Πολλοί τις έχουν πει γιορτές μίσους, άλλοι τις αποκαλούν γιορτές σεβασμού αλλά δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν είναι καν γιορτές.
• Επέτειοι είναι κάποιων γεγονότων που όλοι μας ευχόμαστε να μη ξανάρθουν και καμιά ελληνική γενιά να μη ξαναζήσει. Είναι μνημόσυνα ανθρώπων που χάθηκαν από ένα όπλο, κρατώντας ένα όπλο. Μνημόσυνα συγγενών που βρέθηκαν σε αντίπαλες παρατάξεις και αντιπαραταγμένα χαρακώματα, γιατί τους χώρισε η ιδεολογία και το μίσος και το μόνο που κατάφερε στο τέλος να τους ενώσει ήταν ο μαύρος θάνατος.
• Εκεί στις ψηλές κορφές του Γράμμου και του Βιτσίου κάθε χρόνο τέτοια εποχή, στα τέλη του καλοκαιριού, ανηφορίζουνε τα τέκνα αυτών που δεν γυρίσανε ποτέ, λένε μια προσευχή και καταθέτουνε ένα δάκρυ.
• Γιατί άνθρωποι ήταν κι αυτοί που πέσανε εκεί άνθρωποι που αφήσανε πίσω ανθρώπους, γυναίκα και παιδιά, συγγενείς, φίλους γκαρδιακούς, παρέες ξέγνοιαστες και μια καρέκλα στης φαμίλιας το τραπέζι να απομένει εφεξής για πάντα αδειανή.
• Για κάποιον λόγο πολέμησαν οι άνθρωποι αυτοί, για κάποιον λόγο θυσίασαν την ζωή τους και ήταν ένας λόγος πολύ πάνω από συμφέροντα προσωπικά και ατομικούς εγωισμούς. Ηταν λόγος κοινωνικός, ιδεαλιστικός, γεμάτος ιδανικά, αξίες, καθήκοντα και τις ελπίδες μιας καλύτερης ζωής.
• Δεν παίζει ρόλο αν βρέθηκαν με δίκιο ή με άδικο στο τέλος από την ιστορία, αν ήσανε από τούτη την πλευρά ή από εκείνη. Αυτά είναι κρίσεις ζωντανών που λένε πολλά για τους ίδιους και τίποτα για τους αποθαμένους που κρίνονται. Σημασία έχει να αναγνωρίζεται ένα ευγενικό κίνητρο πίσω από τις πράξεις των πεσόντων και να γίνεται σεβαστό το γεγονός πως το ρίσκο και το ζύγι που κατέθεσαν στην ζυγαριά ήταν το μεγαλύτερο και το βαρύτερο που θα μπορούσε να υπάρξει: Η ίδια τους η ζωή.
• Παίξανε, χάσανε και φύγανε. Να μη τους θυμάται πια κανείς?
Του Λεωνίδα Εκιντζόγλου