Ο πατέρας μου ήταν πάντα μπροστά από την εποχή του.
Πρώτος αγόρασε γραμμόφωνο στο Άργος Ορεστικό !
Πρώτος ποδήλατο.
Και είναι ο πρώτος, που άνοιξε μαγαζί με ποδήλατα και τα νοίκιαζε. Μία δραχμή δέκα βόλτες, ή με την ώρα.
Από τους πρώτους έφυγε στην Γερμανία.
Έμεινε εκεί δεκαπέντε χρόνια.
Εργατικός, έξυπνος δραστήριος, πολυτεχνίτης, πρόθυμος, φιλότιμος, με όλα τα χαρακτηριστικά του Έλληνα Οδυσσέα, περιπλανήθηκε σε πολλές πόλεις της Γερμανίας και δούλευε σε διάφορα εργοστάσια και ένα φεγγάρι στην Ελβετία.
Από εκεί μου έφερε ένα ρολόι χειρός σε σχήμα τραπέζιο.
Τρία μόνο τέτοια κατασκεύασε το εργοστάσιο, κατ΄ απαίτηση της κόρης του εργοστασιάρχη, καθώς ήταν μαθήτρια Δημοτικού και διδάχτηκε στο σχολείο, στο μάθημα της Γεωμετρίας το σχήμα τραπέζιο.
Το ένα ρολόι, το πήρε η κόρη του εργοστασιάρχη, το άλλο ο πατέρας μου, για μένα και το τρίτο δεν ξέρουμε, που κατέληξε.
Εκεί έμαθε, διδάχτηκε να διορθώνει ωρολόγια, αναπτήρες, ραδιόφωνα.
Δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο και άνοιξε μαγαζί στην Γερμανία.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, κοντέινερς ξεφόρτωναν εμπόρευμα.
Αναπτήρες Ρόνσον, ωρολόγια, μπιμπελό, συλλεκτικά αντικείμενα, κουρδιστά παιχνίδια, αρκουδάκια, αεροπλανάκια, που πετούσαν μόνα τους και έκαναν κύκλους, χωρίς να προσκρούουν σε εμπόδια, μπαλαρίνες, που χόρευαν σε γόνδολες, τσιγαροθήκες αυτόματες, ραφινάτες πίπες γυναικείες και λεπτά χρωματιστά τσιγάρα για κομψές μοντέρνες κυρίες.
Φούστες πλισές, πουκάμισα νάυλον λευκά γυναικεία με δαντέλλες, μαύρες βελούδινες κορδέλες στο λαιμό με διαμαντάκι, καθώς ήταν στην μόδα της Γερμανίας εκείνη την εποχή. Μέχρι και φιγουρίνια (έγχρωμα χοντρά βιβλία μόδας) Την εποχή του 1970.
Έφερε και κοσμήματα χρυσά, καθώς ήθελε να ανοίξει μαγαζί με κοσμήματα.
Θαμπώθηκε το Άργος.!
Τελικά άνοιξε περίπτερο στην πλατεία και δίπλα ακριβώς μαγαζί και δύο αποθήκες με εμπόρευμα στο σπίτι.
Τα πάντα μπορούσες να βρεις εκεί. Λάμπες ηλεκτρικές, ηλεκτρολογικό υλικό. ραδιόφωνα, είδη κεντήματος, είδη πλεκτικής, μέχρι και βελόνια και κλωστές, για την γούνα, για τους γουνεργάτες της Καστοριάς..
Σε άλλες περιόδους είχε τρία περίπτερα, παράλληλα με τις αποθήκες μαγαζιά.
Το ένα στην πλατεία το δούλευε ο ίδιος.
Το άλλο. ανάμεσα στο Γυμνάσιο και στο Δημαρχείο, το δούλευε η μητέρα μου.
Και το άλλο, που ήταν στη αρχή της ανηφόρας της Αγίας Παρασκευής, εγώ.
Ήμουν μαθήτρια τρίτης και Τετάρτης τάξης του εξατάξιου Γυμνασίου Άργους. Μετά το σχολείο, κάθε απόγευμα δούλευα στο περίπτερο και το καλοκαίρι όλη μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Σε όλα μέσα ήταν ο πατέρας μου. Την εποχή, που για πέντε περίπου χρόνια το κράτος απαγόρευε την εισαγωγή μπανάνας, εμείς τρώγαμε άφθονες.
Έβρισκε τον τρόπο και προμηθευόταν και για μας, αλλά και για μία ακόμη πλούσια οικογένεια του Κ….
Πήγαιναν καλά οι δουλειές του. Γεμάτες οι τσέπες με χρήματα, για συναλλαγές.
Πήγαινε στην Θεσ/νίκη βόλτα κι αν έβλεπε στην βιτρίνα κάτι, που τον ενδιέφερε, έμπαινε μέσα και αγόραζε 60 ωρολόγια, από κάθε είδος
Ήταν η εποχή, που η οικονομία του Κράτους ήταν σε ανοδική πορεία.
Το Άργος Ορεστικό είχε στρατόπεδο και μάλιστα ήταν Κέντρο υποδοχής νεοσυλλέκτων φαντάρων. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ παραταγμένοι φαντάροι από το στρατόπεδο πήγαιναν στην πλατεία του Άργους και έκαναν έπαρση της σημαίας το πρωί και υποστολή το απόγευμα.
Ακόμα τους θυμάμαι να κατεβαίνουν τραγουδώντας το τραγούδι «Έχώ μια αδερφή, – κουκλίτσα αλήθινή, -την λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύυυ.. Την λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ..!
Θυμάμαι, που σηκώνονταν όλοι στο καφενείο του Μασλίγκα όρθιοι και όλοι όσοι ήταν στην πλατεία σταματούσαν την δουλειά τους και με πολύ σεβασμό τραγουδούσαν σε στάση προσοχής τον Εθνικό Ύμνο.
Τα απογεύματα ο δρόμος από την πλατεία έως το Γυμνάσιο γέμιζε κόσμο, νέους και νέες., Καλοντυμένοι οικογενειάρχες με τα παιδιά τους βγαίνανε βόλτα και γέμιζε ο δρόμος, που ένωνε την πλατεία και το εξατάξιο Γυμνάσιο.
Ένα ποτάμι με κόσμο ανέβαινε και άλλο κατέβαινε, συναντιούνταν τα βλέμματα και αντήλλασσαν χαιρετισμό και χαμόγελα..
Και οι φαντάροι με τις χακί στολές τους ξεχύνονταν στην πλατεία στα μαγαζιά, για καφέδες στο καφενείο και έτρωγαν γλυκά στα ΚΥΒΕΛΕΙΑ και στο Ζαχαροπλαστείο του Γκώγκου,. και βέβαια ψώνιζαν, στρατιωτικά είδη, που πουλούσε ο πατέρας μου.
Ήταν η εποχή, που ο πατέρας μου δάνεισε δύο φορές την Εθνική Τράπεζα του Άργους Ορεστικού, διότι είχε καθυστερήσει η χρηματαποστολή την μία και την άλλη διότι κάποιος πολύ πλούσιος γέρος χωρίς οικογένεια ο Α.., που είχε κλείσει το μαγαζί του, καθώς συνταξιοδοτήθηκε, «τράβηξε», όλα τα λεφτά του και δεν είχε η τράπεζα να κάνει συναλλαγές.
Κάμποσα χρόνια πριν έρθουν τα τηλέφωνα του ΟΤΕ, ο πατέρας μου ήδη είχε συνδέσει δύο συσκευές στο σπίτι, πάνω και κάτω και μία στο περίπτερο και επικοινωνούσαμε ιδιωτικά.
Όταν ήρθαν τα τηλέφωνα του ΟΤΕ, πρώτος έβαλε τηλέφωνο, το νούμερο 274, με μετρητή, στο περίπτερό μας και εξυπηρετούσε 6.500 Αργίτες.
Η συσκευή αυτή υπάρχει ως έκθεμα στο Μουσείο μας, όπως και το ίδιο το περίπτερο.
Εγώ κάθε φορά, που χτυπούσε το τηλέφωνο ήξερα, ότι θα με στείλουν να ειδοποιήσω τον ένα ή τον άλλο.
-Ελάτε, σας θέλει ο κουμπάρος σας από το Νεστόριο.
-Ελάτε, θέλει να σας μιλήσει ο συμπέθερός σας.
Αυτό με κούραζε, γιατί έπρεπε να τρέχω από την μια άκρη στην άλλη άκρη του Άργους.
Ευτυχώς σιγά σιγά άρχισαν να βάζουν και οι άλλοι τηλέφωνα και επικοινωνούσαν χωρίς την μεσολάβησή μου.
Όταν ήρθαν οι τηλεοράσεις, εμείς είχαμε πρώτοι, από όλο το Άργος, τηλεόραση στο σπίτι μας.
Και μάλιστα δύο συσκευές, με μεγάλες οθόνες, που τις έφερε ο πατέρας μου από Γερμανία, με ένα έγχρωμο τζάμι χοντρό η μία μπροστά, που έδινε χρώμα στην εικόνα,
Εκτός από αυτές είχε φέρει και μία μικρή ακόμη ίσα με μια παλάμη.
Τηλεόραση στο Άργος είχε εκείνη την εποχή και ο Τάκης ο Φί.. και κανένας άλλος τότε.
Μιλάμε τώρα, για το 1973. Μόνο δύο κανάλια υπήρχαν.
ΥΕΝΕΔ, Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων και
ΕΡΤ, Ελληνική Ραδιοφωνία τηλεόραση.
Ο πατέρας μου έβαλε την κεραία ψηλά, για να πιάνει σήμα και με έστελνε συνέχεια να την γυρίζω, ώσπου να καθαρίσει η εικόνα, γιατί είχε πολλά «χιόνια».
Τότε προβάλλονταν η εκπομπή Μπονάντσα.
Η Μπονάντσα, είναι μια από τις διασημότερες αμερικάνικες τηλεοπτικές σειρές της δεκαετίας του 1960.
Διαδραματίζεται στην άγρια δύση της δεκαετίας του 1860.
Πρωταγωνιστεί η οικογένεια του Κάρτραϊτ, που αποτελείται από τον πατέρα και τους τρεις γιους του. Έπαιζαν
Πρωταγωνιστές Λορν Γκριν, Περνέλλ Ρόμπερτς, Νταν Μπλόκερ, Μάικλ Λάντον, Βίκτορ Σεν Γιανγκ, Γκάι Ουίλλιαμς, Ντέιβιντ Κάναρυ, Μιτς Φόγκελ, Ρέι Τιλ, Bing Russell, Τιμ Μέιθσον, Ted Cassidy και Glenn Corbett
Μουσική Ρέι Έβανς
Διάρκεια 50 λεπτά
Προέλευση Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής[1]
Γλώσσα Αγγλικά
Ήταν μια υπέροχη σειρά. Με άριστους ηθοποιούς, παιδαγωγική, με ήθος, με όμορφες ιστορίες και πλοκή, απευθύνονταν σε όλες τις ηλικίες και παιδιά.
Ερχόταν η θεία Βαίτσα με τον άνδρα της, τον φωτογράφο, τον Μπ.. και τα τρία παιδιά τους, που κατοικούσαν δίπλα μας, ερχόταν οι γειτόνισσες μας, η κυρά Μήτσαινα του γαλατά και η κόρη της, η Βαγγελίτσα και άλλες φορές, άλλες γειτόνισσες αγαπημένες και όλοι μαζί καθόμασταν στην μεγάλη κάμαρα και βλέπαμε Μπονάντσα.
Η μάνα μου έβγαζε πότε φρούτα και πότε γλυκό κυδώνι ή κολοκύθι και αν είχε πίτα κερνούσε και τρώγαμε. Ή έκανε χαλβά, που άρεσε τον πατέρα μου!
Τι ωραία χρόνια.. Πόσο κοντά μας έφερναν, πόσο μας έδεναν αυτές οι στιγμές..
Ένα βράδυ περιμέναμε να έρθουν οι γειτόνισσές μας και δεν ήρθαν. Η μαμά μου ανησύχησε.
– Κάτι έπαθαν είπε.
Την άλλη μέρα το πρωί συναντήθηκαν στην βρύση της γειτονιάς. Μια βρύση που έτρεχε άφθονο νερό και δρόσιζε διαβάτες και παζαριώτες.
Αγαπημένη βρύση. Τόπος συνάντησης των γυναικών, πρωί και γιόμα, που γέμιζαν τα γκιούμια τους.
Και πριν ρωτήσει η μητέρα μου, «-Γιατί δεν ήρθατε», ρώτησε η κυρά Μήτσαινα.
-Αχ κυρά Μαρία, πολύ στεναχωρηθήκαμε χθες, για τον καημένο τον Πασχάλη. Τι κάνει είναι καλύτερα σήμερα; .
-Μια χαρά είναι, γιατί ρωτάτε, απάντησε η μητέρα μου.
-Να. Χτες ήρθαμε, για να δούμε τηλεόραση και ενώ ήμασταν στην αυλή τον ακούσαμε, που φώναζε πολύ δυνατά:
-Σκώτι μου, σκώτι μου…
-Τον πονάει το «σκώτι», είπε η Βαγγελίτσα και φύγαμε. Γυρίσαμε πίσω.
Η μαμά μου γέλασε.
-Δεν τον πονούσε το σκώτι του..
-«Σκώτι μου» φωνάζει την Φανίτσα μας, από αγάπη πολύ, είπε η μάνα μου και ανακουφίστηκε η γειτόνισσά μας και βάλανε τα γέλια και οι δύο.
Ναι κάθε βράδυ ο πατέρας μου έκλεινε το περίπτερο και ερχόταν σπίτι και με φώναζε:
-Φανίτσα μου…..κορίτσι μου…. σκώτι μου… σκώτι μου… Άλλες φορές με φώναζε χαϊδευτικά
–Κουκουνάρτσιε…κουνουνάρτσιε.. εννοώντας το κουκουνάρι του πλάτανου και με αγκάλιαζε και μου έδινε πάντα, ένα διάφανο σακουλάκι φιστίκια Αιγίνης, από το περίπτερο.
Ήξερε ότι μου αρέσουν.
-Δεν θα δώσεις τις αδερφές σου καθόλου….έλεγε. .
-Θα τα φας όλα μόνη σου. Εδώ μπροστά μου…
Αυτό με στεναχωρούσε πολύ. Οι μικρές αδερφές μου βλέπανε.. και εγώ φρόντιζα να κρύβω στις τσέπες μου αρκετά και να τις δίνω κρυφά, όταν δεν έβλεπε ο πατέρας μου.
-Όχι δεν θα τις δώσεις έλεγε. Αυτές δεν έρχονται στο περίπτερο να βοηθήσουν.
Η αλήθεια είναι ότι μικρές απέφευγαν να πηγαίνουν στο περίπτερο, αλλά ήταν παιδάκια και ήθελαν να παίζουν.
Αρκετές φορές θυμάμαι έρχονταν και τις φώναζε να πάνε να τον βοηθήσουν, αλλά ή έλειπαν ή κρύβονταν κάτω από το κρεββάτι και έτσι πήγαινα πάλι εγώ.
– Θα τα φας μόνη σου, εδώ μπροστά μου, έλεγε θυμωμένος ο πατέρας μου.
Όχι! δεν μπορούσα να τρώω και οι αδερφούλες μου να βλέπουν. Όταν δεν μπορούσα να τις δώσω κρυφά φυστίκια «Αιγίνης», δεν έτρωγα ούτε εγώ!
‘Έτσι λοιπόν, οι γειτόνισσες γελούσαν, που τον άκουγαν να φωνάζει ¨σκώτι μου, σκώτι μου” και «κουκουνάρτσιε» και ερχόταν κανονικά κάθε φορά και βλέπαμε μαζί όλοι Μπονάντσα.
Τα λατρεύω τα φιστίκια Αιγίνης. Είναι βέβαια γευστικά, αλλά περισσότερο, γιατί μου θυμίζουν αυτήν την ξεχωριστή, την πληθωρική αγάπη του Πατέρα μου.
-Α ρε πατέρα μου…
Κανείς δεν με ξαναφώναξε «-Σκώτι μου…» ούτε «Καουκουνάρτσιε..»
και κανείς δεν μου φέρνει Αιγίνης…
και η τηλεόραση δεν ξανάβαλε την Μπονάντσα…
Θεοφανώ Π. Θεοχάρη
24-6-2022