Μέσα από τη στήλη μας, “Διαδρομή στον κόσμο του βιβλίου”, παρουσιάσαμε το μυθιστόρημα του Jonathan Harr “Ο χαμένος πίνακας του Καραβάτζο”.
Σήμερα, θα γνωρίσουμε καλύτερα τον Μικελάντζελο Μερίζι Καραβάτζο, τον σκληροτράχηλο καλλιτέχνη, που έφυγε κατατρεγμένος από τη Ρώμη, όταν κατηγορήθηκε για δολοφονία.
Γνωστός περισσότερο ως Καραβάτζο, Ιταλός ζωγράφος, (γεννημένος στις 28 Σεπτεμβρίου 1573, στο λόφο του Καραβάτζο στη Λομβαρδία), το έργο του οποίου ανήκει χρονικά στα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 17ου αιώνα. Αν και πρώιμοι πίνακες του περιλάμβαναν κυρίως προσωπογραφίες, σταδιακά εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους θρησκευτικών σκηνών. Με την τεχνική του κιαροσκούρο κατάφερε να ενισχύσει το δραματικό στοιχείο και το μυστηριακό χαρακτήρα της πίστης, ενώ συνολικά η επαναστατική τεχνική των δραματικών φωτοσκιάσεων του τενεμπρισμού, όπως την εισήγαγε ο Καραβάτζο, σφράγισε την μπαρόκ σχολή της ζωγραφικής.
Το έργο του Καραβάτζο συχνά αντιμετωπίστηκε αρνητικά στην εποχή του, κυρίως λόγω του σκανδαλώδους τρόπου με τον οποίο αποτύπωνε τα θέματά του, ωστόσο ακόμη και οι επικριτές του αναγνώριζαν το ταλέντο του. Η ζωγραφική του θεωρείται πως διαμόρφωσε καταλυτικά τη μπαρόκ σχολή, επιδιώκοντας να ανατρέψει τον μανιερισμό των παλαιότερων ζωγράφων.
Διαμόρφωσε ένα ρεαλιστικό ύφος στη ζωγραφική, με έντονα στοιχεία δραματοποίησης και θεατρικότητας. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο των έργων του αποτελούσε η χρήση των φωτοσκιάσεων και των φωτεινών αντιθέσεων (κιαροσκούρο).
Εκτός όμως από τις καλλιτεχνικές του ικανότητες, ο ζωγράφος ήταν γνωστός και για την περιπετειώδη ζωή του.
Οξύθυμος και παρορμητικός, έμπλεκε σε καβγάδες για ασήμαντους λόγους και το όνομά του εμφανιζόταν συνέχεια στα έγγραφα των αρχών ως ταραχοποιό στοιχείο.
Περνούσε τις ημέρες του σε ταβέρνες και τα βράδια με πόρνες. Ξυλοκόπησε ένα σερβιτόρο επειδή του έφερε αγκινάρες με βούτυρο, ενώ είχε ζητήσει ελαιόλαδο και βανδάλισε το σπίτι μιας πόρνης επειδή αρνήθηκε να τον εξυπηρετήσει.
Η περιγραφή ενός κουρέα δίνει μια εικόνα για τον ζωγράφο: ” Ο ζωγράφος είναι ένας γεροδεμένος νεαρός, περίπου 20-25 χρόνων, με μαύρα μούσια, πυκνά μαύρα φρύδια και μαύρα μάτια. Όλα του τα ρούχα είναι μαύρα, αλλά βρώμικα. Οι κάλτσες του ήταν τρύπιες και τα μαλλιά του μακρυά”.
Το 1603 φυλακίστηκε για συκοφαντική δυσφήμιση, επειδή έγραψε ένα ποίημα που έβριζε τον ζωγράφο Τζοβάνι Μπαλιέρι. Ένας Γάλλος διπλωμάτης πλήρωσε για να τον αφήσουν ελεύθερο.
Ο Μπαλιέρι τελικά πήρε την εκδίκησή του, όταν έγραψε τη βιογραφία του Καραβάτζο μετά τον θάνατό του, που όπως ήταν φυσικό, παρουσίαζε μόνο τα αρνητικά του στοιχεία.
Το Μάιο του 1606, ο Καραβάτζο έφτασε στην ανθρωποκτονία. Θύμα του ήταν ένας άντρας ονόματι Ρανούτσο Τομασόνι και ο λόγος ήταν μία διαφωνία για έναν αγώνα τέννις. Αυτή την εκδοχή παρουσίασε ο Μπαλιέρι στην βιογραφία του αλλά ιστορικοί υποστηρίζουν ότι κρυβόταν γυναίκα πίσω από τη διαμάχη, η ιερόδουλη Φιλίντε Μελαντρόνι που ήταν ερωμένη και των δύο.
Κάποιοι είπαν ότι ο Καραβάτζο και ο Ρανούτσο μονομάχησαν, με τους φίλους τους να παρακολουθούν. Άλλοι περιγράφουν μια γενική συμπλοκή. Ο Τομασόνι, που ήταν τότε είκοσι εφτά χρονών, δηλαδή σχεδόν δέκα χρόνια νεότερος από τον Καραβάτζο, έπεσε κάτω ή σκόνταψε ή προσπάθησε να υποχωρήσει, όπως δήλωσε κάποιος αυτόπτης μάρτυρας. Ο Καραβάτζο στάθηκε όρθιος από πάνω του και τον χτύπησε σημαδεύοντας στα γεννητικά του όργανα, όχι για να τον σκοτώσει, αλλά για να τον εξευτελίσει – ή, ίσως, να τον ευνουχίσει. Το σπαθί του χτύπησε τον Τομασόνι στον μηρό. Οι συγγενείς του Τομασόνι μετέφεραν τον Ρανούτσο στο σπίτι τους, στην Πιάτσα Σαν Λορέντσο. Ο Ρανούτσο ξεψύχησε εκεί, προλαβαίνοντας να εξομολογηθεί και να μεταλάβει.
Για να αποφύγει τη φυλακή, ο Καραβάτζο διέφυγε στη Νάπολη, όπου τον υποδέχτηκαν με τιμές. Εννιά μήνες αργότερα, ταξίδεψε στη Μάλτα, όπου τον φιλοξένησαν οι Ιωαννίτες Ιππότες. Στη Μάλτα βρίσκεται και άλλο ένα έργο του που φέρει την υπογραφή του, “Ο Αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή”.
Εκεί, συγκρούστηκε με έναν Ιππότη και φυλακίστηκε σε ένα υπόγειο κελί, απ’ όπου κατάφερε να αποδράσει. Έφυγε για τη Νάπολη.
Το 1609, άγνωστοι άντρες του επιτέθηκαν και τον τραυμάτισαν σοβαρά. Ο Καραβάτζο επέζησε, αλλά χρειάστηκαν μήνες για να αναρρώσει πλήρως.
Κατάφερε να εξασφαλίσει άφεση από τη Ρώμη, στέλνοντας στον καρδινάλιο Σκιπιόνε Μποργκέζε τον πίνακα, “Ο Δαυίδ με το κεφάλι του Γολιάθ”. Το ταλέντο του για μια ακόμη φορά θα έσωζε τη ζωή του. Το καλοκαίρι του 1610 πήρε το πλοίο από τη Νάπολη με προορισμό τη Ρώμη αλλά δεν έφτασε ποτέ.
Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, ο Καραβάτζο πέθανε από εξάντληση, “τρέχοντας” πίσω από το πλοίο, όπου είχαν ξεμείνει τρεις πολύτιμοι πίνακες του.
Όμως ο θάνατός του αποτελεί ακόμα μυστήριο για τους ιστορικούς, καθώς δεν εξηγείται πως βρέθηκε ο Καραβάτζο πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό του.
Μια από τις πιθανές εξηγήσεις είναι ότι οι εχθροί του προσπάθησαν να το σκοτώσουν και το κατάφεραν.
Ο Αμερικανός ιστορικός Μπέρναρντ Μπέρενσον επίσης σχολίασε πως: ” εκτός από τον Μιχαήλ Άγγελο, κανένας Ιταλός ζωγράφος δεν άσκησε τόσο έντονη επιρροή”.
Οι νέες έρευνες και κριτικές πάνω στο έργο του Καραβάτζο ενίσχυσαν τη φήμη του και οδήγησαν σε μια πρώτη σημαντική έκθεση με τίτλο “Καραβάτζο και Καραβατζιστές” μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα ακολούθησαν και άλλες εκθέσεις για τον Καραβάτζο, ο οποίος είχε πλέον αναγνωριστεί ως μεγάλος ζωγράφος του παρελθόντος.
Πηγή: apodyoptes.com
Mixanitouxronou.gr
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Jonathan Harr “Ο Χαμένος πίνακας του Καραβάτζο” από τις Εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί