Αγκάθια και παλιαπούλια.
Η ανηφόρα από την παλιά γέφυρα μέχρι τον μύλο του Κλή, αρκετά απότομη και με στροφή στο ύψος του στρατιωτικού φυλακίου, δοκίμαζε τις δυνάμεις μας και απαιτούσε όλη την νεανική μας ακμή, για να μπορέσουμε να τραβήξουμε τις άμαξες και να τις φέρουμε στο τελευταίο, ομαλό επίπεδο μέρος της διαδρομής μας.
Με τα μεταλλικά άγκιστρα καρφωμένα βαθιά στο σώμα της άμαξας των αγκαθιών, και τα ξύλινα κοντάρια των «τσαλακοπτών» κάθετα στους γάντζους, τραβούσαμε με όλη τη σωματική μας δύναμη, εναλλασσόμενοι κατά διαστήματα, στο επίπονο και πολύωρο έργο, της μεταφοράς των κομμένων αγκαθιών, από τα χωράφια στα περίχωρα του Άργους, (συνήθως στην περιοχή του Αη Νικόλα) στον χώρο αποθήκευσης και φύλαξης τους, πίσω από το πατρικό μας σπίτι.
Είχε προηγηθεί βέβαια, άλλο, επίπονο έργο, αυτό της κοπής των αγκαθιών, από τις άκρες των χωραφιών. Αμέσως μετά την επιστροφή μας από το σχολείο και το μεσημεριανό φαγητό, παίρναμε με τα πόδια τον δρόμο προς τον Προφήτη Ηλία, περνώντας την παλιά γέφυρα, κουβαλώντας στα χέρια «τσαλακόπτες» και μεταλλικούς γάντζους και «καρπολόγια». Φθάναμε στις απότομες πλαγιές, δίπλα από τον δρόμο, όπου υπήρχε μεγάλη συστάδα αγκαθιών και αρχίζαμε το έργο.
Άλλοι έκοβαν με τους τσαλακόπτες τα αγκάθια, κι άλλοι τα τραβούσαν με τους γάντζους και τα «καρπολόγια» και τα τοποθετούσαν πατώντας τα, ώστε να γίνουν άμαξες, δηλαδή συμπαγής μάζα αγκαθιών, η οποία να μπορεί να συρθεί στο έδαφος και να μεταφερθεί.
Σπάνια, είχαμε την μεγάλη ευκαιρία, της μεταφοράς αυτών των αμαξών, με φορτηγό, το οποίο μας διέθετε η οικογένεια Σαρρή, και φαντάζεστε την ανακούφιση μας, όταν αυτό ήταν εφικτό. Τα αγκάθια βέβαια, προορίζονταν για την μεγάλη παλιαπούλια ή μπομπούνα της γειτονιάς μας, την οποία ανάβαμε το βράδι της Κυριακής της Αποκριάς, στην αλάνα μας. Οσο μεγαλύτερη, τόσο μεγαλύτερη και η υπερηφάνεια και η ικανοποίηση μας για το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς τόσων μηνών.
Η Αποκριά βέβαια, δεν έχει στην πόλη μας, τον ίδιο χαρακτήρα που έχει στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σε μας δεν εορτάζεται το Καρναβάλι, αλλά κυριαρχεί το έθιμο της Παλιαπούλιας.
Η προετοιμασία της ξεκινούσε μετά τη γιορτή των Φώτων. Πέρα από την συγκέντρωση των αγκαθιών, απαραίτητη ήταν και η φύλαξη τους σε ασφαλές μέρος, που να μπορεί να ελεγχθεί και φυλαχθεί από ενδεχόμενη κλοπή, άλλων γειτονιών. Βλέπετε, το έθιμο, επέτρεπε τέτοιες ενέργειες, οι οποίες περιβαλλόταν μάλιστα και από τον «στέφανο της δόξας» για αυτούς που το κατόρθωναν. Επίσης βασικό ήταν, η σύνθεση της παλιαπούλιας να περιέχει μόνο αγκάθια και όχι κλαδιά ή ρόδες αυτοκινήτων.
Γιαυτό κάθε βράδι, υπήρχε υπηρεσία φύλαξης τους. Στον χώρο φύλαξης τους, πίσω από το πατρικό μου σπίτι, σε εγκαταλειμμένο ισόγειο οικίσκο, είχαμε διαμορφώσει ένα χώρο, στον οποίο συγκεντρωνόμασταν, κάτω από το φως μίας λάμπας πετρελαίου. Εκεί περνούσαμε την ώρα μας, με ανέκδοτα, αλλά και συζητήσεις, ακόμη και με βοήθεια ή αντιγραφή ασκήσεων και εργασιών για τα σχολικά μαθήματα της επόμενης μέρας, από τους επιμελέστερους των συμμαθητών μας.
Θυμάμαι ένα περιστατικό κλοπής αγκαθιών που κάναμε μία χρονιά, με τέτοιο «επιστημονικό τρόπο», που για μέρες η γειτονιά του Βαρόσι, η οποία υπέστη την κλοπή, δεν μπορούσε να καταλάβει, πως και με ποιο τρόπο, έγινε η κλοπή, αφού δεν υπήρχαν ίχνη, που να έδειχναν ποια γειτονιά το είχε κάνει. Τι είχε συμβεί; Είχαμε σχεδιάσει πολύ καλά το όλο εγχείρημα, στο οποίο θα πρωταγωνιστούσε η μεταφορά των κλεμμένων αγκαθιών με φορτηγό. Τα αγκάθια στο Βαρόσι φυλάγονταν σε αχυρώνα, που ήταν απέναντι από την τότε κλινική Ζάχου, εάν δεν κάνω λάθος, ιδιοκτησίας της οικογένειας Λιβανίδη. Τα χαράματα, σε συνεννόηση με τον Νικηφόρο Σαρρή, πήραμε το φορτηγό τους, και αφού σπάσαμε το λουκέτο της πόρτας με ατσάλινο ψαλίδι, με τα καρπολόγια φορτώσαμε τα αγκάθια στο φορτηγό, και φύγαμε σαν κύριοι, χωρίς κανείς από τη γειτονιά να αντιληφθεί το παραμικρό. Το κυριότερο, δεν αφήσαμε στο χώμα κάποιο ίχνος που να δείχνει την πορεία των κλοπιμαίων. Πολλές μέρες αργότερα έμαθαν βέβαια τι είχε γίνει!
Και να έρθουμε τώρα στην ολοκλήρωση του όλου εθίμου. Την Κυριακή της Τυρινής, με το στήσιμο και το άναμμα της παλιαπούλιας.
Το στήσιμο της γινόταν ως εξής: πρώτα τοποθετούσαμε ένα ψηλό κορμό δένδρου, το οποίο αποτελούσε την καρδιά της παλιαπούλιας, στο κέντρο της αλάνας. Γύρω από αυτό τον κορμό τοποθετούσαμε τις άμαξες των αγκαθιών, την μία πάνω στην άλλη, όσο ψηλά ήταν δυνατόν και επαρκούσε βέβαια το διαθέσιμο υλικό.
Το άναμμά της γινόταν το βράδι, αφού είχε νυχτώσει. Υπήρχε και ένας άτυπος ανταγωνισμός, ποια φωτιά θα ανάψει τελευταία. Υπήρχαν μάλιστα και φρουροί, οι οποίοι πρόσεχαν μη υπάρξει «δολιοφθορά» από άλλη γειτονιά με το άναμμα της παλιαπούλιας. Η φλόγες τεράστιες, τα τζάμια των γύρω σπιτιών στην κυριολεξία κοκκίνησαν από τη ζέστη, ο κόσμος παρακολουθούσε γύρω – γύρω από απόσταση για να προφυλαχθεί. Όταν έπεφτε η φωτιά και είχαν μείνει μόνο τα αποκαΐδια, οι νεότεροι πραγματοποιούσαμε άλματα πάνω από τη φωτιά, ενώ οι μεγαλύτεροι τραγουδούσαν αποκριάτικα σκωπτικά τραγούδια, με χαρακτηριστικότερο το «πως στουμπίζουν το πιπέρι..» Παράλληλα οι νοικοκυρές πρόσφεραν μεζέδες , κρασί και γλυκά, μαζί με τις ευχές για χρόνια πολλά. Επίσης κατά την διάρκεια της αποκριάς, εμείς τα αγόρια παίζαμε με πιστόλια με «τάπες» τις οποίες σκάζαμε, ενώ χρησιμοποιούσαμε και μικρά βεγγαλικά, πύραυλους τους λέγαμε, που εκσφενδονίζαμε προς τον ουρανό, ενώ τέλος τα «στράκα-στούκα» δημιουργούσαν μία χαρούμενη και εορταστική ατμόσφαιρα.
Οι γειτονιές άλλαξαν, οι καιροί αλλάζουν, το έθιμο της παλιαπούλιας, ευτυχώς διατηρείται μέχρι τις μέρες μας, με τις αναπόφευκτες μετατροπές και διαφοροποιήσεις.
Η βραδιά έκλεινε με το έθιμο του “Χάσκα” στα σπίτια μας. Όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από το τραπέζι. Ο γηραιότερος, σε ένα κλώστη συνέδεε με κλωστή ένα καθαρισμένο αυγό, και το περιέφερε κάθε φορά, σε ένα από τα μέλη της οικογένειας, το οποίο προσπαθούσε να το πιάσει με το στόμα του, χωρίς βέβαια να χρησιμοποιεί τα χέρια του. Αυτός που κατάφερνε να το πιάσει το έτρωγε και αυτό σηματοδοτούσε το τέλος της Αποκριάς και την έναρξη της Σαρακοστής, από την επόμενη ( Καθαρή Δευτέρα). Σε επόμενο μας σημείωμα θα ασχοληθούμε με τα έθιμα της….
Kostas Adam
Ορεστάργειοι – Συμμαθητές