Ὁ φούρναρης γκρίνιαζε συνέχεια στήν γυναίκα του πού πήγαινε στίς ἐκκλησίες καί ἔδινε στούς φτωχούς καί στούς ἐράνους. Μία μέρα, ἐκεῖ πού ἔβγαλε τό ζεστό ψωμί καί μοσχοβόλησε ἡ γειτονιά, ἦρθε καί στάθηκε στήν πόρτα του ἕνας φτωχός.

– Ἀφεντικό, ὅλα αὐτά τά ψωμιά εἶναι δικά σου;

– Ἀμ’ τίνος νά ’ναι;

– Καί δέν τά τρῶς;

– Βρέ φύγε ἀπό δῶ!

– Δῶσε μου καί μένα ἕνα ψωμάκι πού πεινάω!!!!

– Φύγε σοῦ εἶπα, παράτα μέ.

– Ἀφεντικό!!!

– Φεύγεις ἤ δέν φεύγεις;

– Ἀφεντικό!!!!! Παρακαλοῦσε ὁ φτωχός…

Δέν πρόλαβε νά τελειώσει τή λέξη του, καί ὁ φούρναρης τοῦ πετάει ἕνα ψωμί, βάζοντας σημάδι στό κεφάλι του. Ἔσκυψε ὁ φτωχός καί τό ψωμί τόν πῆρε ξυστά καί ἔπεσε παραπέρα. Τρέχει, τό ἁρπάζει, κάθεται σέ μία γωνιά καί τό τρώει…

Ὁ φούρναρης ὅλη μέρα ἦταν νευριασμένος γιά τόν γρουσούζη ἐπισκέπτη καί τό ψωμί πού ἔχασε. Ἄς τολμήσει νά ξανάρθει, ἔλεγε!

Τή νύχτα, κάπου δύο μετά τά μεσάνυχτα, πετάγεται ὁ φούρναρης ἀπό τόν ὕπνο τοῦ τρομαγμένος καί καταϊδρωμένος.

– Γυναίκα, σήκω, ξύπνα. Φέρε μου μία φανέλα νά ἀλλάξω καί νά σοῦ πῶ. Γυναίκα, πέθανα λέει, καί μαζεύτηκαν γύρω μου Ἄγγελοι καί διάβολοι, ποιός νά πάρει τήν ψυχή μου.

Σέ μία μεγάλη ζυγαριά ὅλο καί πρόσθεταν οἱ τρισκατάρατοι τά κρίματά μου. Καί ὁ ζυγός βάρυνε καί βάρυνε καί οἱ Ἄγγελοι δέν εἶχαν τίποτα νά βάλουν καί λυπόντουσαν.

Σέ μία στιγμή, ἕνας Ἄγγελος φωνάζει: Τό ψωμί! Αὐτό πού χόρτασε τόν πεινασμένο. Βάλτε το στόν ἄλλο ζυγό.

Οἱ διάβολοι ἐπαναστάτησαν: Τό ψωμί δέν τό ἔδωσε. Τό ἔριξε νά σπάσει τό κεφάλι τοῦ φτωχοῦ.

Καί ἀπάντησαν οἱ Ἄγγελοι: Ὅμως χόρτασε τόν πεινασμένο καί ἐκεῖνος ἔδωσε τήν εὐχή του. Καί πού λές γυναίκα μου, ἐκεῖνο τό ψωμί ἔκανε καί ἔγειρε ἡ ζυγαριά ἀντίθετα καί σώθηκα

. Τό λοιπόν, δίνε, δίνε καί μή σταματᾶς. Καί ἐγώ θά δίνω. Ἄχ, καί νά ξανάρθει ἐκεῖνος ὁ φτωχός!

Ἐπιτέλους κατάλαβε καί ὁ φούρναρης ὅτι κερδίζει ὅταν δίνει.

Ἐμεῖς ὅμως; Τό ἔχουμε καταλάβει;

Μήπως φοβόμαστε να δώσουμε;

Μήπως ἡ “κρίση”μᾶς βούλιαξε στήν ὀλιγοπιστία;

Μήπως εἶναι καιρός νά ἀρχίσουμε νά γινόμαστε καί λίγο χριστιανοί;

Καί να πιστεύουμε ἀκλόνητα πώς ὃταν δίνουμε, ἀντί νά φτωχαίνουμε, πλουτίζουμε;

Ἂς τό ἀποδείξουμε ἐμπράκτως. Κάποιοι ἂνθρωποι ἒχουν ἀνάγκη καί περιμένουν, ἒστω, καί ἓνα κομμάτι ψωμί…

Φίλοι μου, μήν ξεχνᾶτε ὃτι: ‘Η πρώτη θυγατέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Αὐτή ἡ ἐλεημοσύνη κατέπεισε τόν Θεό καί ἒγινε ἂνθρωπος, γιά νά σώσει τόν ἂνθρωπο…

ΠΗΓΗ : “ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”, ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ, ΕΤΟΣ ΛΔ΄, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Γ΄, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2015, ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ 395, σ. 4 κ.ε.

Πηγή: https://www.askitikon.eu/agiologio/ofelima-psychis/54326/o-fournaris-ke-to-karveli/