Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα φαίνεται να συσχετίζεται με την αύξηση του κινδύνου καρδιακής ανεπάρκειας σύμφωνα με πρόσφατη γερμανική μελέτη
Προάγγελος της καρδιακής ανεπάρκειας αναδεικνύεται το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα μέσα από πρόσφατη γερμανική μελέτη που δημοσιεύεται στο JAMA Network Open.
Μέσα από τα στοιχεία 82.000 ατόμων που διαγνώστηκαν με το σύνδρομο μεταξύ 2005 και 2020 και μιας ισάριθμης ομάδα ελέγχου (χωρίς το σύνδρομο), διαπιστώθηκε ότι, ανεξαρτήτως φύλου, τα άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω με τη νευρολογική βλάβη που προκαλεί πόνο, αδυναμία και μούδιασμα στο χέρι και τον καρπό, διέτρεχαν σχεδόν 50% υψηλότερο κίνδυνο για καρδιακή ανεπάρκεια. Ειδικότερα, το 8,4% των ατόμων με το σύνδρομο εκδήλωσε καρδιακή ανεπάρκεια έναντι 6,2% από την ομάδα ελέγχου.
Η μελέτη δεν εντόπισε καμία σύνδεση μεταξύ των δύο ιατρικών καταστάσεων στις ηλικίες κάτω των 60 ετών, αν και ο Δρ Karel Kostev, ανώτερος επιστημονικός διευθυντής του Τμήματος Επιδημιολογίας της IQVIA στη Φρανκφούρτη, σημείωσε ότι δεν πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στο εν λόγω εύρημα, δεδομένου ότι η καρδιακή ανεπάρκεια είναι πολύ σπάνια μεταξύ των νεότερων ασθενών.
Πιθανές εξηγήσεις
Σύμφωνα με τον Δρ Kostev, η σχέση συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα και καρδιακής ανεπάρκειας ήταν ήδη γνωστή κατόπιν σχετικής μελέτης από τη Δανία το 2019. Πρόκειται όμως για απλή παρατήρηση χωρίς να έχει αποδειχθεί κάποια αιτιώδης συνάφεια, συνεπώς δεν υπάρχει «κανένας λόγος να ελέγχεται κανείς για καρδιακή ανεπάρκεια λόγω διαγνωσμένου συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα» τονίζει.
Ο Δρ Kostev αναφέρει πως πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικές διαγνώσεις. Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι μια επώδυνη διαταραχή του άνω άκρου που προκαλείται από την πίεση στα νεύρα που διατρέχουν τον καρπό συνήθως λόγω φλεγμονής. Η Αμερικανική Ακαδημία Ορθοπαιδικών Χειρουργών αναφέρει ότι μη αντιμετώπισή του μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη δυσλειτουργία του άκρου. Η καρδιακή ανεπάρκεια αναπτύσσεται αργά και αφορά ηλικιωμένους και αν δεν αντιμετωπιστεί μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο.
Η διαπιστωμένη συσχέτιση των δύο καταστάσεων προκαλεί εντούτοις το ενδιαφέρον, καθώς είναι αμφότερες σχετικά κοινές και δυνητικά σοβαρές. Ενδεικτικά, το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα αφορά το 3% με 6% των ενηλίκων, σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Οικογενειακών Ιατρών. Το γιατί σχετίζονται εντούτοις παραμένει μυστήριο.
Μια θεωρία εμπλέκει την αμυλοείδωση, μια σπάνια ασθένεια κατά την οποία ινίδια αμυλοειδούς, μιας πρωτεΐνης, εναποτίθενται στους ιστούς προκαλώντας διαταραχές στη λειτουργία τους. Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα μπορεί να είναι πρώιμο σύμπτωμα της αμυλοείδωσης, εξηγεί ο Δρ Kostev, συμπληρώνοντας όπως πως «δεν συνδέεται κάθε περίπτωση του συνδρόμου με αμυλοείδωση και δεν προκαλεί κάθε αμυλοείδωση καρδιακή ανεπάρκεια».
Ακόμα και αν δεν είναι η αμυλοείδωση ο αιτιώδης μηχανισμός, η πιθανή εμπλοκή της παραμένει σημαντική σύμφωνα με τον Δρ Gregg Fonarow, διευθυντή του Κέντρου Καρδιομυοπάθειας Ahmanson-UCLA στο Λος Άντζελες, ο οποίος ανασκόπησε τα ευρήματα. Ο Δρ Fonarow χαρακτήρισε την αμυλοείδωση ως μια αιτία καρδιακής ανεπάρκειας που δεν έχει αναγνωριστεί επαρκώς και η οποία διαγιγνώσκεται συχνά σε πολύ προχωρημένο στάδιο σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.
Οι ασθενείς με αμυλοείδωση «μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα συνδρόμου καρδιακού σωλήνα περίπου 5 έως 15 χρόνια πριν από την καρδιακή δυσλειτουργία και τη διάγνωση καρδιακής ανεπάρκειας», σχολίασε ο Δρ Foranow επικαλούμενος ευρήματα παλαιότερων μελετών. Συνεπώς, η διάγνωση του συνδρόμου θα μπορούσε να γίνει ένας χρήσιμος προγνωστικός δείκτης για τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.
Με δεδομένο όμως ότι η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών με το σύνδρομο δεν αναπτύσσει καρδιακή ανεπάρκεια, ο ρόλος του συστηματικού καρδιακού ελέγχου ρουτίνας σε όσους έχουν διαγνωστεί με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα απαιτεί περαιτέρω μελέτη, κατέληξε Δρ Fonarow.
ygeiamou.gr