Πέρασαν τόσο πολλά χρόνια από τότε που κανονικά τα λόγια σου θα έπρεπε να χαθούν στη λήθη (ίσως να είναι περισσότερα από 20, ίσως και όχι), κι όμως θυμάμαι εκείνη τη μέρα σαν να ήταν χθες. Μπροστά στη Νομαρχία (τότε) έστεκες με το μικρόφωνο στο χέρι, η φωνή σου έτρεμε, σείονταν το μέσα σου, όχι δεν ήταν από αγανάκτηση, ενσυναίσθηση θαρρώ πως ήταν. Ταράχτηκα… ταράχτηκα γιατί δεν είναι συνηθισμένο η ψυχή σου να ανταμώνει με αυτήν κάποιου άλλου. Κόλαφος τα λόγια σου, μα θαρρώ πως από κάποιο σημείο και μετά έπαψα να σε ακούω.
Άκουγα μονάχα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, σκεφτόμουν διάφορα μα αυτό που μου έμεινε αλησμόνητο είναι το συμπέρασμα που έβγαλα ακούγοντάς σε (κοίτα να δεις… πόσο σπάνιο φαινόμενο αυτό). Έβλεπα επιτέλους έναν άνθρωπο να ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους του. Βούρκωσαν τα μάτια μου τότε, το ίδιο και τώρα…
Πες μου έναν καλό οδοντίατρο, ρώτησα κάποτε έναν φίλο. Στον Πασχάλη θα πας, είναι άνθρωπος! Εντάξει, αυτό το έχω ξανακούσει, είναι όμως καλός γιατρός ρε; Τον ξαναρώτησα. Ο καλύτερος! Μου απάντησε. Και όταν πήγα το διαπίστωσα και μόνος μου. Τι σου χρωστάω γιατρέ (από σεβασμό ποτέ δεν ανέφερα το όνομά σου κι ας ήθελα τόσο πολύ να το κάνω); Με κοίταξες αινιγματικά. Τα μάτια σου λαμποκοπούσαν. Κι αυτά τα άτιμα ξέρεις πόσο έχουν ανεβεί; έλεγες κοιτώντας με στα μάτια. Δεν ξέρουν τι ζητάνε οι αθεόφοβοι ( μιλούσες για τα υλικά που χρησιμοποιούσες). Αντί για απάντηση ερώτηση: Για πες μου τι χρήματα έχεις; Ωχ αναφώνησα νοερά. Αποκλείεται να φτάνουν, αναλογιζόμουν καθώς έβαζα το χέρι στην τσέπη και το έβγαζα με όσα χρήματα είχα. Και ήταν σαν να διάβαζες το μυαλό μου και αμέσως μετά χαμογελούσες. Αυτά είναι πολλά, μου έλεγες. Έχεις και ρέστα. Έκπληκτος σε κοιτούσα. Όχι δεν ήταν πολλά, ήταν το περίσσευμα της ψυχής σου που τα έκανε πολλά. Έκανες πολλά ραγισμένα δόντια καλά όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα έκανες και πολλές καρδιές να ραγίσουν. Καλό παράδεισο, Πασχάλη!