετούς να πεθάνουν τελικά αβοήθητοι.

Κάποια περιστατικά, όπως αυτό ενός 52χρονου που επιμόνως ζητούσε να νοσηλευτεί αλλά του το αρνούνταν, με αποτέλεσμα να εισαχθεί για νοσηλεία σε βαριά κατάσταση, μόλις δύο μέρες πριν καταλήξει νικημένος από τον ιό, όπως και μιας γυναίκας σε χωριό της Καστοριάς που μετά από οδηγίες να παραμείνει σπίτι της κατέληξε σε αυτό και διαγνώστηκε μετά θάνατον με τον ιό, είδαν το φως της δημοσιότητας, αλλά έμειναν σαν περιθωριακές περιπτώσεις.

Ποιος ξέρει πόσοι ακόμη ακολούθησαν την ίδια μοίρα, θύματα της πολιτικής της υποκαταγραφής, σε χωριά, σε απομακρυσμένα βουνά και σε απομονωμένα νησιά.

Η υποκαταγραφή καθυστερεί τον τερματισμό της καραντίνας

Ένα ακόμη σοβαρό μειονέκτημα της υποκαταγραφής είναι η καθυστέρηση που προκαλεί η αβεβαιότητα για τον αληθινό αριθμό κρουσμάτων, στον τερματισμό των περιοριστικών μέτρων. Τα περιοριστικά μέτρα και τα μέτρα «κοινωνικής απομόνωσης», ούτως ή άλλως, καθυστερούν την εξέλιξη του φαινομένου, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο σύστημα υγείας να μπορέσει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην πίεση της νόσου. Η καθυστέρηση αυτή προστιθέμενη στην καθυστέρηση που η αβεβαιότητα για τον πραγματικό αριθμό των κρουσμάτων προκαλεί, ευθύνεται για την πολύ καθυστερημένη, στη δική μας περίπτωση, άρση των περιοριστικών μέτρων.

Καθώς όσο πιο άγνωστο παραμένει το πόσα κρούσματα παραμένουν χωρίς διάγνωση στο σπίτι, τόσο πιο δύσκολα θα αρθεί η οριζόντια και γενική απαγόρευση των μετακινήσεων και της κυκλοφορίας. Αφού η πιο ασφαλής μέθοδος λήξης των περιοριστικών μέτρων είναι ή να μηδενιστούν τα κρούσματα, πράγμα που επιτυγχάνεται δύσκολα ή να περιοριστούν με αυστηρό έλεγχο και να επιτραπεί η ελεύθερη μετακίνηση σε όσους δεν νοσούν ή ακόμη καλύτερα, σε όσους έχουν ανοσία.

Τέλος, η υποκαταγραφή της εξάπλωσης της νόσου αυξάνει την αβεβαιότητα όσον αφορά στις πραγματικές διαστάσεις της εξάπλωσης του ιού και συνεπώς αυξάνει και την επικινδυνότητα όσον αφορά στην πρόγνωση της πίεσης που αναμένεται να δεχτούν τα νοσοκομεία, εμποδίζοντας έτσι να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία.

Ανεπαρκή τα συντηρητικά και οπισθοβαρή οικονομικά μέτρα

Εκείνο όμως που αξιολογείται σαν το περισσότερο κακό νέο όσον αφορά στα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, έχει να κάνει με τη δειλή, οπισθοβαρή και εξαιρετικά συντηρητική ανταπόκριση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όσον αφορά στα οικονομικά μέτρα που, υπό το βάρος της συγκυρίας και κάτω από την πίεση της διεθνούς κοινότητας, αναγκάστηκε να λάβει, προκειμένου να ενισχύσει την πληττόμενη οικονομία και να αντιμετωπίσει την επερχόμενη ύφεση.

Αφού το αναιμικό 3,5% του ΑΕΠ που ανακοίνωσε τελικά, μετά από διαδοχικές και περισσότερο άτολμες προσεγγίσεις, εκτός που είναι το μικρότερο ποσοστό σε σχέση με όλα τα κράτη της Ευρώπης, κρίνεται και εξαιρετικά χαμηλό για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την επερχόμενη ύφεση και την αυξανόμενη απώλεια θέσεων εργασίας.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών οικονομικών κύκλων, όση είναι η αναμενόμενη συρρίκνωση του ΑΕΠ, τόσο πρέπει να είναι το ποσοστό του, με το οποίο πρέπει να ενισχυθεί προκαταβολικά η οικονομία, προκειμένου η ύφεση να αποτραπεί.
Δεδομένου ότι οι δύο τομείς της οικονομίας που κατ’ εξοχήν πλήττονται από την πανδημία είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία, με μια συμβολή 10% και 12% περίπου στη διαμόρφωση του ΑΕΠ έκαστος, η αναμενόμενη ύφεση, χωρίς να ληφθεί υπόψη η συμβολή του εμπορίου, της κατανάλωσης κλπ, θα είναι της τάξης του 20%. Οι πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις την υπολογίζουν πάντως όχι κάτω από το 10%.

Που σημαίνει ότι το μόλις 3,5% των μέτρων Μητσοτάκη και η πολιτική «βλέποντας και κάνοντας», το μόνο που θα καταφέρουν είναι να στηρίξουν ένα μικρό αριθμό επιχειρήσεων, που θα αντιστοιχεί σε εκείνες που, λόγω μεγέθους, θα αντέξουν τελικά στις πιέσεις λόγω γενικευμένου παγώματος της παραγωγής και της κατανάλωσης. Με δυο λόγια η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα υποστηρίξει τελικά μόνο τους μεγάλους και ισχυρούς της οικονομίας. Οι μεμονωμένοι επαγγελματίες, οι επιστήμονες και οι επιτηδευματίες, οι μικροί και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, δεν φαίνεται να την ενδιαφέρουν καθόλου.

Η πολιτική αυτή βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με αυτό που οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αλλά και η κυβέρνηση Τραμπ κάνουν, που επενδύουν πολύ σημαντικά ποσοστά του ΑΕΠ τους για να στηρίξουν τις οικονομίες τους.

Ευρώπη και Αμερική, αντίθετα, ενισχύουν με γενναία μέτρα την οικονομία

Από το 12% του ΑΕΠ τους που δίνουν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ισπανίας, το 18% του απρόθυμου, μέχρι πρόσφατα, Ηνωμένου Βασιλείου, μέχρι το 21% της Ιταλίας, το 23% της Γαλλίας, έως το εντυπωσιακό 51,2% της Γερμανίας, η οποία όσο σκληρή είναι για τους εταίρους της στην Ευρώπη, τόσο ανεκτική και απλόχερη αποδεικνύεται για τη δική της χώρα, όλες οι χώρες επενδύουν στις οικονομίες τους σημαντικά ποσά, προκειμένου να αποφύγουν την ύφεση και την ανεργία.

Οι Ευρωπαϊκές χώρες με τη γενναία αυτή ενίσχυση στηρίζουν από 80%-100% τις απολαβές των εργαζομένων που πλήττονται, επενδύουν στην πραγματική οικονομία τους μέσω ενέσεων ρευστότητας, αλλά και μέσω έμμεσων μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων και ενισχύουν γενναία τα συστήματα υγείας τους με προσλήψεις μόνιμων θέσεων ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού και με προσθήκη σημαντικού αριθμού νέων κλινών νοσηλείας και ΜΕΘ, καθώς και με την προμήθεια μεγάλου αριθμού διαγνωστικών τεστ, που είναι και ο μόνος ασφαλής τρόπος για την καταπολέμηση του ιού και την έξοδο από την καραντίνα.

Μέτρα μόνο για τους λίγους και οικονομικά ισχυρούς

Κλείνοντας, το μεγαλύτερο κακό νέο από την υπόθεση του κορωνοϊού στην Ελλάδα, είναι ότι η επίμονα, ακόμη και σήμερα που οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανακρούουν πρύμναν, η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν δείχνει διατεθειμένη να πάρει μέτρα ούτε για την πραγματική οικονομία, ούτε για τους αδύναμους κρίκους της. Έτσι οι αυταπασχολούμενοι, οι επιστήμονες, οι μικροί και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, οι νέοι που τώρα ξεκινούν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, οι άνεργοι, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, που είναι οι χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι, δεν είδαν στα μέτρα που ανακοινώθηκαν καμία πρόβλεψη και καμία φροντίδα από πλευράς πολιτείας γι’ αυτούς.

Την επερχόμενη κρίση λόγω κορωνοϊού η κυβέρνηση την έχει δει σαν μια ακόμη ευκαιρία να ενισχύσει αυτούς που τη στηρίζουν και αυτούς που πραγματικά εκπροσωπεί. Που δεν είναι άλλοι από τους λίγους μεγάλους επιχειρηματίες, τους γνωστούς ολιγάρχες του πλούτου.

Οι οποίοι, όπως συνέβη και με τη δημοσιονομική κρίση 2010 – 2018, έτσι και τώρα, θα είναι, φαίνεται, οι μεγάλοι κερδισμένοι σε βάρος όλων των υπολοίπων.

Η επένδυση στην επικοινωνία και τα ΜΜΕ συμφέρει περισσότερο

Για των εξευμενισμό των εκτός πλαισίου στήριξης Ελλήνων πολιτών, υπάρχει πάντα η επικοινωνία και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, που είναι πρόθυμα να εξυπηρετήσουν την κυβέρνηση και να συμμετάσχουν στην κυβερνητική προπαγάνδα, κάνοντας το άσπρο μαύρο για τα οικονομικά μέτρα, διασπείροντας fake news για τα… κατορθώματα του μεγάλου ηγέτη που σήμερα βρίσκεται στη θέση του πρωθυπουργού και διαστρεβλώνοντας την αλήθεια.

Είναι, πράγματι, να απορεί κανείς πως δεν το σκέφθηκαν αυτό και οι υπόλοιποι νεοφιλελεύθεροι ηγέτες. Οι οποίοι επενδύουν μέχρι και το μισό ΑΕΠ τους, δίνοντας του κόσμου τα λεφτά, για να σώσουν τις οικονομίες τους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρήκε τον πολύ προσοδοφόρο και οικονομικά ανταποδοτικό τρόπο να κυβερνά, χωρίς ούτε να επενδύει στα συμφέροντα των πολλών, αλλά και ούτε να έχει αντιδράσεις.

Και όλο αυτό, με μια δαπάνη μόλις 32 εκ. Ευρώ. Αφού τόσο κόστισε η εξαγορά των καναλαρχών, των δημοσιογράφων, των εκδοτών και των λοιπών opinion makers των ΜΜΕ, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επικοινωνιακή υποστήριξή τους, «βρέξει – χιονίσει».

Το χειρότερο λοιπόν κακό στην υπόθεση της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι ότι με τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ξεκινά για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων ακόμη ένας μακρύς και βαρύς οικονομικός χειμώνας…

* Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου, Καθηγητή ΑΠΘ, Μέλους της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία»