Η διαδρομή στον κόσμο του βιβλίου συνεχίζει το μαγευτικό της ταξίδι με τον πολυβραβευμένο συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνο και το βιβλίο του «Ο Κουτσός Άγγελος» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και δικηγόρησε ως το 1997. Πρώτο του βιβλίο, το 1982, η συλλογή Ιστορίες με σκύλους. Ακολούθησαν η βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Μεγάλη Πομπή (1985, επανέκδοση από το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2013), τα μυθιστορήματα Βραδιές μπαλέτου (1991, επανέκδοση από το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2016), Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια (1996, επανέκδοση από το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2010), Ο Κουτσός Άγγελος (2002), Σκοτεινές επιγραφές (ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2011) που τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω 2012, Η κρυφή πόρτα (2016) και Ελαφρά ελληνικά τραγούδια (2018) για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Ένας τόμος με δοκίμια (Δοκιμαστικές πτήσεις) το 1993, η συλλογή διηγημάτων Τέσσερις ελληνικοί φόνοι (2004), μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας όπως Ο Βλακοχορτοφάγος του John Barth (1999) και το αυτοβιογραφικό Μια λέξη χίλιες εικόνες (2004).
Απέσπασε το Μεγάλο Τιμητικό Βραβείο του Αναγνώστη 2020 για το σύνολο του έργου του.
Περιγραφή βιβλίου
Ένα νουάρ μυθιστόρημα στα χρόνια της Κατοχής.
Αθήνα 1943. Ένας ντετέκτιβ, Ελληνοαμερικανός, βρίσκεται εδώ και λίγα χρόνια στην Ελλάδα, κυνηγημένος από τους εχθρούς του.
Φυτοζωεί από το επάγγελμά του και ενώ ο πόλεμος διαλύει τις τελευταίες του ελπίδες, κάποιος του αναθέτει την προστασία ενός κοντραμπασίστα της όπερας. Μετέωρος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, θα συναντήσει πλάσματα φτιαγμένα από τα υλικά του πόνου και της επιβίωσης: μια μοιραία γυναίκα που σαγηνεύει όλους τους άνδρες της ιστορίας, μια Εβραιοπούλα παντρεμένη μ’ έναν μαυραγορίτη, έναν Γερμανό αρχιμουσικό αποφασισμένο ν’ ανεβάσει τον «Χρυσό του Ρήνου» στη Λυρική, έναν αλλήθωρο πρώην εκτελωνιστή, μια πόρνη της Τρούμπας, μια μαυροφορεμένη γυναίκα παραδομένη στο ερωτικό αλισβερίσι. Όλοι τους έχουν δαγκώσει το μήλο της αμαρτίας. Όλοι τους μπορούν είτε να σωθούν είτε να χαθούν. Μήπως για να σωθεί η ψυχή ενός τόπου πρέπει να επιζήσουν και η αρετή και ο πειρασμός;
Η πλοκή είναι αριστοτεχνική. Δεν περισσεύει ούτε μία λέξη, δεν αφήνεται τίποτα μετέωρο και οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη με τον αποκλειστικό τρόπο που ο Πανσέληνος επιφυλάσσει στον αναγνώστη. […] Σημείο αναφοράς στην παράδοση των σημαντικών επιτευγμάτων στη λογοτεχνία της εποχής μας.
Αντώνης Κωτίδης, Η Καθημερινή
Το πιο φιλόδοξο και πιθανότατα το κορυφαίο ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς ήρθε όχι αναπάντεχα από έναν συγγραφέα που διαλέγει πάντοτε μεγάλα θέματα και ξέρει να τα αναπτύσσει με λεπταισθησία και βαθύνοια.
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα
Κατορθώνει να παραστήσει με εξαιρετική μαεστρία την κατοχική Αθήνα […] και να δώσει χωρίς τον απειροελάχιστο μελοδραματισμό τις ασφυκτικές (μεταξύ ζωής και θανάτου) συνθήκες της καθημερινότητας των ανθρώπων της. […] εικόνες γνήσια σπαρακτικές, παράλληλα διαποτισμένες με ένα πολύ διακριτικό και συνάμα ολόδροσο χιούμορ.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία
Απόσπασμα
Στην Αθήνα την εποχή εκείνη το επάγγελμά μου δεν μπορούσες να το εξασκήσεις παρά με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο. Η πιο συνηθισμένη δουλειά ήταν να ξετρυπώνω παράνομα ζευγάρια σε ξενοδοχεία ή γκαρσονιέρες, και με τη συνεργασία κάποιου φωτογράφου, του Πελοπίδα Λεμπεσόπουλου, που είχε κατάστημα στο ισόγειο της Γαμβέτα, να τους μπαγλαρώνουμε και να τους οδηγούμε γυμνούς στο πλησιέστερο τμήμα για να ακολουθηθεί η διαδικασία του αυτόφωρου. Έπρεπε να έχεις σκληρή καρδιά γι’ αυτή τη δουλειά. Αλλά η καρδιά μου είχε σκληρύνει πια αρκετά, και την έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη ‒ να τους σέρνω, χλωμούς κι αλλόφρονες, τσιτσίδι κάτω από ένα πρόχειρο σεντόνι ή κουβέρτα, τρέμοντας και κλαίγοντας ή βρίζοντάς μας ή τάζοντας λαγούς με πετραχήλια αν τους αφήναμε.