Η διαδρομή στον κόσμο του βιβλίου συνεχίζει το μαγευτικό της ταξίδι με την Μαρία Καρδαρά και το βιβλίο “Φλουρί Κωνσταντινάτο”.
Η Μαρία Καρδαρά για όσους δεν γνωρίζουν, γεννήθηκε στη Χαλκιδόνα Ευρυτανίας και ζει στην Κηφισιά. Είναι αγιογράφος και διδάσκει βυζαντινή αγιογραφία στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Κηφισιάς. Γράφει ποίηση και έχει αποσπάσει αρκετές διακρίσεις και βραβεία από διάφορους φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού. Το βιβλίο “Φλουρί Κωνσταντινάτο” κέρδισε το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος σε πανελλήνιο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Είναι μέλος της Πανευρυτανικής Ένωσης της Αμφικτυονίας Ελληνισμού της Διεθνούς Εταιρείας Λογοτεχνών και της UNESCO.
Περίληψη:
Σιγαλά κι αμάν/ σιγαλά βρέχει ο ουρανός
σιγανός ψιχαλισμός / σιγανά πάω κι εγώ
την αγάπη μου να βρω
Τα πάντα ήταν σκληρά σε εκείνο τον τόπο. Τα βουνά, κρεμασμένα στα ουράνια, ο ποταμός, σύνορο αδιάβατο και το χώμα στις πλαγές της Χελιδόνας, λιγοστό. Οι άνθρωποι πάλευαν, συμφιλιωμένοι, με τη φύση για να επιβιώσουν. Άλλοι έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αμερική ή την Αυστραλία.
Η ζωή έγινε ακόμη πιο δύσκολη τη νύχτα που στην κορυφή του βουνού αναμετρήθηκαν με τα όπλα οι άντρες…
Εκείνη τη νύχτα σαν να καθόρισε την ιστορία του τόπου και τη μοίρα των γυναικών μιας οικογένειας.
Τρεις γυναίκες με πείσμα και επινοητικότητα, αυτοθυσία και γενναιότητα ψυχής, αφηγούνται τις μνήμες τους: Κατοχή, Εμφύλιος, εσωτερική μετανάστευση στην πόλη, αλλά και έρωτες που δεν ευτύχησαν, επιθυμίες που δεν ευοδώθηκαν, μια εποχή που οι γυναίκες ήταν ή του πατρός ή του αντρός τους. Καταθέτουν τη διαδρομή της ζωής τους, μέχρι σήμερα, μιας ζωής που ακολουθεί την τύχη του κωνσταντινάτου, του φλουριού που χαρίζει τύχη στον κάτοχό του, του χαμένου φλουριού που θα λάμψει και πάλι στην παλάμη της τρίτης γενιάς.
Ένα βιωματικό μυθιστόρημα, το οποίο αφηγείται τη ζωή μιας οικογένειας και αναπλάθει έτσι τη ζωή ολόκληρης της υπαίθρου, καθώς, εν πολλοίς και το δράμα της Ελλάδας, γραμμένο στη ζωντανή δημώδη γλώσσα που αξιοποιεί δημιουργικά το δημοτικό τραγούδι.
Απόσπασμα:
Πριν κλείσουμε την πόρτα, έβαλε η μάνα δύο τσουκάλια με νερό να τ’ αναποδογυρίσουμε, περνώντας πάνω τους, έτσι λέει, για το καλό, για να ξανάρθουμε. Αυτό, το μόνο έθιμο που κρατούσε η μάνα, ξόρκιζε, θαρρείς, τον ξενιτεμό.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, η συγγραφέας, μας μεταφέρει στο χωριό Χελιδόνα. Μαθαίνουμε το τοπικό ιδίωμα του χωριού, λέξεις που σήμερα δεν χρησιμοποιούνται, δημοτικά τραγούδια που υπάρχουν σε διάφορα σημεία του κειμένου, τα ήθη, τα έθιμα, η κουλτούρα, χαρίζουν μία ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία στο μυθιστόρημα.
Μέσα από παραστατικές περιγραφές, παρατηρούμε τη ζωή και τις συνήθειες των κατοίκων. Διαβάζοντας το βιβλίο σε μεταφέρει στο χθες. Αντικρίζεις την ανέχεια, τη μοναξιά, τις δυσκολίες αυτών των ανθρώπων και βλέπεις ότι δεν λύγισαν και δεν δάκρυσαν ποτέ.
Ένα βιωματικό μυθιστόρημα που αξίζει να το αναζητήσετε…
Και το ταξίδι στον κόσμο του βιβλίου συνεχίζεται…