Στις 26 Ιουνίου, ημέρα Σάββατο, παρευρεθήκαμε και παρακολουθήσαμε την εκδήλωση του Προοδευτικού Συλλόγου Κυριών Καστοριάς στην αυλή του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα. Τίτλος της πολύ ωραίας αυτής εκδήλωσης, ήταν: ” Η πόλη τιμά…η πόλη θυμάται…”, τιμώντας τους συμπολίτες μας, οι οποίοι με την πένα τους προωθούν και μαθαίνουν σε όλους εμάς την ιστορία, τη λαογραφία και το πολιτισμό του τόπου μας, ζωντανεύοντας μια άλλη εποχή, ένα ταξίδι με νοσταλγία σε εποχές που πέρασαν…Μία τέτοια εποχή περιγράφει και η Ιφιγένεια Γρ. Διδασκάλου μέσα από το βιβλίο της, “Καστοριά, πατρίδα μου”. Θα μάθουμε λεπτομέρειες για τη ζωή της και μέσα από το απόσπασμα του βιβλίου της, θα αναφερθούμε στο “προξενιό” εκείνης της όμορφης εποχής. Μπορεί ως λέξη να μας είναι γνωστή, αλλά πλέον έχει εκλείψει από τη ζωή μας.
Οι εποχές άλλαξαν και από την Γεωργία Βασιλειάδου στην ταινία “Η θεία από το Σικάγο” να έχει “εφεύρει” έναν πρωτότυπο τρόπο για προξενιό περνάμε στο σήμερα, όπου το ρόλο της “προξενήτρας” έχουν πάρει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία όμως, δεν είναι καθόλου ασφαλή, διότι στα περισσότερα έχεις να κάνεις με ένα άγνωστο και απρόσωπο άτομο.
Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, εκείνη την εποχή και ας ταξιδέψουμε στο παρελθόν μέσα από την πένα της Ιφιγένειας Διδασκάλου.
Ιφιγένεια Δρ. Διδασκάλου
Πρώτα χρόνια και σπουδές
Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1916. Όταν ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της, σπούδασε στη Χαροκόπειο Σχολή Οικιακής Οικονομίας και στη συνέχεια έλαβε το πτυχίο υψίφωνης από το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Από νεαρή ηλικία κατοικούσε στην Θεσσαλονίκη, στην οποία γίνεται αναγνωρίσιμη ανάμεσα στους συγγραφείς και ποιητές της πόλης, παρόλο που δεν καταγόταν από την συμπρωτεύουσα.
Το συγγραφικό της έργο
Αναφέρεται συνήθως για την εργογραφία της πάνω στην μακεδονική λαογραφία, με έναν τρόπο αφήγησης που χαρακτηρίζεται απλός και περιγραφικός.
Εκτός από την λαογραφικά στοιχεία που συνέλεξε και απέδωσε στα έργα της, χρησιμοποιούσε στοιχεία της ιστοριογραφίας της Αρχαίας Μακεδονίας.
O τρόπος γραφής της χαρακτηρίστηκε από τον κριτικό και συγγραφέα Πέτρο Χάρη ως ομαλός, και παρόλο που χρησιμοποιούσε ομοιοκαταληξία που συνήθως ενοχλεί, κατόρθωνε να αποδώσει με λυρικότητα τους στίχους, που θα μπορούσαν να εκφραστούν σε ένα τραγούδι.
Αρθρογραφία και πολιτιστική δραστηριότητα
Είχε δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, όπως και σε λογοτεχνικά ημερολόγια. Η πολιτιστική της δραστηριότητα παράλληλα με την συγγραφική υπήρξε αδιάλειπτη στην Θεσσαλονίκη και στην Μακεδονία, τόσο πολύ ώστε να χαρακτηρίζεται ως καθιερωμένη Έργα της δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, υπήρξε κεντρική ομιλήτρια σε πολλές φιλολογικές εκδηλώσεις της συμπρωτεύουσας, καλεσμένη ως ομιλήτρια σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας, υπήρξε μέλος κριτικών επιτροπών απονομής λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών βραβείων, συμμετείχε στις δραστηριότητες πολιτιστικών και φιλανθρωπικών συλλόγων της πόλης, και εκφωνούσε πανηγυρικούς λόγους σε εκδηλώσεις εθνικής μνήμης.
Συμμετοχή σε συλλόγους και άλλες δραστηριότητες
Διετέλεσε ενεργό μέλος πολλών πολιτιστικών συλλόγων της Θεσσαλονίκης, όπως της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας, και τον σύλλογο Φίλων του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας, του Συλλόγου Καστοριέων Θεσσαλονίκης του Σωματείου Κυριών και Δεσποινίδων Καστοριάς “Το Κέλετρον”[33][34] και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Είχε επίσης ραδιοφωνική εκπομπή στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας με κυρίως λαογραφικά και μουσικά θέματα.
Συναυλίες, φιλόμουσες εκδηλώσεις και μελοποίηση ποιημάτων
Διετέλεσε μέλος σε φιλόμουσους συλλόγους, όπως του Συνδέσμου Αποφοίτων Ωδείων. Έχει συμμετάσχει ως σοπράνο σε παραστάσεις όπερας και συναυλίες, όπως στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και σε άλλες χώρους πολιτισμού. Επίσης, πολλά ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από Έλληνες μουσουργούς, όπως οι Χρήστος Δέλλας, Βασίλειος Θεοφάνους .και Βασίλης Δόικος.
Τιμητικές διακρίσεις
Στις 29 Δεκεμβρίου 1962, η μελέτη της “Το δημοτικό τραγούδι της Καστοριάς” έλαβε το πρώτο βραβείο από το “Λασκαρίδειο Διαγωνισμό” του Λυκείου των Ελληνίδων.[48] Στις 30 Απριλίου 1969, η Ιφιγένεια Διδασκάλου τιμήθηκε από τον Ροταριανό Όμιλο Θεσσαλονίκης με το χρυσό μετάλλιο για την πνευματική και καλλιτεχνική της δραστηριότητα στη πόλη. Στις 12 Φεβρουαρίου 1979, απονεμήθηκε στην Ιφιγένεια Διδασκάλου το Χρυσό Βραβείο Γραμμάτων, σε ειδική εκδήλωση προς τιμήν της ίδιας, και του ποιητή και κριτικού Τάκη Γκοσιόπουλου, που διοργανώθηκε στην Θεσσαλονίκη από την Μουσική Εταιρεία Βορείου Ελλάδος και υπό την αιγίδα Παμβορειοελλαδικής Ομοσπονδίας Βορειοελλαδικών Σωματείων στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Στην ίδια εκδήλωση τιμήθηκαν επίσης ο μουσικός Νικόλαος Αστρινίδης και ο ερευνητής και συγγραφέας Αλέκος Δαφνομήλης.
Το 1997, τιμήθηκε για την προσφορά της λαογραφία και τον πολιτισμό της Βόρειας Ελλάδας από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ έχει τιμηθεί τα τελευταία χρόνια από τον Δήμο Θεσσαλονίκης το 2009 και τον Δήμο Καστοριάς το 2010. Πηγή: el.m.wikipaidia.org
Τα προξενιά (περιεχόμενο από το βιβλίο Καστοριά, πατρίδα μου)
Αρχίζω πρώτα από τους προξενητάδες και τις προξενήτρες, τους επιτήδειους εκείνους τύπους με τα πολλά λόγια που λέγανε, που ήταν οι πιο ειδικευμένοι και το είχαν σαν επάγγελμα ν’ αρραβωνιάζουν και να παντρεύουν τους λεύτερους! Η προξενήτρα, λοιπόν, ή ο προξενητής, αν ήταν βαλτός από τον γαμπρό πήγαινε στους γονείς του κοριτσιού και αράδιαζε χίλιους επαίνους. “Δεν ξέρετε, σας έφερα ένα παιδί, άμα τι παιδί! Λεβέντην όμορφον, με φρύδια τρανά και με κάτι μουστάκια τσιγκελουτά, θάμα! Νοικοκύρης πάλε άφκετε, κουβαλητής με του παραπάνου….” Όταν ο προξενητής ή η προξενήτρα ήταν βαλτή από τον πατέρα της νύφης, πήγαινε στο σπίτι του νέου, έβρισκε τον πατέρα και τη μάνα του κι έλεγε…κι έλεγε…
“Σας έφερα, έλεγε, ένα καλό κορίτσι. Είναι το τάδε 16 χρονών, όμορφο σαν μπουγάτσια, με κάτι μάγουλα σαν το κουφέτο, σβέλτα κι άξια για όλα…”
Λέγε, λέγε κατάφερναν κι έπαιρναν το λόγο του πατέρα και συμφώνησαν να το κρατήσουν μυστικό μέχρι που θα όριζαν τη μέρα για τα επίσημα αρραβωνιάσματα, για τον “χαιρετισμό”, όπως λέμε στην Καστοριά.
Σαν τελείωναν τα προξενιά κι ήταν σύμφωνοι και από τα δύο μέρη, έστελνε ο γαμπρός ένα δαχτυλίδι με διαμαντόπετρες αστραφτερές στον πατέρα της νύφης με τον προξενητή, κι εκείνος τον δώριζεν ένα μεταξωτό μαντήλι που με καμάρι το έριχνε στον ώμο του να τον κοιτάζει ο κόσμος.
Η νύφη ήταν καϊπιωμένη”. Μόνο σαν χρειαζόταν να κεράσει γλυκό ή ρακί με κανένα μεζέ, έμπαινε με κατεβαστά τα μάτια πάντα και ορθή στην πόρτα. Ντροπή μεγάλη ήταν να καθίσει στο κιόσκι ή στην καρέκλα και να φανούν τα γόνατά της.
Πού λοιπόν να βρει την ώρα ο έρμος ο γαμπρός να πει κανά κρυφό λόγο, να πιάσει το χεράκι της, να της δώσει κανένα φιλί. Σωστός “νταργάτης” φύλαγεν η μάνα της. Μόνο αν τύχαινε καμμιά φορά κι ‘ ερχόταν την ώρα που φουλκανούσε τη στράτα έξω, καθώς περνούσε από σιμά της τής έδινε καμμιά… τσιμπιά στα μεριά μακριά από τα βλέμματα της μάνας. Από τον αρραβώνα μέχρι το γάμο, η νύφη δεν έπρεπε να πάει στο σπίτι του γαμπρού.
Έτσι γινόταν ο αρραβώνας ο Καστοριανός ο “καναγκουρίσιος” ο αγνός κι αρχοντικός, κι αυτές ήταν οι σχέσεις των αρραβωνιασμένων μεταξύ τους.
Ελένη Κωστοπούλου