-
Αρχική > Πολιτισμός > Στη βοή των νερών”: Διήγημα της Αναστασίας Κ. Υφαντίδου

Στη βοή των νερών”: Διήγημα της Αναστασίας Κ. Υφαντίδου

Είτε ήλιος ξημερώνει, είτε συννεφιά παρέα με την βοή των νερών περπατά η κατάκοπη, γριά γυναίκα, ακολουθώντας κάθε φορά την ίδια διαδρομή, το ίδιο μονοπάτι, πατώντας στις ψεσινές ίσως πατημασιές στο χώμα. Αυτό το κελάρυσμα του νερού κάποτε το αγαπούσε κι ανάπνεε με τον ρυθμό του. Εκεί πήγαινε την μικρή Αγγελική να παίξει, να ρίξει βότσαλα ταράζοντας την ηρεμία του ποταμού. Εκεί με τον άντρα της, στήνανε δίχτυα και ψάρευαν. Μπριάνες και γριβάδια που με περισσή φροντίδα τα ‘βαζε στον ταβά με λεπτοκομμένες φέτες ντομάτας από πάνω και πατάτες κυδωνάτες ολόγυρα, να σιγοψήνονται στην μασίνα, με την μυρωδιά να γεμίζει όλο το σπίτι. Γεμάτο το τραπέζι και το σπίτι της, γεμάτη και η καρδιά της. Συνοδεία των νερών έζησε τις πιο ξένοιαστες, ευτυχισμένες της στιγμές. Μακάρι να μπορούσε να διαλέξει μια ανάμνηση και να την ζει κάθε μέρα ξανά και ξανά σκέφτηκε.

Θεόρατα τα δέντρα, καραγάτσια, λευκάδια και πεύκα, κοντά στον ποταμό που χρόνια πολλά τώρα ακούνε τα γέλια, τις χαρές, το κλάμα και το βογγητό των ανθρώπων, που στις ρίζες τους αφήνουν πόνους κι ευτυχίες για ν’ ανακουφιστούν. Πλάι στον ποταμό χτισμένος ο Άη Νικόλας, που μέρα νύχτα φέγγιζαν τα καντηλάκια του. Όταν τέλειωνε το παιχνίδι της στον ποταμό η Αγγελική, της κράταγε το χέρι σφικτά και περπατούσανε μέχρι τον χώρο της σιωπής, να ανάψουνε κεράκια στους αιώνιους και από ‘κει να κατηφορίσουν για το σπίτι τους με τις παλάμες τους να μην χωρίζονται ποτέ. Θα ‘ταν πέντε χρονών η μικρή όταν ξεφούρνισε με αθωότητα της μάνας της «Μαμά μου όταν πεθάνεις θα σου ανάβω κεράκι κάθε μέρα» και το χαμόγελο της μαμάς της την έκανε να χαμογελάσει κι αυτήν, μα δεν πρόλαβε να δει το δάκρυ που κύλησε από τα μάτια της. Την συγκινούσε πολλές φορές το μοναχοπαίδι της με τα αθώα του λογάκια και όλο και παρακαλούσε του Θεού από ψηλά να το φυλάει και να την πάρει κοντά του μόνο όταν θα’ χει μεγαλώσει η Αγγελική και θα μπορεί να σταθεί στον κόσμο μοναχή δίχως μάνα και πατέρα φύλακες. «Κακό να μην το εύρη» ο τελευταίος της ψίθυρος στην προσευχή της νύχτας λίγο πριν κλείσει τα μάτια της.

Η Αγγελική δεν φοβόταν τίποτε και καθώς μεγάλωνε και θέριευε η ομορφιά της, έμοιαζε με αερικό άπιαστο βγαλμένο από παραμύθια. Πλάι του ποταμού, με συντροφιά τη βοή των νερών, διάβαζε ώρες πολλές ώσπου να γλυκοδύσει ο ήλιος. Λίγο πριν το φευγιό της άναβε τα κεράκια των νεκρών, τα καντήλια τους, που ποτέ δεν τα ξεχνούσε όπως και του Αγίου μη τυχόν και της θυμώσει, συνήθειες που είχε από μικρή Κει ήταν στον ποταμό που ψάρευε ο πατέρας της όταν πετάχτηκε να του πει τα χαρμόσυνα μαντάτα. «Πέρασα στο Πανεπιστήμιο πατέρα και θα γίνω επιτέλους δασκάλα». Ένα με τον ποταμό τα δάκρυα του άντρα που άργησε να την κάμει και νόμιζε πως είναι στείρος. Τα γέλια τους και τις χαρές αγκάλιασε η ποταμοροή, τα πήρε μακριά εκεί που ενώνονται τα ρυάκια με λίμνες και θάλασσες μεγάλες, να μάθουν κι άλλοι την χαρά τους τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά τους.

Στον δεύτερο χρόνο σπουδών ήταν όταν η Αγγελική τους μίλησε για τον Πέτρο. Κάθε Σαββατοκύριακο όταν επέστρεφε το κορίτσι στο πατρικό της, χαμογελούσε και φώτιζε το πρόσωπό της. Ευτυχισμένη γιατί είχε την αγάπη του Πέτρου. Τόσο αφοσιωμένος της ήταν, που πολλές φορές της έλεγε πως δίχως αυτήν η ζωή του νόημα δεν έχει. Κάποια Σάββατα ο Πέτρος δεν άντεχε μακριά από την Αγγελική, «τον άγγελο του» όπως συχνά έλεγε κι έπαιρνε το αυτοκίνητο να πάει να την βρει. Ίσα να της δώσει ένα λουλούδι και να φύγει. Ίσα να της κλέψει ένα φιλί και μια αγκαλιά. «Τις σπουδές σου να τελειώσεις μόνο Αγγελική μου» έλεγε και ματαξανάλεγε η μάνα της που φοβόταν μήπως από τον έρωτα της, τα παρατήσει όλα η κόρη της.

Την κέρδισε με την αγάπη του κι ακόμη κι αν ήταν λίγο αυστηρός ή ζηλιάρης το παράβλεπε η Αγγελική. Η αγάπη τον έκανε καμιά φορά παράξενο κι υπερβολικό. Σάμπως όλους δεν τους κάνει; «Φοβάμαι μη σε χάσω» δικαιολογούσε τον εαυτό του και η Αγγελική τον συγχωρούσε. Ώσπου η κοπέλα άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει. Μπόλιασε ο φόβος μέσα της αθόρυβα και για να μην τον θυμώνει, αραίωσε τις επισκέψεις στο πατρικό της και στα τηλεφωνήματα των γονιών της δεν καλομιλούσε. Μισόλογα και δικαιολογίες μόναχα ξεφούρνιζε. Ώσπου μια Παρασκευή γύρισε στο πατρικό της κι αυτή που κατέβηκε από το λεωφορείο δεν ήταν η Αγγελική. Ένα ελάφι ήταν τρομαγμένο, αδύνατη, με βλέμμα θλιμμένο, μαραμένο της άνοιξης σαν να ‘τανε λουλούδι. Στις ερωτήσεις των γονιών της δεν πολυαπαντούσε και μόνο κοντά στον ποταμό, εκεί, στη βοή των νερών του, έβρισκε γαλήνη. Εκεί θυμόταν πως ήταν να ‘σαι ξέγνοιαστος. Καμωνόταν πως και πάλι ήταν παιδί πετώντας τα βότσαλα όσο πιο μακριά μπορούσε. Μόνο που τώρα έκρυβε κι έναν παράξενο θυμό μέσα της. Άναβε κατά το συνήθειο της τα καντήλια, τα κεριά των φευγάτων ψυχών και κινούσε την κατηφοριά. Είδε κι απόειδε η μάνα της που κουβέντα δεν της πήρε δύο μέρες κι όταν απόμειναν μοναχές άνοιξε την καρδιά της. «Δεν χαμογελάς Αγγελική μου πια, αυτό θέλω μόνο από σένα. Αν δεν είσαι ευτυχισμένη, άφησε τον παιδί μου. Εμένα εσύ με νοιάζεις από όλους πιο πολύ. Σε φέραμε στον κόσμο σε στιγμή ανέλπιστη αφού είχαμε μεγαλώσει πια κι εγώ και ο μπαμπάς σου. Δεν σε χαραμίζω για κανέναν» τα τελευταία λόγια της μάνας της την νύχτα πριν φύγει.

Με έναν αναστεναγμό τους αποχαιρέτησε η μοναχοκόρη τους και την απόφαση της την πήρε το βράδυ που έμοιαζε αξημέρωτο. Όσο κι αν το ‘λεγε αγάπη ο Πέτρος, τούτο ήταν φυλακή, αρρώστια ήταν. Μέγγενη που βήμα δεν την άφηνε να κάνει. Μα κείνη ήταν αερικό και τις φυλακές δεν τις μπορούσε. Μεγάλωσε με αγάπη, γέλιο, ξενοιασιά και σαν τα τελευταία δύο χρόνια να ‘χει λησμονήσει πως γελάνε οι άνθρωποι, πως αναπνέουν δίχως ν’ απολογηθούν ακόμη και γι’ αυτό.

Τα χρόνια πέρασαν μα δεν κουράστηκε η γριά γυναίκα να ανηφορίζει κάθε μέρα τον μικρό της Γολγοθά. Γέμιζε το κουβαδάκι της με νερό του ποταμού και καθάριζε με προσήλωση τις μεγάλες πλάκες μαρμάρου, πότιζε τα λουλούδια και φρόντιζε το χώμα των κεριών. Γέμιζε το καντήλι λάδι κι άναβε το φυτιλάκι που σαν να τα συμφώνησε μαζί της θα έσβηνε την επόμενη μέρα, λίγο πριν τον ερχομό της, πριν καλά καλά προλάβει να κρυώσει η καντήλα. Ολοένα και περιποιούνταν τον διπλό τάφο κι όλο και μονολογούσε η γυναίκα με μάτια θολά από τα αστείρευτα δάκρυα.

«Άκουσα για σένα στις ειδήσεις πάλι κόρη μου. Λέγανε πως ήσουν η ενδέκατη για κείνη την χρονιά. Αριθμός είσαι κόρη μου, για δαύτους, αριθμός. Ένα όνομα γραμμένο στην παγωμένη πλάκα, μια αράδα που και που σ’ εφημερίδες. Το παιδί μου! Γυναικοκτονία λένε. Είστε πολλές. Κι εγώ θέλω να ουρλιάξω. Όποτε φεύγει κάποια όπως εσύ, τότε σας θυμούνται. Τότε λένε το όνομά σας. Αυτό έγινες Αγγελική μου, λίγες λέξεις, λίγα δευτερόλεπτα στις ειδήσεις. Το παιδί μου! Εσύ, έμεινες ένα όνομα χαραγμένο σε μάρμαρο κρύο κι ένας αριθμός. Δεν αντέχω να σε σκέφτομαι βαλμένη εκεί κάτω. Εσύ που έτρεχες με βότσαλα στα χέρια, εσύ που τα μαλλιά σου ανέμιζαν με χάρη, εσύ κόρη μου έλιωσες μέσα στο χώμα κι ο δολοφόνος σου σε εφτά χρόνια ήταν έξω. Μετανόησε λέει. Μπορεί και ναι. Ποιος θα σε φέρει πίσω εσένα μάτια μου; Ποια συγνώμη θα ημερέψει την φουρτούνα που με δέρνει κάθε μέρα; Ποια συγνώμη θα σβήσει την φωτιά; Το κάρβουνο που καίει την ψυχή μου ποιά; Σκοτώνει η αγάπη κορίτσι μου; Δεν μπορεί. Καμιά αγάπη δεν σκοτώνει μάτια μου. Χτήμα του σε ήθελε. Στα πράγματα υπάρχουνε ιδιοκτήτες. Στους ανθρώπους; Και τώρα κάνει οικογένεια κι εγώ έχασα εξαιτίας του την δική μου. Δυο κηδείες σε μια μέρα ‘λέγαν όλοι. Οι δύο πόνοι; Οι δυο χαμοί; Ποιος άνθρωπος αντέχει;»

Βαριαναστέναξε η γυναίκα κι έβγαλε το φθαρμένο της μαντήλι να σκουπίσει τα πρησμένα, πονεμένα μάτια. Κουράστηκε να πονά και συνάμα να θυμώνει. Χάιδεψε το μάρμαρο της Αγγελικής και δίπλα του άντρα της που ο πόνος του χαμού της τον πήρε μεμιάς, με την αδύναμη καρδιά του να σταματά σαν τους δείκτες ενός χαλασμένου ρολογιού. Πήρε τον κατήφορο μόνη κι έρημη περνώντας από τον ποταμό να ξεπλύνει το πρόσωπό της. Την ανακούφιζε το γλυκό νερό του που ξέπλενε τα αρμυρά της μάτια. Δυο πουλάκια την συνόδευαν κι ολόγυρα πετούσαν τιτιβίζοντας στην γλώσσα των πουλιών. «Αύριο πάλι» τους έλεγε και τους αποχαιρετούσε με την βοή των νερών να συνοδεύει τα βήματα της.

*Η Αναστασία Υφαντίδου, 43 ετών, γεννήθηκε στην Πεντάβρυσο της Καστοριάς, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό Δημιουργικής και Λογοτεχνικής Συγγραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Τον Ιανουάριο του 2021 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Ήσυχοι Θόρυβοι» από τις εκδόσεις Κομνηνός. Άρθρα της δημοσιεύθηκαν στα pontosnews.gr και fouit.gr. Ποιήματά και διηγήματα της στα λογοτεχνικά περιοδικά «Μανδραγόρας», «Λεξητανίλ» και Culturebook ενώ συμμετέχει σε δύο ποιητικές ανθολογίες με ποιήματα της.

fractalart.gr

 

 

 

Top
Enable Notifications OK No thanks