Οι ερευνητές του King’s College του Λονδίνου ανακάλυψαν ότι άτομα που εμφάνισαν συμπτώματα μακράς COVID, συμπεριλαμβανομένης της «ομίχλης εγκεφάλου», είχαν μειωμένη απόδοση σε γνωστικά τεστ ως και δύο χρόνια μετά τη λοίμωξη με τον ιό.
Οι ερευνητές εξέτασαν αν η COVID-19 επηρεάζει τις γνωστικές επιδόσεις στο πλαίσιο δύο κύκλων γνωστικών τεστ που πραγματοποιήθηκαν το 2021 και το 2022. Τα δεδομένα αφορούσαν πάνω από 3.000 συμμετέχοντες στη μελέτη COVID Symptom Study Biobank και προέρχονταν από 12 διαφορετικά γνωστικά τεστ σχετικά με τη μνήμη, την προσοχή, τη λογική σκέψη, την ταχύτητα επεξεργασίας δεδομένων και τον έλεγχο των κινήσεων.
Σε περαιτέρω ανάλυση οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε αυτούς που αισθάνονταν ότι είχαν αναρρώσει πλήρως μετά την COVID-19 και σε εκείνους που ένιωθαν ότι δεν είχαν αναρρώσει πλήρως. Τα άτομα που ένιωθαν ότι είχαν αναρρώσει φάνηκε να έχουν παρόμοια σκορ στα γνωστικά τεστ με εκείνα των ατόμων που δεν είχαν μολυνθεί με COVID-19. Αντιθέτως τα άτομα που δεν ένιωθαν ότι είχαν αναρρώσει πλήρως μετά τη λοίμωξη, είχαν χαμηλότερα τεστ κατά μέσο όρο.
Ο Δρ. Νέιθαν Τσίταμ, μεταδιδακτορικός ερευνητής στην επεξεργασία δεδομένων στο King’s College του Λονδίνου και κύριος συγγραφέας της μελέτης, σημείωσε ότι «τα ευρήματά μας μαρτυρούν πως για τα άτομα που ζουν με μακροπρόθεσμα συμπτώματα μετά την COVID-19, η επίδραση του κορονοϊού στις γνωστικές λειτουργίες, όπως η ανάκληση λέξεων και σχημάτων είναι ανιχνεύσιμη μετά από σχεδόν δύο χρόνια κατά μέσο όρο από την αρχική λοίμωξη».
Όπως πρόσθεσε ωστόσο, «το εύρημά μας σχετικά με το ότι η COVID-19 δεν είχε επίδραση στα γνωστικά τεστ για τα άτομα που αισθάνονταν ότι είχαν αναρρώσει πλήρως –ακόμη και αν είχαν εμφανίσει συμπτώματα για αρκετούς μήνες και θεωρούνταν ασθενείς με long COVID– αποτελεί καλό νέο. Η μελέτη αυτή καταδεικνύει την ανάγκη παρακολούθησης των ατόμων των οποίων η εγκεφαλική λειτουργία έχει επηρεαστεί περισσότερο από την COVID-19 προκειμένου να ανακαλύψουμε πώς εξελίσσονται τα συμπτώματά τους και να τους παρέχουμε την κατάλληλη βοήθεια με στόχο την ανάρρωσή τους».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό eClinicalMedicine.