Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, να βγει να χορέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε του λεζάντα, την βραδιά να κλέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, γέμισε την πίστα, ο Σαλονικιός”
…Είναι ενα απ’ τα αγαπημένα τραγουδια του Στράτου Διονυσίου. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν ποιος στα αλήθεια ήταν ο “Σαλονικιός”, καθώς ο μύθος έχει μπλεχτεί με την πραγματικότητα.
Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της ιστορίας του Γιάννη Γκουλιόβα, η φήμη του οποίου άρχισε να λαμβάνει διαστάσεις “θρύλου”. Λημέρι του πλέον έχει γίνει η Θεσσαλονίκη και έτσι αποκτά το προσωνύμιό του. Ο “Σαλονικιός” είναι πλέον ο γνωστός νταής της πόλης. Μπαίνει μέσα στα νυχτερινά κέντρα και αφήνει το όπλο του πάνω στο τραπέζι, προκειμένου να στέλνει μήνυμα σε όσους (με άγνοια κινδύνου) ήθελαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του.
Μέσα της δεκαετίας του 1970. Η γνωστή τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλάνς (Αγγελική Μούτση) φτάνει στο Ι’ Αστυνομικό Τμήμα για να ζητήσει από τον αξιωματικό υπηρεσίας μια περίεργη χάρη. Ήθελε να της επιτρέψουν να κοιμηθεί μερικά βραδιά στο αστυνομικό τμήμα, επειδή απειλούσαν ότι θα της χαράξουν το πρόσωπο. Αρνούνταν όμως πεισματικά να κατονομάσει στους αστυνομικούς τον άνθρωπο που την εκβίαζε, γιατί φοβόταν για τη ζωή της. Μέχρι τότε ο εκβιαστής είχε πάρει από τη Μπέμπα Μπλάνς εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές, με απειλές και εκφοβισμούς που της ασκούσε.
Ποιος ήταν ο άντρας που φοβόταν η Μπέμπα Μπλάνς;
Ο 30χρονος κακοποιός Γιάννης Γκουλιόβας, γνωστός στον κόσμο της νύχτας με το παρατσούκλι ο “Σαλονικιός” ήταν γεννημένος στο Καλλινδρό Πιερίας. Άρχισε την καριέρα του στο έγκλημα το 1965, όταν συνελήφθη πρώτη φορά για κλοπή μοτοσυκλέτας. Μόνιμος τρόφιμος των αναμορφωτηρίων και των φυλακών, έχτισε πολύ γρήγορα το μύθο του ως νταής και νταβατζής, που δεν δίστασε να τραβάει πιστόλι ή μαχαίρι. Το ποινικό του μητρώο ήταν γεμάτο κατηγορίες: παράνομη οπλοφορία, κλοπές, φθορά ξένης περιουσίας, απλές και επικίνδυνες σωματικές βλάβες, οπλοχρησία και αντίσταση κατά της αρχής.
Ο τζόγος
Ο Σαλονικιός κυκλοφορούσε με πολυτελή αυτοκίνητα της εποχής και του άρεσε να στοιχηματίζει στον ιππόδρομο. Η μεγάλη του αδυναμία όμως ήταν η χαρτοπαιξία.
Τα βράδια που δεν έδερνε ή εκβίαζε, τα περνούσε με δύο νεαρές πόρνες που είχε υπό την προστασία του και απαιτούσε όχι μόνο να του δίνουν τις εισπράξεις, αλλά και να τον φροντίζουν σαν ανατολίτη σύζυγο. Ο Γκουλιάβας αποτελούσε μόνιμο βραχνά για τις αρχές, που τον κυνηγούσαν για διάφορα ένταλματα που εκρεμμούσαν εναντίον του.
Όταν ο κλοιός άρχισε να σφίγγει ο Γκουλιόβας πήρε την απόφαση να κατέβει στην Αθήνα.
Η τυχαία συμπλοκή με τον αστυνομικό
Το 1977 πήγε στο μπαρ “Greek Saloon” της οδού Φυλής, για να πάρει την είσπραξη από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Χωρίς να τον νοιάζει, πάρκαρε το αυτοκίνητό του στη μέση του δρόμου, διακόπτοντας την κυκλοφορία και μπήκε στο μαγαζί.
Ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης που περνούσε τυχαία μπλοκαρίστηκε και έτσι ο ένας αστυνομικός πήγε στο μπαρ για να αναζητήσει τον ιδιοκτήτη του οχήματος. Ο Σαλονικιός μόλις τον είδε προσπάθησε να διαφύγει, ενώ μια μπαργούμαν έκανε προσπάθεια να κρύψει το περίστροφο, που πέταξε άρον άρον ο κακοποιός δίπλα από ένα ψυγείο. Ο αστυνομικός κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε και μπλόκαρε την είσοδο. Ο Γκουλιόβας όμως του έσπασε ένα μπουκάλι στο κεφάλι, βγήκε στο δρόμο, επιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και προσπάθησε να διαφύγει.
Ο πληγωμένος αστυνομικός τον ακολούθησε και γραπώθηκε στην πόρτα του αυτοκινήτου για να τον ακινητοποιήσει. Όταν είδε ότι ο κακοποιός δεν σταματούσε πυροβόλησε τρεις φορές εξ επαφής, χωρίς να τον τραυματίσει και σωριάστηκε στον δρόμο.
Ο Σαλονικιός είχε ξεφύγει και πάλι.
Το συμβάν απέκτησε θρυλικές διαστάσεις στην αθηναϊκή νύχτα. Για τους αστυνομικούς ήταν πλέον θέμα “τιμής” η σύλληψή του.
Το τέλος του Σαλονικιού
Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1977 στα γραφεία της Ασφάλειας έφτασε μια σημαντική πληροφορία. “Ο Σαλονικιός βρίσκεται στη χαρτοπαικτική λέσχη του Συλλόγου Ελλήνων Ηθοποιών και Καλλιτεχνών (Σ.Ε.Η.Κ) στην οδό Σύρου στην Κυψέλη”, είπε ο πληροφοριοδότης.
Λίγη ώρα αργότερα έξω από τη λέσχη βρισκόταν 4 περιπολικά, αστυνομικοί και άνδρες της ασφάλειας, με εντολή να τον συλλάβουν.
Όταν ο αστυνομικός Γεώργιος Βερύκιος μπήκε στη λέσχη μαζί με άλλους δύο αστυνομικούς ρώτησε: “Ποιος είναι ο Σαλονικιός”;
Μεταξύ των θαμώνων ήταν και ένας τριαντάχρονος με μούσι. “Εσύ είσαι ο Σαλονικιός”; τον ρώτησαν και αμέσως ο κακοποιός κινήθηκε προς την τουαλέτα για να διαφύγει από το παράθυρο. Οι αστυνομικοί όρμησαν επάνω του και τον ακινητοποίησαν.
Ενώ όμως τον μετέφεραν σε άλλο δωμάτιο, ο Σαλονικιός ξυλοκόπησε τους φρουρούς του και άρχισε να τρέχει.
Ξαφνικά εμφάνισε μαχαίρι μήκους 30 εκατοστών στον τρίτο αστυνομικό που βρέθηκε μπροστά του ουρλιάζοντας “φύγε γιατί θα σε ξεκοιλιάσω”.
Όταν ο Σαλονικιός προσπάθησε να τον μαχαιρώσει, ο αστυνομικός έβγαλε το περίστροφό του και τον πυροβόλησε στο στήθος.
Στο Γενικό Κρατικό απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Ήταν το τέλος του διαβόητου σκληρού της νύχτας, που χωρίς έλεος σκορπούσε το φόβο στη νυχτερινή Αθήνα.
Και η αλήθεια
Σύμφωνα με τον Χρήστο Νικολόπουλο, ο οποίος έγραψε τη μουσική για το θρυλικό τραγούδι, η αλήθεια είναι διαφορετική και σίγουρα πιο…πεζή.
Σύμφωνα με τον ίδιο λοιπόν, το τραγούδι γράφτηκε για τις ανάγκες του δίσκου και για τον Στράτο Διονυσίου που ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένα από τα διαμάντια του ίδιου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου που απογείωσε ο Στράτος Διονυσίου. Η επιτυχία του κομματιού και οι συζητήσεις που άνοιξε φούντωσαν το μύθο του, όμως η αλήθεια είναι ότι ο “Σαλονικιός” δεν έχει σχέση με την εν λόγω ιστορία που εξακολουθεί να περνάει από στόμα σε στόμα. Ο “Σαλονικιός” στις καρδιές μας ήταν, είναι και θα είναι ένας. Ο Στράτος…
Πηγές: mixanitouxronou.gr