Γεννήθηκα εκτός γάμου, ήμουν το παιδί ενός παράνομου έρωτα μεταξύ της μητέρας μου που με έκανε στα 17 της και του πατέρα μου που ήταν 30 ετών, παντρεμένος με δύο παιδιά.
Δεν θα μιλήσω για την ηθική που είναι πολλή σχετική, θα πω μονο πως οι γονείς μου παρά τις συνθήκες και την απιστία, αγαπήθηκαν βαθιά.
Η μητέρα μου εργαζόταν στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου ως βοηθός της μητέρας του και έτσι γνωρίστηκαν. Εκείνος τη μαρκάριζε στενά , η μητέρα μου τον ήθελε αλλά ντρεπόταν όμως ερωτεύτηκαν τόσο πολυ που ήταν αδύνατο να μην είναι μαζί αυτοί οι δύο άνθρωποι.
Έτσι γεννήθηκα εγώ και ως τότε το είχαν μυστικό. Ο πατέρας μου ερχόταν να με δει κρυφά και η μητέρα μου έκρυβε την κοιλιά της όσο ήταν έγκυος και ούτε μετά που γεννήθηκα κατάλαβε κανένας τίποτα γιατί στο μεταξύ αλλάξαμε γειτονιά.
Έτσι η μητέρα μου με πήρε μια μέρα και φύγαμε από την Αθήνα για τη Σύρο. Έστελνε γράμματα στον πατέρα μου και φωτογραφίες μου και αυτός της υπόσχονταν πως σύντομα θα χώριζε και θα ερχόταν να μείνει μαζί μας στο νησί.
Ο πατέρας μου πριν προλάβει να με αναγνωρίσει, σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα 6 μήνες μετά που φύγαμε για τη Σύρο και δεν έμαθα ποτέ που ήταν τα αδέρφια μου, ακόμα και σήμερα δεν τα έχω εντοπίσει.
Η μητέρα μου ντύθηκε στα μαύρα και έκανε χρόνια να χαμογελάσει. Δεν έκανε ποτέ καμία σχέση ούτε ξαναπαντρεύτηκε και όλος της ο κόσμος ήμουν εγώ και το καφενείο του κυρ Στάθη που έπιασε δουλειά. Ο κυρ Στάθης έγινε και ο νονός μου όταν ήμουν 5 ετών. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Χρήστο κι έτσι με βάφτισαν Χριστίνα.
Ο νονος μου έγινε δεύτερος πατέρας μου. Η γυναίκα του σκοτώθηκε σε τροχαίο ενώ ήταν νιόπαντροι και δεν πρόλαβε να δει παιδιά. Άνοιξε το καφενείο του για να μην τρελλαθεί και έπεσε με τα μούτρα. Δεν γνώρισε καμία γυναίκα που να του ξύπνησε την ανάγκη για οικογένεια όπως η σύζυγός του.
Στο καφενείο του νονού μου ήπια την πρώτη μου κόκα κόλα, έδωσα το πρώτο μου ραντεβού με παιδιά της γειτονιας για να παίξουμε, εκεί διάβαζα τα μαθήματά μου, εκεί πήγαινα μετά τα Αγγλικά, εκεί έτρωγα το μεσημεριανό μου. Το σπίτι, μας έβλεπε για έναν ύπνο. Όταν έγινα 12 ετών, η μητέρα μου πέθανε από ανακοπή. 29 χρονών λουλούδι έφυγε έτσι ξαφνικά. Πιστεύω πως την έφαγε ο καημός του πατέρα μου. Έχασα τον κόσμο.
Κόσμος μου έγινε πια το καφενείο και ο νονός. Εκείνος συνέχισε το έργο των γονιών μου. Με πήρε και επίσημα στο σπίτι του με χαρτιά και μου έδωσε τα πάντα. Εκείνος με πήγε στο Γυμνάσιο, εκείνος με πήγε πρώτη φορά στον γυναικολόγο, εκείνος γνώρισε τον πρώτο μου φίλο και τον κοίταξε με άγριο βλέμμα “κάτσε καλά”, εκείνος μου αγόρασε τις πρώτες μου σερβιέτες και με συμβούλεψε για το σ#ξ, εκείνος στάθηκε έξω από το εξεταστικό κέντρο με αγωνία όταν έδινα για Lower και μετά για Πανελλήνιες, εκείνος με αποχαιρετούσε με δάκρυα στα μάτια όταν πέρασα Φιλοσοφική Αθηνών και έφευγα με το καράβι για την πόλη.
Στην Αθήνα τελείωσα τις σπουδές μου και στο νησί γύρισα μόνιμα στα 32 μου, όταν αποφάσισα ότι η δουλειά που είχα σπουδάσει δεν μπορούσε να με ζήσει, οπότε επέστρεψα για να αναλάβω εγώ το καφενείο. Εκει γνώρισα και τον άντρα μου.
Ο νονος μου πέθανε ένα χρόνο μετά, όταν ήμουν έγκυος στην κόρη μου και της έδωσα το όνομά του. Ευσταθία.
Κάθε γωνιά του καφενείου είναι εκείνος. Θα τον ευγνωμονώ για πάντα που με πηρε υπό την προστασία του, με φρόντισε και με έκανε δικό του παιδί και ας μην ήμουν.
Θα τον ευγνωμονώ πάντα που μου έδωσε τα εφόδια για να μπορώ εγώ σήμερα να ζω αξιοπρεπώς, να δουλεύω και να έχω οικογένεια και πιο πολύ τον ευγνωμονώ που ούτε μια στιγμή δεν κοίταξε πονηρά τη μάνα μου ή εμένα. Που δεν τραυμάτισε την ήδη τραυματισμένη μας ζωή.
Γονιός μπορεί λοιπόν να είναι και ο νονός.
Και ο δικός μου μάλιστα από καποια ηλικία και μετά, έγινε μόνος νονός.
Ο δεύτερος μπαμπάς μου.
Χριστίνα