Ήτανε μια εποχή που κυλιόμουν σε άσπιλα (από τα πατήματα ανθρώπων) λιβάδια, που ξάπλωνα ανάσκελα σε στρώμα χλοερό κοιτάζοντας τον ουρανό, εκστασιασμένος από τα τιτιβίσματα των πουλιών και τις όμορφες τρίλιες που σκαρφίζονταν οι πετούμενοι αοιδοί
.Ενώ παρατηρούσα τα σύννεφα να ζωγραφίζουν με πινελιές γκριζαρισμένες ή και λευκές αριστοτεχνήματα καλύτερα και από έργα των πιο φημισμένων εικαστικών, έβανα στο νου μου ονείρατα μεγάλα, μόνο που ποτέ δεν τα πραγματοποιούσα γιατί πιότερο μου άρεσε να τα φαντάζομαι παρά να πασχίζω να τα υλοποιήσω.
Είναι και που μέσα μου εμφώλευε η αναβλητικότητα, αυτή που έκανε τα ποθητά μου να ματαιώνονται. Θαρρείς και με έπνιγε το βουνό σαν κοιτούσα στου Γράμμου τις κατάφυτες κορυφές, που ολόλευκες παραμένανε για τρεις από τις εποχές του χρόνου. Ίσως να φταίει που με ψυχοπλάκωνε ο φόβος του αγνώστου, ίσως πάλι να σκιαζόμουνα από τον τρόμο του γνώριμου, κατά πως φαίνονταν, ριζικού μου.
Έδινα, όμως, υπόσχεση νοερή -για να μην μ΄ ακούσει η παρέα μου- πως κάποτε θα φτάσω σε κείνη την κορυφή για να ανασάνω τον καθάριο αέρα της απελεύθερης από ηθικές δεσμεύσεις, φύσης. Και εξεγείρονταν το μέσα μου και ένιωθα τις φλέβες στους κροτάφους μου να ηχούν δυνατά, και την ώρα που ερινύες ακάλεστες με ζώνανε, υποσχόμουν, χωρίς να το πολυπιστεύω, πως καλύτερη συμπεριφορά θα έχω με τα πλάσματα που αδύναμα γεννιούνται στον γεμάτο ανισότητες ετούτο κόσμο. Οι φίλοι μου καπνίζανε τσιγάρα camel και σχηματίζανε με των χειλιών τα επιδέξια γυρίσματα, τολύπες, καθώς εγώ μασούσα τον μίσχο από τα στάρια, λίγο πριν κιτρινίσουν και ετοιμαστούν να παραδοθούν για τον θερισμό.
Μου άρεσε πολύ η αίσθηση της ανωτερότητας, λάτρευα να διασχίζω την χλόη και να λυγάνε οι θαλλοί μπρος στο διάβα μου, κι αν απαντούσα στο πέρασμα μου κανένα έντομο μικρό και αδύναμο, δεν το είχα σε τίποτα να το συνθλίψω με το παπούτσι μου. Μα από όλα πιο πολύ μου άρεσε να τυραγνάω τις πικραλίδες. Θαρρώ πως πιο αδύναμο και φοβισμένο δημιούργημα από δαύτες δεν έπλασε η φύση. Στα χέρια μου τις έπιανα, κόβοντας με ευκολία τον ευαίσθητο τους βλαστό, και στη στιγμή τις έβλεπα να εξανεμίζονται μπρος στα μάτια μου, με ένα μου μονάχα ξέπνοο φύσημα.
Τότε ήταν που αναρωτιόμουν: Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε η χρησιμότητα τους; Αλήθεια πως επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου με τόσο εύπλαστη δομή; Με αφορμή αυτά τα ερωτήματα ήταν που ανέτρεχαν στην ταξιδιάρα μνήμη μου οι εικόνες από το παρελθόν, οι στιχομυθίες των μεσοκαιριτών στα καφενεία με τις ξύλινες καρέκλες και τα μεταλλικά ορθογώνια τραπέζια -τα ανοιχτόχρωμα και σε μεριές, μεριές ξεθωριασμένα- που οι πιο πολλοί αγρότες γεννηθήκανε και τέτοιοι θα πεθάνουν. Όλοι τους υποστήριζαν ομόθυμα πως τις πικραλίδες δεν τις θέλουν στους αγρούς, μήτε και στους κήπους τους, γιατί εμποδίζουν τα φυτά να αναπτυχθούν και το κακό που κάνουν μεγάλο είναι.
Ύστερα, έτσι στα ξαφνικά, συνειρμικά, από τη λήθη ξυπνάγανε τα λόγια της προγιαγιάς μου -που τυχερός στάθηκα και την πρόλαβα- να λέει με φωνή μπάσα και κάπως διακεκομμένη από την (αδύναμη να αρθρώσει καλά) γλώσσα της. Το ΄΄ταραξάκο΄΄ (που αργότερα έμαθα πως είναι η άλλη ονομασία της πικραλίδας) είναι θαυματουργό φυτό, με ιδιότητες ξεχωριστές. Βάλσαμο για πολλές αρρώστιες.
Δεν ξεχνώ πως πάντα φύλαγε σε ένα βαζάκι λίγο από το βότανο αυτό, το «τόσο μαγικό» όπως έλεγε. Μόνο που δεν έμοιαζε με δαύτους τους θυσάνους που διαλύονται με το παραμικρό θρόισμα, μα με ένα δυναμικό φυτό με άνθος κιτρινωπό, ένα άνθος που μόνο όταν μαραίνονταν σχηματιζότανε ένα λευκό κουκούλι σπόρων, αυτό που εμένα τόσο πολύ με προσέλκυε. Τα νοσταλγικά εκείνα καλοκαίρια, αλλά και λίγο νωρίτερα, λίγο πριν η ευωδιαστή Άνοιξη αποχαιρετίσει δακρύβρεχτα με εποχικές μπόρες την συντροφιά του καρπερού χρόνου, θυμάμαι πως βαριόμουνα μαθήματα να παρακολουθώ, πως η σκέψη μου ήταν αδύνατο να μείνει συγκεντρωμένη στην διδαχή των καθηγητών μου. Από όλες εκείνες τις ανιαρές ημέρες ποτέ δεν θα λησμονήσω μία τους που καθοριστική έμελλε να γίνει, γιατί βίωσα μια εμπειρία που με σημάδεψε! Τρίτη θυμούμαι ήτανε και εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο της τάξης, ζωσμένος από ανυπομονησία να αποδράσω.
Στο πλάι μου έστεκε ο Δημητρός, αδέρφι όχι από αίμα μα από της ψυχής τα λικνίσματα. Μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο για χρόνους πολλούς, μόνο που αυτός αδιαφορούσε για τα μαθήματα όλες τις εποχές και όχι μονάχα τις λιοπερίχυτες εκείνες μέρες που αναδεύουν το θυμικό και εξεγείρουν το πνεύμα σου. Ήταν έμπιστος φίλος και εγγύηση για τα νώτα μου. Ποτέ δεν με πρόδωσε και σπανίως με απογοήτευε. Μόνο που απέφευγε να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για να κάνουμε κάτι, συνήθως εγώ ήμουν αυτός που έβαζε το μυαλό και έριχνε τις ιδέες. Έτσι και κείνο το καταμεσήμερο, ήταν δεν ήταν η ώρα τρεις και εμείς οι τυχεροί διανύαμε την δεύτερη ώρα του μαθήματος.
Είμαστε βλέπεις απογευματινοί -τα πρωινά τις ίδιες αίθουσες καταλαμβάνανε οι μαθητές του δημοτικού του όμορφου χωριού μας- όταν μου μπήκε η ιδέα να ξεφύγουμε από το πνιγηρό περιβάλλον. Έξω έσκαζε ο τζίτζικας, τα βράδια τα τριζόνια ερωτοτροπούσαν τερερίζοντας και τις μέρες τα λουλούδια ακούγανε εκστασιασμένα το βουητό των μελισσών και παρήγαγαν πιο γλυκό το νέκταρ.
Εγώ, έφηβος και με ανησυχίες, θύμιζα βλαστάρι που αγωνιά να μεγαλώσει. Έτσι αναπάντεχα, με ένα νεύμα έδωσα στον Δημητρό να καταλάβει πως είχα σκοπό να το σκάσω πηδώντας από το παράθυρο. Ο μαθηματικός ήμουν σίγουρος πως δεν θα αντιλαμβανόταν την απουσία μας. Μου έδινε την εντύπωση πως έπληττε όσο και εμείς καθώς στηριζόταν με τον δεξιό του ώμο στον πίνακα και με το αριστερό του χέρι έγραφε με την κιμωλία ένα πρόβλημα. Είχε έναν ιδιωματισμό στην φωνή του που πρόδιδε τον τόπο καταγωγής του, πράγμα που δεν άφησα να περάσει αναξιοποίητο. Συχνά και πίσω από την πλάτη του έκανα μιμήσεις της φωνής του με μεγάλη επιτυχία, προκαλώντας την δυσφορία του. Θυμάμαι πως φουριόζος έστρεφε προς το μέρος μας και φώναζε με οργή. «Ποιος το έκανε αυτό, ε; Όποιος ξαναγελάσει θα τον αποβάλλω από την αίθουσα και θα τον στείλω στην διευθύντρια!»
Ε, ευκαιρία ήταν να ικανοποιήσω την επιθυμία του… Αποβλήθηκα εκουσίως. Με ένα σάλτο έφτασα από την καρέκλα στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και από εκεί κατέληξα στο τσιμεντένιο δάπεδο του προαυλίου. Στη στιγμή ακολούθησε ο Δημητρός, αναμενόμενο, ωστόσο με έκπληξη είδα να πηδούν από το παράθυρο διαδοχικά άλλα δυο παιδιά. Ο τραμπούκος της τάξης ο Χρόνης και ο Άρης ο ορφανός ακολούθησαν τον δρόμο που εγώ χάραξα. Ανοίγοντας ένα παράθυρο στον κόσμο δεν μπορούσα να φανταστώ τα μελλούμενα, ούτε και το εύρος της αποκοτιάς μου.
«Πάμε στο ποτάμι για κανένα μπανάκι;» πρότεινα στα παιδιά.
«Και δεν πάμε…αν και τα νερά θα είναι κρύα. Ακόμα χτες είναι που έβρεχε καταρρακτωδώς».
«Μην είσαι χέστης ρε Δημητρό, τί έχουμε να φοβηθούμε; Εμείς, αν την πιάσουμε την πέτρα θα την λιώσουμε!» Αυτή η ατάκα ήταν δανεισμένη από τον παππού μου τον Σώτο που πίστευε πως είμαι υπεράνθρωπος και όλα μπορώ να τα καταφέρω. Ίσως φταίει που ο ίδιος είχε ηράκλεια δύναμη και πεπεισμένος ήτανε πως εγώ, ο συνονόματος σπόρος του, στην ακμαιότητα του έχω μοιάσει.
«Δεν είναι πως φοβάμαι, Σώτο, μια επισήμανση κάνω».
Διέκρινα στο βλέμμα του την ανησυχία. «Κοίτα να δεις που έσφαλλα», συλλογίστηκα εκείνη τη στιγμή, ο Δημητρός ήταν τελικά το πιο ευάλωτο πλάσμα στον κόσμο. Ακόμα και οι πικραλίδες μπρος του έμοιαζαν τιτάνες. Απέφυγα να δώσω περαιτέρω έκταση, ήταν και οι άλλοι δυο μαζί μας και δεν ήθελα να τον εκθέσω. Σοφά σκεπτόμενοι ακολουθήσαμε τον παράδρομο έξω από το χωριό, δεν ήταν ώρα να μας αντιληφθεί κανένα ανεπιθύμητο μάτι.
Όπου ανεπιθύμητο έβαζα πρωτίστως τον πατέρα μου, που αν το μάθαινε πως έκανα κοπάνα από το σχολείο είναι βέβαιο πως θα μου έριχνε καμιά ξεγυρισμένη χωρίς να το σκεφτεί πολύ -δεν το είχε άλλωστε αυτό το χάρισμα-. Είμαστε κρυμμένοι από τα στάχια και σκυφτοί για να δραματοποιήσουμε λιγάκι την κατάσταση και να κομπορρημονούμε την άλλη μέρα στους συμμαθητές μας. Κινούμασταν στα κατάντη και συχνά σταματούσαμε και χωνόμασταν μέσα στους αγρούς ολόγυρα μας, για να αποφύγουμε κάποιο κάρο που, αγκομαχώντας, έσερνε περασμένο στον ζυγό του κάποιο ταλαίπωρο ζώο -γάιδαρο συνήθως και σπανίως άλογο-.
Τα φθαρμένα αθλητικά μας παπούτσια βούλιαζαν καμιά φορά σε μικρούς χωμάτινους σβώλους, αναγκαστικά ανακόπταμε την πορεία μας, καθόμασταν στον πισινό μας και τα βγάζαμε για να τα καθαρίσουμε. Τα θρύμματα και οι μικρές πετρούλες που εισχωρούσαν μέσα στα υποδήματα μας εμπόδιζαν στο βάδισμα! Ο Άρης είχε αρχίσει να το μετανιώνει.
«Δεν έπρεπε να φύγουμε από την τάξη. Θα το καταλάβουν και θα μπλέξουμε άσχημα».
Το πρόσωπο του είχε κοκκινίσει. Δεν ξέρω αν ήταν από τις ενοχές ή από τις ηλιαχτίδες.
«Και εσύ τι ζόρι τραβάς; Θα το πουν στον μπαμπά σου και φοβάσαι;»
Οι στιγμές εκείνες είναι σαν να περνάνε τώρα μπρος από τα μάτια μου.
Ο Άρης πάνιασε, ο Δημητρός κατέβασε το κεφάλι και εγώ απέμεινα να κοιτώ κατάματα τον Χρόνη. Ήταν πολύ σκληρό αυτό που είπε. Ο Άρης ήταν ορφανός χρόνια, ο πατέρας του έχασε την ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα και από τότε η οικογένεια τους ποτέ δεν συνήρθε. Ήμουν ο μόνος που μπορούσε να αντιδράσει. Το σκέφτηκα σοβαρά. Τελικά έκρινα πως καλύτερα θα ήταν να αφήσω τα πράγματα να κυλίσουν μονάχα τους. Ο χρόνος θεραπεύει τις πληγές.
Σκαρφίστηκα έναν ελιγμό για να αποφορτίσω το κακό κλίμα. Πιαστήκαμε από τους ώμους, δίπλα μου έστεκε ο Δημητρός όταν ξεκίνησα το τραγούδι: Α ντίρλα ά ντιρλα ντα ντα ντιρλανταντά, α ντιρλα ντα και τέζα όλοι, ντα ντα ντιρλάνταντα, και πως θα πάρουμε την πόλη… οι κακόηχες φωνές μας ξεσήκωσαν την πλάση όλη.
Κάποια πουλιά ξεπήδησαν τρομαγμένα από τους αγρούς και απομακρύνθηκαν από κοντά μας. Η συναυλία των παράφωνων, όμως, καλά κρατούσε, δεν πτοούμασταν από τίποτα. Όταν σταματήσανε το τραγούδι είμαστε όλοι βραχνιασμένοι. Εγώ έτσι και αλλιώς υπέφερα από εποχική αλλεργία, ο λαιμός μου που είχε υποστεί τα πάνδεινα με προειδοποιούσε με έναν αδιάκοπο βήχα πως το παράκανα.
Στο διάβα μας κλωτσάγαμε λιθαράκια και κόβαμε αγριολούλουδα τα οποία τεμαχίζαμε με τα δάχτυλα μας. Ο Δημητρός πήρε μια μαργαρίτα και άρχισε να αποκολλά τα πέταλα της. «Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά», επαναλάμβανε διαρκώς. «Δεν μ’ αγαπά!» είπε στο τελευταίο πέταλο, την ώρα που στο πρόσωπο του σχηματιζότανε ένας μορφασμός.
«Αυτό έλειπε να σ’ αγαπά, ρε Δημητρό. Έτσι χοντρούλης και άχαρος που είσαι, μια ξανθόψειρα, ποια να σ’ αγαπήσει μωρέ;»
Επέλεξα και αυτή τη φορά να σιωπήσω, αν και η αλήθεια είναι πως δυσκολευόμουν να κατανοήσω την προκλητική συμπεριφορά του Χρόνη.
Ο αμαξιτός δρόμος που χορταριασμένος ήταν στη μέση και απογυμνωμένος από χλόη στις δυο του άκρες, σύντομα τελείωσε. Περάσαμε τον κεντρικό δρόμο που συνδέει το χωριό μας με την πόλη και τα γύρω χωριά και κατεβήκαμε προς το ποτάμι. Η βλάστηση πύκνωσε, πολλά είδη δέντρων που είναι υδρόφιλα φλέρταραν με τον Αλιάκμονα. Οι φράξοι με τα κοκκινωπά φύλλα εκείνη την εποχή εύκολα σου αποσπούσαν την προσοχή, ευωδία σκορπούσαν τα λευκά τους άνθη, αλλά εγώ από την αλλεργία όλη την ώρα ρουθούνιζα και μυρωδιά, δυστυχώς, δεν έπαιρνα.
Οι πικροδάφνες ολόγυρα βρίσκονταν σε ανθοφορία, η πανδαισία χρωμάτων με έκανε να αισθάνομαι πως βρίσκομαι στην Εδέμ. Σύντομα, όμως, άλλαξε και πάλι το σκηνικό. Αραίωσε η βλάστηση στο μέρος που κατευθυνόμασταν, συναντούσαμε μόνο σκόρπιες ιτιές και μερικές καλαμιές, το έδαφος γεμάτο από βότσαλα ήτανε, και συχνά, στη βιάση μας, στραβοπατούσαμε αλλά αμέσως ανακτούσαμε την ισορροπία μας.
Περάσαμε από τον γνωστό μαίανδρο του ποταμού και καμιά τρακοσάρια μέτρα μακρύτερα καταλήξαμε σε ένα σημείο όπου ξέραμε πως από τις αμμοληψίες που είχαν γίνει, υπήρχε αρκετός υδάτινος όγκος για να μπορέσουμε να κολυμπήσουμε. Το καλό ήταν πως στην κοιλότητα αυτή η ροή έβαινε πολύ ήπια και δεν φοβόμασταν τα ρεύματα. Χωρίς ντροπή βγάλαμε όλα μας τα ρούχα και με αδαμιαία περιβολή ετοιμαστήκαμε για το πρώτο μπάνιο της χρονιάς. Έβραζε ο τόπος και εγώ ένιωθα τα σωθικά μου να καίγονται.
Μόλις το πόδι μου ήρθε σε επαφή με το νερό πήρα την ψυχρολουσία. Ήταν πάγος ο ποταμός και εγώ φωτιά που λιώνει. Παρόλα αυτά δεν το έβαλα κάτω. Άφησα το σώμα μου να συνηθίσει και βούτηξα. Ανατρίχιασα αλλά δεν το μετάνιωσα. Συλλογιζόμουν πως αφού μπήκα στο χορό έπρεπε να χορέψω. Αν και στην αρχή πίστευα πως θα πάθω έμφραγμα, παιδί στον καιρό μου, σιγά σιγά προσαρμόστηκα και απόλαυσα το μπάνιο. Ήξερα πως δεν θα διαρκέσει πολύ όταν είδα τα χείλη των άλλων παιδιών να μελανιάζουν. Βγήκα στην ακροποταμιά και ανέβηκα σε έναν μεγάλο βράχο που μου έδινε την ευκαιρία για ένα μοναδικό μακροβούτι. Έμεινα αρκετή ώρα κάτω από το νερό, αισθανόμουν τα υπόγεια ρεύματα πιο κρύα σε σύγκριση με την επιφάνεια του ποταμού. Μια αδιόρατη αίσθηση είχε αρχίσει να με κατακλύζει, το ένιωθα πως κάτι άλλαζε. Το οξυγόνο στα πνευμόνια μου τελείωνε όταν αναδύθηκα. Έχω ακόμα την κακή συνήθεια να κρατάω κλειστά τα μάτια μου όταν κολυμπάω υπογείως και, μη γνωρίζοντας που ακριβώς είχα βγει καθώς έτριβα τα βλέφαρα για να μπορέσω να ξαναδώ, αισθάνθηκα ένα χέρι να με τραβάει από τον ώμο.
Ο χρόνος μαρμάρωσε και εγώ ξαναζώ τα γεγονότα.
«Γρήγορα, πάμε έξω! Γρήγορα σου λέω…» Είναι ο Δημητρός που σχεδόν ουρλιάζει μέσα στο αυτί μου.
Με τρομάζει, τον ακολουθώ όσο ταχύτερα γίνεται. Στον πυθμένα τα πέλματα των ποδιών μου πολλές φορές πληγώνονται από αιχμηρές πέτρες. Ακόμα δεν γνωρίζω γιατί αντιδρά μ’ αυτόν τον τρόπο. Υποψιάζομαι πως θα είναι άλλη μια από τις παλινωδίες του. Άλλη μια ανύπαρκτη απειλή που γεννοβόλησε η νοσηρή φαντασία του. Στρέφω το κεφάλι από την μεριά που έρχεται το νερό. Τότε και μόνο τότε, έντρομος, διαπιστώνω πως ο ποταμός έχει φουσκώσει, πως αν δεν ήταν ο Δημητρός να με προειδοποιήσει εγκαίρως, θα βρισκόμουν εν αγνοία μου στο μάτι του κυκλώνα. Συνειδητοποιώ στην στιγμή τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουμε. Με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης πιο οξυμένο από ποτέ, βάζω όλη μου τη δύναμη για να ξεφύγουμε από τον κλοιό που σφίγγει γύρω μας.
Λίγο ακόμα και θα φτάσουμε στην όχθη, δυο μέτρα, ένα, τα πόδια μου πατούν σε στέρεο έδαφος. Πίσω μου το νερό έχει διπλασιάσει τον όγκο του, η αγωνία μου φτάνει στο κατακόρυφο. Η κοίτη του ποταμού μεγαλώνει, η στεριά δεν στέκεται εμπόδιο στις φιλοδοξίες της, την καταπίνει με ορμή. Είμαι ξανά μέσα σε πεδίο υδάτινο, πασχίζω να απεγκλωβιστώ, καταβάλω τεράστια προσπάθεια να μην παρασυρθώ από τα νερά. Με χίλιες δυο δυσκολίες καταφέρνω και πάλι να πατήσω στο πετρώδες έδαφος.
«Βοήθεια Σώτο, δεν αντέχω άλλο!»
Κοιτάω πίσω μου, είναι ο Δημητρός που εκλιπαρεί. Φαίνεται έτοιμος να εγκαταλείψει την μάχη. «Κρατήσου, μην αφήνεσαι! Θα σε βγάλω έξω!» Φωνάζω δυνατά. Πιο πολύ για να πεισθώ εγώ πως μπορώ να τον βοηθήσω, παρά για να τον ενθαρρύνω να αντέξει και να μην τα παρατήσει. Ποτέ στη ζωή μου δεν θυμάμαι να πίεσα τόσο πολύ τον εαυτό μου. Έχω φτάσει στα όρια μου. Το χέρι μου έχει δεθεί με αυτό του Δημητρού στον καρπό, υποφέρω, το σώμα του σε συνδυασμό με τον όγκο του ορμητικού νερού μου ασκούν τέτοια αντίρροπη δύναμη που δεν βαστώ να υπομείνω. Πολύ φοβάμαι πως αν δεν ανοίξω τα δάχτυλα μου για να απελευθερωθούν από το αβάσταχτο βάρος που σηκώνουν, θα βρεθώ ξανά μέσα στον αφιονισμένο ποταμό, και τότε τίποτα δεν θα μπορέσει να με σώσει.
Ποτέ δεν πίστευα πως κρύβω μέσα μου τόσες αντοχές, παρόλο που δεν νιώθω από τον πόνο, εξακολουθώ να τον κρατάω, μάλιστα για να εμψυχωθώ, ουρλιάζω δυνατά. Οι άναρθρες μου κραυγές μπορεί να ακούστηκαν και μέχρι το χωριό! Δυστυχώς, καμία πρόοδο δεν επιτυγχάνω. Ο Δημητρός έχει πάψει να αντιστέκεται, το κορμί του ταλαντεύεται ανάλογα με τις βουλές του ποταμού. Πότε από κει και πότε από εδώ. Αυτές οι παλινδρομήσεις του επιδεινώνουν την κατάσταση. Το χέρι μου έχει μουδιάσει, έτοιμος είμαι να τα παρατήσω και εγώ. Κι όμως, γίνονται και θαύματα. Την στιγμή που τα δάχτυλα μου παίρνουν να γλιστρούν, καταφτάνει δίπλα μου ο Άρης, το χέρι του έρχεται να προσφέρει σανίδα σωτηρίας στον δύσμοιρο τον Δημητρό, που πάνω στον πανικό του συχνά βρίσκεται με το κεφάλι μέσα στο νερό.
Πρέπει να έχει πιει τον μισό Αλιάκμονα. Τώρα τραβάμε και οι δύο με πείσμα τον ανήμπορο να κάνει κάτι φίλο μας. Με τα πολλά βρισκόμαστε και οι τρεις στην αριστερή όχθη του ποταμού. Δεν υπάρχει χρόνος για ανάπαυση. Αν και θέλω να ξαπλώσω ανάσκελα, να κλείσω τα μάτια και να τα ξανανοίξω μετά από πολλές ώρες, αυτό δεν είναι εφικτό, προέχει η υγεία του Δημητρού. Πέφτω πάνω του, η όψη του τρομαχτική, γεμάτος είναι μώλωπες στα πλευρά και τα πόδια. Στην αρχή μου φαίνεται απλώς καταπονημένος αλλά τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, είναι αναίσθητος.
Τον τραντάζω γερά μήπως και τον συνεφέρω, μάταια, ούτε βλέφαρο δεν κουνάει. Τον πατάω άγαρμπα ξανά και ξανά στο στήθος, όπως φαντάζομαι πως πρέπει να κάνω, το έχω δει παλιότερα στην τηλεόραση και έπιανε, εδώ όμως δεν πρόκειται για τηλεοπτική προβολή.
Αναλαμβάνει ο Άρης να τον βοηθήσει. Από τις πρώτες κιόλας ενέργειες που κάνει, αντιλαμβάνομαι πως έχει γνώσεις. Ανασηκώνει το σαγόνι του, πιέζοντας λιγάκι το κεφάλι του προς τα πίσω. Με αυτό τον τρόπο, υποθέτω, επιδιώκει να απελευθερώσει την αναπνευστική οδό. Στη συνέχεια του κλείνει την μύτη και εφαρμόζει πολύ καλά τα χείλη του σ’ αυτά του φίλου μας. Του δίνει το οξυγόνο που χρειάζεται.
Επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία άλλη μια φορά. Έκπληκτος βλέπω, σε κάθε εμφύσηση, τον θώρακα του Δημητρού να φουσκώνει. Αμέσως μετά ο Άρης φέρνει το χέρι του στον λαιμό του και αναζητάει σφυγμό. Ένα μειδίαμα στα χείλη του, αμυδρό αλλά ενδεικτικό, με χαροποιεί. Κατόπιν πιέζει με τα δυο του χέρια το στήθος του Δημητρού, όταν επιτέλους συνέρχεται τον γυρίζει στο πλάι.
Μένουμε όλοι μας αμίλητοι για ώρα πολύ. Περιμένουμε καρτερικά να επανέρθει πλήρως. Κάποτε ανοίγει τα μάτια και άτονα μας λέει: «Σας ευχαριστώ παιδιά. Σας ευχαριστώ πολύ!» Με δυσκολία του βγαίνει φωνή.
Δεν κρύβω την συγκίνηση μου. Από την χαρά μου του ανακατεύω τα μαλλιά και του χτυπάω φιλικά τον ώμο. Ο Άρης, που είναι πιο διαχυτικός, σκύβει και τον αγκαλιάζει. Ο Χρόνης σαν παγοκολόνα στέκει λίγα μέτρα πιο πέρα ανέκφραστος, δεν προδίδει τα συναισθήματα του. Καθώς πιάνουμε τον Δημητρό από τα χέρια για να τον σηκώσουμε, τον ακούω καγχάζοντας να σχολιάζει επιτιμητικά. «Αηδίες! Ε, κατακαημένε χοντρούλη…τυχερός στάθηκες που σε βάστηξε ο Σώτος. Στην θάλασσα θα σε βρίσκαμε, αν σε βρίσκαμε ποτέ».
Βλέποντας τα χείλη του Άρη να σφίγγουν, καταλαβαίνω πως θύμωσε πολύ με τα λόγια του Χρόνη, έτοιμος είναι να του χυμήξει. Σκέφτομαι πως τούτη την ώρα καλό είναι να πέσουν οι τόνοι. Τον συγκρατώ με τρόπο. «βάλε τόπο στην οργή», του σιγοψιθυρίζω.
Με ακούει και τα χαρακτηριστικά του επανέρχονται στο κανονικό.
Δείχνει αυτοσυγκράτηση και δεν δίνει συνέχεια, μονάχα λέει ηχηρά: «Είσαι πολύ γενναίο παιδί, Δημητρό. Αυτό που έκανες δύσκολα θα το τολμούσε κάποιος άλλος». Είναι έμμεση απάντηση προς τον Χρόνη, αλλά τα λόγια του έχουν αντίκτυπο και σε μένα.
Τι εννοεί άραγε; Αντί να επικροτήσει την δική μου προσπάθεια, που σωτήρια ήταν για τον Δημητρό, εξυμνεί αυτόν; Δεν το κρύβω πως θίχτηκα λίγο, αποφεύγω, όμως, να εκφράσω τις ενστάσεις μου για τα λεγόμενα του.
Στο δρόμο της επιστροφής συναντάμε μια χελώνα. Με έκπληξη βλέπω τον Χρόνη να κινείται προς το μέρος της φωνάζοντας: «Δεν είναι άδικο αυτή να ζει διακόσια χρόνια και εμείς στην καλύτερη περίπτωση λιγότερα από εκατό; Τώρα θα δει τι θα πάθει».
Ένα ρίγος διαπερνάει την ραχοκοκαλιά μου καθώς τον παρατηρώ. Ποιος ξέρει τι σχεδιάζει πάλι;
SHARE: