Τα σκοτεινά μονοπάτια του εγκλήματος γυρνάνε 25 χρόνια πίσω και μεταφέρονται στα Τρίκαλα. Η κοινωνία σοκάρεται από την στυγερή δολοφονία ενός ταξιτζή, μετά από συμβόλαιο θανάτου στο όνομά του. Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της φριχτής αυτής υπόθεσης.
Πώς ένα δυστύχημα σε ένα μικρό χωριό στα Τρίκαλα οδήγησε μία οικογένεια να προσλάβει πληρωμένους δολοφόνους.
Το ταξί ήταν εδώ και ώρες ακινητοποιημένο σε ένα στενό της Λάρισας. Στη θέση του οδηγού, ένας 28χρονος άνδρας έδινε την εντύπωση ότι κοιμόταν, όμως ήταν πρωί πια, 8 η ώρα, και ήταν ζήτημα χρόνου ώσπου το φως του ήλιου να έφερνε στην επιφάνεια την αλήθεια. Ο οδηγός του ταξί στην πραγματικότητα ήταν νεκρός με δύο σφαίρες στον αυχένα.
Ο ιατροδικαστής θα προσδιόριζε τον θάνατο του γύρω στις 3 το πρωί, με το έγκλημα να κάνει εντύπωση για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ο επαγγελματισμός με τον οποίο είχε εκτελεσθεί το θύμα. Ο δεύτερος ήταν η απουσία του κινήτρου της ληστείας. Στις τσέπες του θύματος βρέθηκαν 26.700 δρχ. από τις εισπράξεις της ημέρας, το κινητό του τηλέφωνο, ενώ το ρολόι στο χέρι του παρέμενε άθικτο. Οι αστυνομικοί κατάλαβαν ότι η υπόθεση δεν ήταν συνηθισμένη και ότι για να ανακαλύψουν τον δολοφόνο θα έπρεπε να ψάξουν στο παρελθόν του θύματος.
Ήταν 3 Οκτωβρίου του 1996, όταν λίγο μετά τις έξι το πρωί ο 22χρονος τότε Ιωάννης Δαρλαγιάννης ξεκινούσε για τη δουλειά του από το χωριό Ζάρκο των Τρικάλων όπου ζούσε μαζί με τους γονείς του. Η ομίχλη είναι πυκνή, η ορατότητα περιορισμένη και ο 22χρονος δυσκολεύεται πολύ στην οδήγηση. Ξαφνικά, ένας 17χρονος συγχωριανός του, που προχωρούσε με τα πόδια προς τη στάση του λεωφορείου για να πάει κι εκείνος στη δουλειά του, θα πέσει πάνω του και θα τραυματιστεί σοβαρά.
«Τον είδα ξαφνικά. Πετάχτηκε μπροστά μου. Δεν πρόλαβα», θα καταθέσει αργότερα στο δικαστήριο ο 22χρονος. Αμέσως θα σταματήσει, θα βάλει το παιδί -ζωντανό ακόμη- στο αυτοκίνητό του θα το μεταφέρει στο Κέντρο Υγείας της Φαρκαδόνας και από εκεί στο Νοσοκομείο Τρικάλων. Ο 17χρονος έχει χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι. Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας θα μεταφερθεί σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν θα τα καταφέρει. Θα υποκύψει στα τραύματά του.
Μέχρι εκείνη τη μέρα, τίποτα δεν χώριζε τις δύο οικογένειες. «Μια καλημέρα, όπως με όλους στο χωριό, είχαν μεταξύ τους», θα πουν οι συγχωριανοί τους.
Στο δικαστήριο που θα ακολουθήσει του ατυχήματος, ο Ιωάννης Δαρλαγιάννης θα καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης δύο ετών με αναστολή, κάτι που για την οικογένεια του παιδιού δεν είναι σε καμία περίπτωση αρκετό. Ο Πασχάλης Πάτσιος, η γυναίκα του και η κόρη του θα αρχίσουν να απειλούν ανοιχτά τη ζωή του 22χρονου.
«Ακούγαμε όλοι τις απειλές από την οικογένεια του Πάτσιου. Ποιος να φανταστεί όμως ότι θα έφταναν σ’ αυτό το σημείο; Όλοι όταν πονάμε, όταν έχουμε χάσει δικό μας άνθρωπο, λέμε πολλά. Δεν φτάνουμε όμως σε τέτοιο σημείο», θα πει αργότερα ένας κάτοικος του χωριού.
Η ζωή του 22χρονου αρχίζει και γίνεται αφόρητη. «Το παιδί ήταν συνέχεια χάλια. Σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Έλεγε συνεχώς πως δεν έφταιγε για ό,τι είχε γίνει», θα πει ένας συγχωριανός του.
Πλέον η οικογένεια του σκοτωμένου παιδιού απειλεί όλη την οικογένεια του Δαρλαγιάννη, όχι μόνο τον ίδιο. «Αποφάσισε να φύγει από το χωριό, να μην τους προκαλεί με την παρουσία του. Τον πόνο τους τον καταλαβαίναμε. Τον καταλάβαινε κι ο Γιάννης», θα πει αργότερα και η ηλικιωμένη μητέρα του. Ο γιος της φεύγει για τη Λάρισα, εγκαθίσταται μόνιμα εκεί, αφήνοντας πίσω τη μάνα του και τον άρρωστο πατέρα του.
Αρχικά θα ανοίξει ένα κατάστημα και στη συνέχεια θα αγοράσει ένα ταξί. Στο χωριό όμως δεν τον έχουν ξεχάσει. Η οικογένεια του παιδιού ψάχνει ακόμα εκδίκηση. Το 2001, σχεδόν πέντε χρόνια από το δυστύχημα, θα αρχίσει να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα, κάποιοι θα δουν και τον πατέρα του νεκρού παιδιού να τριγυρνάει στη γειτονιά του στη Λάρισα. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς θα έχει και την πρώτη του επικίνδυνη συνάντηση.
Όπως θα προκύψει αργότερα κατά την προανάκριση, η οικογένεια θα πληρώσει 1.765.000 δρχ. τέσσερις Αλβανούς για να εκτελέσουν τον Δαρλαγιάννη. Εκείνοι, παρότι πήραν τα χρήματα, τελευταία στιγμή θα το μετανιώσουν ή μάλλον πιο σωστά, θα τον λυπηθούν. Δύο απ’ αυτούς θα του αποκαλύψουν ότι υπάρχει συμβόλαιο θανάτου με το όνομά του από τον πρώην συγχωριανό του. «Να προσέχεις», θα του πουν κι εκείνος θα καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία, χωρίς όμως να σημειωθεί κάποια εξέλιξη.
Λίγους μήνες μετά, με την αυγή του νέου έτους η τύχη για τον 28χρονο πια οδηγό ταξιτζή θα εξαντληθεί. Σύμφωνα με την αστυνομία, τρεις πληρωμένοι δολοφόνοι θα επιβιβαστούν στο ταξί του 28χρονου, και με την απειλή όπλου θα τον οδηγήσουν σε ένα απόμερο δρομάκι. Θα τον αναγκάσουν να σταματήσει, θα του ζητήσουν να σκύψει και πριν του ρίξουν δύο φορές πίσω απ’ το κεφάλι, θα του αποκαλύψουν ποιος έδωσε την εντολή. Στη συνέχεια θα εξαφανιστούν μια για πάντα, με τις αρχές να εικάζουν ότι επέστρεψαν στη χώρα τους.
Μετά τη δολοφονία οι αστυνομικοί της Λάρισας θα ανασύρουν από το αρχείο την καταγγελία του Δαρλαγιάννη εις βάρος της οικογένειας του 17χρονου που είχε παρασύρει με το αυτοκίνητό του. Την ίδια στιγμή, θα καταφέρουν να βρουν και να μιλήσουν με δύο από τους Αλβανούς που του την είχαν «χαρίσει» την πρώτη φορά. Οι πληροφορίες που θα έρθουν στο φως μέσω της κατάθεσής τους θα αποδειχτούν καθοριστικές. Στη συνέχεια θα μιλούσαν τα κινητά τηλέφωνα και οι τραπεζικοί λογαριασμοί τόσο της οικογένειας όσο και ανθρώπων με τους οποίους επικοινωνούσαν συχνά, για λόγους που δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν. Από τη διασταύρωση των στοιχείων θα βρουν ότι είχαν κατατεθεί χρήματα από τον Παντελή Πάτσιο στους λογαριασμούς των πέντε αντρών, οι οποίοι κατηγορούνται ως φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας.
Το 2005 θα καθίσουν και τα τρία μέλη της οικογένειας στο εδώλιο του Μεικτού Oρκωτού Δικαστηρίου της Λάρισας, με το κατηγορητήριο να είναι πολύ βαρύ. Μετά από επικοινωνία που είχα με τον τότε συνήγορο υπεράσπισης της οικογένειας, Λεωνίδα Μπέλτσιο, μαθαίνουμε ότι η σύζυγος και η κόρη του Παντελή Πάτσιου θα αθωωθούν. Αντίθετα, εκείνος θα καταδικαστεί πρωτόδικα σε ισόβια, ποινή που δεν θα αλλάξει ούτε αργότερα στο Εφετείο.
u