«όποιος δεν έχει γευθή την ανέκφραστη γλυκύτητα και παρηγοριά της Παναγίας μοιάζει με τα παιδιά του ορφανοτροφείου που δεν νοιώσαν την οικογενειακή ζεστασιά».
Γράφει δε για τον μεγάλο Ρώσο ασκητή της Καψάλας του Αγίου Όρους παπα-Τύχωνα:
«Στα Μοναστήρια πού πήγαινε, παρόλο πού ήταν κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με τρόπο την φιλοξενία, για να ασκείται ο ίδιος και να μην επιβαρύνη τους άλλους. Σε μια επαρχία όμως είχε ταλαιπωρηθή πολύ, γιατί οι κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Επειδή δε ο Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί, και το ψωμί της σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και είναι σαν λάσπη, δεν μπορούσε να το φάη. Γι’ αυτό είχε εξαντληθή ο νέος. Πηγαίνει λοιπόν στον φούρναρη, από τον όποιο είχε ζητήσει και άλλη φορά, να τον ξαναπαρακαλέση για λίγο άσπρο ψωμί, επειδή νόμιζε ότι θα έχη για τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε τον Τιμόθεο από μακριά ακόμη, του είπε να φυγή. Λυπημένος και εξαντλημένος όπως ήταν δ νέος, έπιασε μια άκρη και με όλη την παιδική του απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία:
«Παναγία μου, θέλω να με βοηθήσης, γιατί θα πεθάνω στο δρόμο, πρίν να γίνω Καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Δεν πρόλαβε να τελείωση την προσευχή του, και ξαφνικά του παρουσιάζεται μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, του δίνει μια φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίζεται! Εκείνη την στιγμή τόχασε ο Τιμόθεος. Δεν μπορούσε να το εξηγήση αυτό το γεγονός! Του περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν μήπως τον άκουσε η κόρη του φούρναρη και τον λυπήθηκε και είπε στον πατέρα της να του δώση λίγο καλό ψωμί.
Σηκώνεται πάλι ο νέος και πηγαίνει να τον ευχαρίστηση. Αλλά ο φούρναρης νόμιζε πώς τον κορόιδευε ο Τιμόθεος, και τον έβρισε θυμωμένος.
Αφού έφαγε μετά από το ευλογημένο εκείνο ψωμί ο Τιμόθεος και δυνάμωσε και πνευματικά, συνέχισε το προσκύνημα του και στα επίλοιπα Μοναστήρια, αλλ’ όμως το ανεξήγητο εκείνο γεγονός συνέχεια τριγύριζε στο νου του. Πέρασε αρκετό διάστημα με την απορία αυτή, αλλά αργότερα, όταν του έδωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο με τις θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την Παναγία του Κρεμλίνου, σκίρτησε η καρδιά του από ευλάβεια, τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης, και είπε: «Αυτή η Παναγία μου έδωσε το άσπρο ψωμί!»
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου: Αγιορειτες Πατέρες και Αγιορείτικα, Ι. Ησυχαστήριο Αγ. Ιωάννου Θεολόγου, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης