Τα σκοτεινά μονοπάτια του εγκλήματος γυρίζουν το χρόνο και μεταφέρονται στο φθινόπωρο του 1981. Ένας “δράκος” δρούσε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στα Νότια προάστια. Χτυπούσε πάντα σαββατοκύριακο, ενώ, ο στόχος του ήταν γυναίκες, τις οποίες βίαζε, έχοντας στραγγαλίσει και δύο από αυτές. Τον Οκτώβριο του 1983 συνελήφθη. Η είδηση ανακούφισε την κοινή γνώμη αλλά σόραρε το περιβάλλον του δράστη. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας ειναι καμιά φορά ικανοί και για το χειρότερο. Ένα άτομο υπεράνω πάσης υποψίας, εντεταγμένο στην κοινωνία, φυσικοθεραπευτής στο επάγγελμα, παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού.
Για να ξετυλίξουμε όμως, το κουβάρι της υπόθεσης από την αρχή:
Από τις καταγγελίες των θυμάτων που είχε επιτεθεί και βιάσει ο “δράκος”, είχε γίνει γνωστός ο τρόπος με τον οποίο δρούσε. “Χτυπούσε” από Παρασκευή βράδυ έως Κυριακή ξημερώματα. Τα περισσότερα θύματα του ήταν ιερόδουλες. Πάντα έβρισκε τρόπο, είτε κατόπιν συνεννόησης στην περίπτωση των ιερόδουλων, είτε με τη χρήση βίας, να βάζει στο αυτοκίνητό του, ένα μπλε Οτομπιάνκι, τις γυναίκες. Τις οδηγούσε σε ερημικές περιοχές, όπου τις αναισθητοποιούσε με τη χρήση σκοινιού, εξ’ ου και το προσωνύμιο “δράκος με το σκοινί” και τις βιάζε ενώ ήταν αναίσθητες.
Το πρώτο θύμα ήταν η 19χρονη ιερόδουλη Χρυσάνθη Μπατζίκα, η οποία δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1981. Ο Μπέσκος την είχε πλησιάσει κοντά στο νυχτερινό κέντρο “Δειλινά” και αφού είχαν συμφωνήσει την αμοιβή της, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του για να πάνε κάπου, που δε θα τους έβλεπε ο κόσμος. Αμέσως μόλις σταμάτησε το αυτοκίνητο, ο Μπέσκος πήρε το σκοινί και άρχισε να σφίγγει το λαιμό της κοπέλας, αλλά εκείνη αντιστάθηκε. Για να μην ακουστούν οι φωνές της, τη φίμωσε με λευκοπλάστ. Όμως η κοπέλα κατάφερε να τον βγάλει και τότε ο βιαστής άρπαξε ένα κουκουνάρι που βρισκόταν στο έδαφος, της το έβαλε στο στόμα και το έδεσε με ένα κορδόνι, που τύλιξε γύρω από το στόμα της και την εγκατέλειψε.
Η κοπέλα πέθανε από ασφυξία. Το πτώμα της βρέθηκε από κηπουρό.
Η δεύτερη δολοφονία του Μπέσκου έγινε τον Ιούνιο του 1983 στο Καλαμάκι. Θύμα ήταν η 20χρονη Χαρίκλεια Κολιοπούλου, η οποία βρέθηκε στο αυτοκίνητο του δράστη για άγνωστο λόγο. Ο ίδιος αργότερα ισχυρίστηκε ότι η κοπέλα έκανε οτοστόπ, αλλά η αστυνομία πίστευε ότι ο “δράκος” την άρπαξε και την έβαλε στο όχημα με τη βία. Με το γνωστό του πια τρόπο, προσπάθησε να την αναισθητοποιήσει. Πέρασε το σκοινί γύρω από το λαιμό της και άρχισε να το σφίγγει, αλλά και εκείνη, όπως και το προηγούμενο θύμα, αντέδρασε. Ο Μπέσκος για να της κλείσει το στόμα, της έβγαλε το σουτιέν και με αυτό τη φίμωσε. Η μόνη διαφορά με την προηγούμενη δολοφονία ήταν ότι η δεύτερη κοπέλα ξεψύχησε στα χέρια του, οπότε έπρεπε να ξεφορτωθεί το πτώμα. Έτσι, τη μετέφερε σε μια αλάνα και την πέταξε.
Η αλήθεια ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Ο δράστης μέσα σε σχεδόν δύο χρονιά, την περίοδο 1981-1983 σκότωσε δύο γυναίκες, βίασε έξι, ενώ προσπάθησε να σκοτώσει άλλες δεκαπέντε και να βιάσει άλλες δύο. Τραγικός απολογισμός!
Μετά και τη δεύτερη δολοφονία του “δράκου με το σκοινί” η αστυνομία βρισκόταν σε συναγερμό. Ο δράστης έπρεπε πάση θυσία να συλληφθεί.
Η έρευνα της αστυνομίας – η παγίδα και η σύλληψη.
Η αστυνομία αποφάσισε να “προκαλέσει” τον δράστη και να βγάζει περιπολίες με γυναίκες αστυνομικούς – που υποδύονταν τις πόρνες. Την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 1983 είχε στήσει μπλόκα και στα νότια αλλά και στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Στο μπλόκο της Νέας Ερυθραίας, η Αστυνομία είχε στείλει ως δόλωμα την αστυνομικό Τζένη Ταμπάκη. Πραγματικά ο Μπέσκος εμφανίστηκε με το αυτοκίνητό του, ένα μπλε Autobianchi abarth – A 112 και πλησίασε την χαμογελαστή κοπέλα. Αμέσως όρμησαν οι κρυμμένοι αστυνομικοί να τον συλλάβουν αλλά πάτησε γκάζι και έφυγε. Η Αστυνομία τον κυνήγησε και τελικά κατάφερε να τον σταματήσει στο ύψος της Κηφισιάς. Οδηγήθηκε στην Ασφάλεια και ύστερα από δύο μέρες (και αφού τον είχαν αναγνωρίσει όλα σχεδόν τα θύματά του) ομολόγησε. Από τις έρευνες που έγιναν στο αυτοκίνητο του ανακαλύφθηκαν τα σκοινιά που χρησιμοποίησε ενώ στο σπίτι του ανακαλύφθηκαν τα κλοπιμαία που κατά καιρούς είχε αποσπάσει από διάφορα άτομα.
“Όταν με συνέλαβαν, εγώ λυτρώθηκα”, θα πει 20 χρόνια μετά.
Η είδηση για τη σύλληψη του Σπύρου Μπέσκου, σόκαρε τους δικούς του ανθρώπους. Όχι μόνο τους στενούς συγγενείς αλλά και τους φίλους και γνωστούς. Κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπορούσε να κάνει τα συγκεκριμένα εγκλήματα. Όλοι μιλούσαν για υπόδειγμα οικογενειάρχη και επαγγελματία.
“Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο άντρας μου είναι ο δράκος. Είμαστε μαζί 15 χρόνια και όπως αντιλαμβάνεστε τον ξέρω πολύ καλά. Δεν κοίταζε τίποτα άλλο εκτός από μένα και το νεογέννητο παιδάκι μας, στο οποίο είχε μεγάλη αδυναμία”, δήλωσε η σύζυγός του.
Το ίδιο κατηγορηματικός ήταν και ο πατέρας του: “Το παιδί μου δεν μπορεί να είναι ο δολοφόνος. Σίγουρα τον πίεσαν και ομολόγησε. Ο Σπύρος είναι ανίκανος να σκοτώσει”, έλεγε. Μετά την ομολογία, ακολούθησε αναπαράσταση των δύο εγκλημάτων στα σημεία που είχαν πραγματοποιηθεί. Ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί, απειλούσε να λιντσάρει τον Μπέσκο και τον έβριζε. Εκείνος υποστήριζε ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τις κοπέλες και ότι θόλωσε και το έκανε.
Η δίκη του έγινε τον Φεβρουάριο του 1985. Μετά από τις καταθέσεις των μαρτύρων – θυμάτων για τις επιθέσεις και τους βιασμούς, ήρθε η ώρα της απολογίας. Ο Σπύρος Μπέσκος είπε μόνο μία φράση “Δεν έχω να πω τίποτα”. Καταδικάστηκε εις θάνατο για τις δολοφονίες και 25 χρόνια κάθειρξη για τους βιασμούς και τις επιθέσεις. Στη φυλακή ο Μπέσκος ήταν όπως τον είχαν περιγράψει οι δικοί του. Υπόδειγμα.
Από τον 1ο χρόνο φυλάκισής του άρχισε να αναλογίζεται τα όσα έπραξε και παρακάλεσε τον τότε ιερέα των φυλακών Κορυδαλλού να βρει τα θύματα και τις οικογένειές τους και να τους μεταφέρει την συγγνώμη του.
Οι γνώσεις του ως φυσικοθεραπευτή τον έκαναν περιζήτητο μέσα στη φυλακή, αφού και κρατούμενοι και σωφρονιστικοί υπάλληλοι τον επισκέπτονταν για να τους βοηθήσει. Η αρχή έγινε πριν από πολλά χρόνια μέσα στη φυλακή, όπου ο Μπέσκος έσωσε το παιδί ενός δεσμοφύλακα, το οποίο ήταν καταδικασμένο να μην περπατήσει ποτέ. Μετά από αυτό ο διευθυντής των φυλακών του έδωσε την άδεια να λειτουργεί ένα “άτυπο” φυσικοθεραπευτήριο μέσα στις φυλακές, για τους κρατούμενους, που είχαν σχετικά προβλήματα. Από το 1993 άρχισε να παίρνει τακτικές πενθήμερες και οκταήμερες άδειες εξόδους τηρώντας πάντα τους κανονισμούς. Το 1999 του χορηγήθηκε άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης. Έτσι νοίκιασε ένα χώρο στην Ηλιούπολη που τον λειτούργησε ως φυσικοθεραπευτήριο, και εκεί δεχόταν ανθρώπους με προβλήματα εκτός φυλακής. Το πρόγραμμά του ξεκινούσε το πρωί που έφευγε από τη φυλακή και παρουσιαζόταν ξανά στις 19.30 το απόγευμα στις φυλακές Κορυδαλλού. Αυτό γινόταν καθημερινές.
Τον Αύγουστο του 2008, μετά από τρεις αποτυχημένες αιτήσεις κατάφερε να αποφυλακιστεί.
Έκτοτε δεν έχει ξανά απασχολήσει τις διωκτικές αρχές. Έχει επιστρέψει στο φυσικοθεραπευτήριό του στην Ηλιούπολη, ενώ ξαναπαντρεύτηκε, αφού η πρώτη του γυναίκα έκανε αίτηση διαζυγίου, ενώ εκείνος ήταν φυλακή. Ο Μπέσκος θεωρείται μια από τις σπάνιες περιπτώσεις πραγματικού σωφρονισμού και αυτό διότι, όχι μόνο βοηθούσε τους συγκρατούμενούς του, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, αλλά μετά την αποφυλάκισή του, κατάφερε να επανενταχθεί πλήρως στην κοινωνία. Επιπλέον, “κέρδισε” ξανά την εμπιστοσύνη και την αγάπη του κόσμου, χωρίς να αντιμετωπίζει τον ρατσισμό που συνήθως αντιμετωπίζουν οι αποφυλακισθέντες.
Ο ίδιος, σε συνέντευξη που έδωσε μετά την αποφυλάκισή του είχε πει: ” Έκανα αδιανόητα πράγματα. Δεν έχω ελαφρυντικά και δε ζήτησα ποτέ άλλοθι. Το βλέπω στους ανθρώπους που με περιστοιχίζουν. Την ώρα που σε εκτιμάνε και σε αγαπάνε νιώθουν σαν κι εμένα άσχημα, γιατί το καλό τους θυμίζει και το κακό που έπραξα, το μαύρο, το φόβο που σκόρπισα τότε”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η υπόθεση του Σπύρου Μπέσκου μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη. Συγκεκριμένα στη τηλεοπτική σειρά “Ανατομία ενός εγκλήματος” , με τίτλο επεισοδίου “Ένας ήσυχος άνθρωπος”.
Πηγές: 24h.com.cy