-
Αρχική > Τοπικά νέα > Η σημαντική τοιχογραφία τής Σταύρωσης του Χριστού (12ος αιών), στην Ιερά Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας Καστοριάς.

Η σημαντική τοιχογραφία τής Σταύρωσης του Χριστού (12ος αιών), στην Ιερά Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας Καστοριάς.

                                                                                                             Κείμενο Γιώργου Τ. Αλεξίου

 

 

Τα απεικονιζόμενα ευαγγελικά εδάφια.

1). Και φέρουσιν Αυτόν επί Γολγοθά τόπον, ο έστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος… και εσταύρωσαν Αυτόν.

2). …ειστήκεισαν δε παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ Αυτού και η αδελφή της μητρός Αυτού…

3). …δραμών δε εις και γεμίσας σπόγγον όξους περιθείς τε καλάμω επότιζεν Αυτόν….

4). …και σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην… του ηλίου εκλείποντος…

5). …ο δε Ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην εξέπνευσε…

6). …ιδών δε ο εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεό ν…

7). …εις των στρατιωτών λόγχη Αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ.

(Μάρκου ΙΕ’, Λουκά ΚΓ’, Ιωάννου ΙΘ’).

α). Προσκυνηματική μετάβαση στο μοναστήρι τής Παναγίας Μαυριώτισσας.

Ένα απ’ τα μελαγχολικά απογεύματα της Μ. Τεσσαρακοστής ξεκίνησα απ’ την Καστοριά και πήγα για προσκύνηση στο παραλίμνιο βυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας Μαυριώτισσας. Ο αναιμικός ανοιξιάτικος ήλιος κόντευε να βασιλέψει κι έβαφε ιώδη τα λίγα αραιά σύννεφα τού ορίζοντα. Κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, τ’ απειράριθμα πλατάνια τίναζαν ψηλά τα γυμνά κλαδιά τους, που φάνταζαν σαν αποστεωμένα χέρια δεόμενων πιστών. Το ψυχρό αεράκι που φυσούσε από το χιονοσκεπές Βίτσι, δρόσιζε το αναμμένο απ’ την πεζοπορία πρόσωπό μου κι αναζωπύρωνε την μυστικιστική μου διάθεση.

Στην τελευταία στροφή του δρόμου και πριν ακόμη φανεί το ιερότερο προσκύνημα τής Άνω Μακεδονίας, έκλεισα για λίγο τα μάτια και ψιθύρισα τους παρακάτω στίχους, που αφιέρωσε στην Παναγία Μαυριώτισσα ο δάσκαλος και ποιητής Α. Σεμάσης:

Προσκυνητής στον ύπνο απόψε κίνησα, ω Παναγιά Μαυριώτισσα σε σένα

κι ήρθα και σ’ ηύρα και προσκύνησα τα εικονίσματα σου τα λιβανισμένα.

Σαν τότε ήπια καφέ με τον Καλόγηρο κι άκουσα την παλιακιά του ιστορία.

Κι εκεί στης εκκλησούλας τον αυλόγυρο κάθισα κι ήπια ομορφιά με το ποτήρι.

Και χάρηκα σα μέλισσα στη γύρη.

Κι οι πιο γλυκές ανάμνησες μου ξύπνησαν, όνειρα παιδικά μου περασμένα,

και στα πελώρια σου πλατάνια δείπνησαν στο μυστικό τής Ομορφιάς δείπνο με ‘σένα!

Περαίνοντας την απαγγελία του ποιήματος, τάχυνα περισσότερο το βήμα μου κι έτσι σύντομα έφθασα στον απάνεμο αυλόγυρο τής Παναγιάς Μαυριώτισσας.

Στην είσοδο του ναού με υποδέχθηκε καλωσυνάτα ο σεβαστός ιερέας τής Μονής. Αφού έλαβα την ευλογία του, εισήλθα με λαχτάρα και δέος στο χιλιόχρονο Ιερό και στάθηκα στο υπερυψωμένο έδρανο των Ιεροψαλτών. Απ’ τη θέση αυτή μπορούσα να παρατηρήσω και να θαυμάσω καλύτερα τις μνημειώδες εικονογραφικές συνθέσεις του Δυτικού τοίχου τού κυρίως ναού και ιδιαίτερα την απεικόνιση της φρικτής Σταύρωσης του Κυρίου.

Η εν λόγω εικόνιση της Σταύρωσης είναι γνωστή σ’ όλον τον επιστημονικό κόσμο για την μεγαλοφυή σύνθεσή της, τα πρωτότυπα εικονογραφικά θέματά της, το θεολογικό βάθος και την υψηλή τέχνη της. Για τους λόγους αυτούς έχει μελετηθεί από πολλούς Έλληνες και ξένους βυζαντινολόγους. Παρακάτω θα παρουσιαστούν οι πρωτότυπες και ανώτερης πνευματικότητας απεικονίσεις τής εξεταζόμενης παράστασης, καθώς και οι ανάλογες τεχνοτροπικές ιδιαιτερότητές της. Πριν όμως γίνει αυτό θα περιγραφεί εν ολίγοις η πολυπρόσωπη δραματική σκηνή.

Στο κέντρο της παράστασης εικονίζεται ο Κύριος επί του Σταυρού, άπνους. Απ’ τις πληγές των ποδιών Του τρέχει το άγιο αίμα Του και ραντίζει το υποκάτω ευρισκόμενο κρανίο του Αδάμ. Δεξιά της κεντημένης πλευράς του Χριστού παριστάνεται η εκκλησία ως «Νέα Γυνή» να συλλέγει το τίμιο αίμα Του, ενώ στην άλλη πλευρά απεικονίζεται ως «Παλαιά Γυνή» η Συναγωγή, να διώκεται βίαια μακράν του Κυρίου από έναν άγγελο.

Στα δεξιά επίσης του Κυρίου, εικονίζεται η Θεοτόκος υποβασταζόμενη από μία μυροφόρο γυναίκα κι έτοιμη να λιποθυμίσει, ενώ στ’ αριστερά, εικονογραφείται ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής περίλυπος και με γερμένη την αγία κεφαλή του, καθώς και ο εκατόνταρχος Λογγίνος να βλέπει τα γενόμενα και να δοξολογεί τον Θεό. Τέλος, στον ουρανό της εικόνας απεικονίζονται ο ήλιος και η σελήνη ως δύο περίλυπες ανθρώπινες μορφές, ενώ στο έδαφος, κι εκατέρωθεν του Σταυρού, εμφανίζονται δύο δύσμορφα ανθρωπάρια, ο υπηρέτης (ο Αίσωπος) που τόλμησε να ποτίσει με όξος τον Χριστό και ο αναιδής στρατιώτης που λόγχισε την πλευρά Του.

Σημειώνεται, ότι στην περιγραφόμενη παράσταση περιέργως δεν έχουν απεικονισθεί οι δύο συσταυρωθέντες με τον Κύριο ληστές, ο Γίστας και ο Δυσμάς.

Και τώρα θα παρουσιαστούν αναλυτικά οι πρωτοεμφανιζόμενες και υψηλής πνευματικότητας απεικονίσεις τής εν λόγω παράστασης, καθώς και τα εξαίρετα τεχνοτροπικά της στοιχεία, ταυτοχρόνως δε θα παρατεθούν και οι σχετικές γνώμες μεγάλων Βυζαντινολόγων και ειδικών.

β). Οι απεικονιζόμενες, Εκκλησία ως “νέα γυνή” και η Συναγωγή ως “παλαιά γυνή”.

Όπως προαναφέρθηκε, δεξιά της κεντημένης πλευράς του Σωτήρος απεικονίζεται η εκκλησία ως νέα γυναίκα να “δημιουργείται” συλλέγουσα το τίμιο αίμα Του, ενώ στην άλλη πλευρά παριστάνεται μία γηραιά γυναίκα, η Συναγωγή να διώχνεται βίαια μακράν του Κυρίου απ’ έναν άγγελο.

Η όλη παράσταση αποτελεί εικονογραφική απόδοση τής διδασκαλίας του ιερού Χρυσοστόμου και του Επιφανίου Κωνσταντίας της Κύπρου. Σύμφωνα μ’ αυτούς τους δύο αγίους Πατέρες, η Εκκλησία συνεστήθη κατά την Σταύρωση και όχι κατά την Πεντηκοστή. Η Πεντηκοστή, κατά τους ίδιους Πατέρες πάντοτε, αποτελεί για την Εκκλησία μας την επίσημη επισφράγιση της σύστασής της από τον Παράκλητο και την πανηγυρική δημόσια εμφάνισή της. Οι σχετικές γνώμες των εν λόγω Πατέρων έχουν ως ακολούθως:

  1. «Εξήλθε γαρ ύδωρ και αίμα. Ουχ απλώς δε ουδέ ως έτυχεν αύται εξήλθον αι πηγαί, αλλ’ επειδή εξ αμφοτέρων τούτων η Εκκλησία συνέστηκε…» (Ιωάννης Χρυσόστομος, Migne P.G. 59, 463).

  2. «… an’ αυτής δε της πλευράς οικοδομηθήναι η Εκκλησία, εν τω νυχθήναι αυτού την πλευράν, και τα μυστήρια του αίματος και ύδατος εν ημίν λύτρα γενέσθαι» (Επιφάνιος Κωνσταντίας εν Κύπρω P.G. 42, 729-732).

γ). Η απεικονισθείσα λιποθυμία της Θεοτόκου.

Η λιποθυμία της Θεοτόκου κατά τη Σταύρωση του Χριστού είναι ένα εικονογραφικό θέμα που πρωτοεμφανίζεται στη Μαυριώτισσα. Για τη σκηνή αυτή ο βυζαντινολόγος Στυλιανός Πελεκανίδης, σημειώνει τα εξής:

«Η λιποθυμία της Παναγίας στην Σταύρωση είναι ένα εικονογραφικό θέμα που πρωτοπαρουσιάζεται στην Καστοριά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε σε αρχαιότερες παραστάσεις, που είτε καταστράφηκαν, είτε δεν αποκαλύφθηκαν ακόμη. Στη σκηνή της λιποθυμίας εικονίζεται η Θεοτόκος αριστερά από τον Εσταυρωμένο να κλίνει ισχυρά προς τα εμπρός το σώμα, έτοιμη να λιποθυμίσει και να υποβαστάζεται από μία από τις τρεις φίλες της που την ακολούθησαν ως τον τόπο της Σταύρωσης. Η παράσταση της λιποθυμίας, σε συνδυασμό με άλλη χριστολογική σκηνή υπάρχει σε χειρόγραφο από τα μέσα κιόλας του 11ου αιώνα, πράγμα που δηλώνει ότι το θέμα ήταν γνωστό πολύ παλαιότερα από την Καστοριά στην βυζαντινή εικονογραφία» (Καστοριά, εκδ. «Μέλισσα» σελ. 67).

δ). Οι αναιδείς φιγούρες του υπηρέτη και του νάνου στρατιώτη

Για τις εν λόγω αποκρουστικές μορφές (περιγραφή, τεχνοτροπική ανάλυση κ.λ.π.) θεωρείται σκόπιμο να παρατεθεί ως έχει το σχετικό κείμενο του κορυφαίου αγιογράφου Ιωάννη Βράνου:

«Στον ναό της Παναγίας της Μαυριώτισσας, στην Κάστοριά, εικονίζονται στην Σταύρωση δύο στρατιώτες, δεξιά και αριστερά από τον Σταυρό του Χριστού. Είναι ζωγραφισμένοι σαν ανθρωπάρια, που το ύψος τους φθάνει μέχρι την μέση των άλλων εικονιζόμενων, γεμάτες αναίδεια και χωρίς καμμιά χάρη.Ο ένας από αυτούς με το αριστερό χέρι κρατά το δοχείο με το όξος, ενώ με το δεξί ανυψώνει τον κάλαμο με τον ύσσωπο για να ποτίσει τον Κύριο. Το κεφάλι του είναι ανασηκωμένο και κοιτάζει τον Χριστό. Η σχεδίαση όμως των χαρακτηριστικών τού προσώπου είναι με σουρρεαλιστική διάθεση. Το μεγάλο μάτι του, το ελάχιστο μέτωπο, η μεγάλη κυρτή μύτη του, που σχεδόν εγγίζει τα συσπασμένα χείλη, καθώς και μία δέσμη από μαλλιά, που τελείως «ανοργάνως» κρέμονται προς τα πίσω, προσδίδουν στην όψη κάτι το κωμικό. Ο άλλος στρατιώτης, με το αριστερό του χέρι, στηρίζεται στο κοντάρι του, ενώ με το δεξί στρίβει το μουστάκι του. Είναι ζωγραφισμένος κατά πρόσωπο. Τα πόδια του είναι ανοικτά υπερβολικά, τονίζοντας την έλλειψη ευγένειας, το άξεστο. Το βλέμμα του είναι αδιάφορο στο δράμα που ξετυλίγεται γύρω του.

    Βλέπουμε εδώ την περίπτωση της αντίθεσης σε πολλαπλή μεταχείριση. Το μέγεθός τους είναι το μισό από όλα τα άλλα πρόσωπα τής εικόνας, ακόμη και από τους υπόλοιπους στρατιώτες. Οι δύο αυτοί είναι που ετόλμησαν, ο ένας να ποτίσει το όξος και ο άλλος να λογχίσει την πλευρά του Χριστού. Η κωμική και γεμάτη αναίδεια παράσταση των δύο αυτών στρατιωτών αποτελεί αντίθεση στην πνευματικότητα και το κάλλος της Παναγίας και του χορού των γυναικών, καθώς και του Ιωάννη και του εκατόνταρχου. Τοποθετούνται αυτά τα δύο ανθρωπάρια πλησίον στα επίσημα πρόσωπα της εικόνας, τα οποία έτσι εξαίρονται περισσότερο και δοξάζονται επί πλέον». (Θεωρία Αγιογραφίας, εκδ. Πουρναρά, σελ. 119-120).

ε). Τεχνοτροπία και αισθητική ανάλυση τής εξεταζόμενης Σταύρωσης.

Για την τεχνοτροπία και την αισθητική τής εν λόγω παράστασης ο Στυλιανός Πελεκανίδης γράφει τα εξής:

“Στην παράσταση της Σταύρωσης το σώμα του Χριστού με το μέγεθος του, τις έντονες καμπύλες, την γωνιώδη κάμψη των ποδιών, με την ρεαλιστική δήλωση των μυών και του σκελετού ακόμη, παίρνει υπεράνθρωπες διαστάσεις σαν έκφραση του ανθρώπινου πόνου και του σκληρού μαρτυρίου. Αλλά και αν το σώμα κρεμόταν φυσιολογικά επάνω στον σταυρό και μόνο το πρόσωπο έτσι όπως εικονίζεται, θα αποτελούσε την απόλυτη έκφραση του βαθύτερου πόνου. Γιατί στο πρόσωπο συγκεντρώνεται όλη η ένταση του σώματος». (Καστοριά, εκδ. «Μέλισσα», σελ. 67)

Για το ίδιο θέμα ο Ακαδημαϊκός Μανώλης Χατζηδάκης σημειώνει:

    «Στη μεγάλη σκηνή της Σταύρωσης το ήθος αποκτά μία απροσδόκητη βαναυσότητα, με την εξπρεσσιοντιστική υπερβολή στα πεζά και πραγματολογικά στοιχεία: στις άκομψες κινήσεις και στις ελάχιστα αξιοπρεπείς στάσεις των πρωταγωνιστών, στις αναιδείς και γκροτέσκες “κατά κρόταφον” φιγούρες του υπηρέτη και του νάνου στρατιώτη, στοιχεία αποτροπαϊκά. Εξ άλλου, το μεγάλο αποστεωμένο νεκρό σώμα του Σταυρωμένου κρέμεται από τον σταυρό τσακισμένο στα γόνατα από το πτωματικό βάρος, όπως το σωματικό βάρος φέρνει την λιπόθυμη Παναγιά να πέφτει εμπρός και τις γυναίκες να την συγκρατούν χωρίς πολλήν αβρότητα». (Καστοριά, εκδ. «Μέλισσα», σελ. 78).

ζ). Επιστροφή στην Καστοριά.

Η είσοδος του σεβαστού Ιερέα στην εκκλησία για τον Εσπερινό διέκοψε την προσεκτική κι επισταμένη θέαση των στοιχείων τής θεματικής τοιχογραφίας τής Σταύρωσης κι εκτόνωσε την ανάλογη συναισθηματική μου φόρτιση. Κατόπιν, και αφού παρακολούθησα με κατάνυξη την εσπερινή Ιερή Ακολουθία, εξήλθα απ’ τον μοναστηριακό ναό.

Έξω είχε πλέον σκοτεινιάσει. Στον ουρανό τρεμόφεγγαν τα πρώτα αστέρια. Τα φώτα των παραλίμνιων χωριών είχαν ήδη ανάψει και καθρεφτίζονταν στ’ ακύμαντα νερά της λίμνης. Με την σκέψη μου προσηλωμένη στο Θείο Δράμα και την καρδιά μου πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη προς τον Σταυρωθέντα Κύριο, πήρα με βήμα γοργό τον δρόμο της επιστροφής και σε λίγο έφθασα στην Καστοριά.

 Γ. Τ. Αλεξίου 

 

 

 

 

 

 

Top
Enable Notifications OK No thanks