Δύο υποθέσεις σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Η μία διαδραματίζεται το 1963 στο Κορωπί. Η άλλη το 2016 πάλι στο Κορωπί.
Τι συνδέει τις δύο αυτές ιστορίες, οι οποίες, παίρνουν μυθιστορηματικές διαστάσεις;
Μια τραγική ειρωνεία αποκαλύπτεται. Δύο υποθέσεις που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη.
Βράδυ 23ης Οκτωβρίου 1963. Το ρολόι έδειχνε έντεκα. Η 27χρονη Ελένη Παπαϊωάννου μόλις είχε αφήσει τα δύο παιδιά της στην πεθερά της. Το σατανικό της σχέδιο μόλις ξεκινούσε.
Περπάτησε αθόρυβα στις μύτες των ποδιών, περιέλουσε με βενζίνη τον άντρα της που κοιμόταν και αμέσως έβαλε φωτιά στην κουβέντα. Δεν έμεινε για να ακούσει τις σπαρακτικές του, αλλά κατευθύνθηκε στην Χωροφυλακή του Κορωπίου. Ήρεμη και κυνική, είπε στους δύο χωροφύλακες:
“Έβαλα φωτιά και έκαψα τον άντρα μου. Ήρθα να παραδοθώ. Δεν μετανοώ”.
Το χρονικό του εγκλήματος
Σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στο τμήμα Χωροφυλακής του Κορωπίου, η Ελένη Παπαϊωάννου πήρε την απόφαση να σκοτώσει τον άντρα της, “για να μην πεθάνει εκείνη πρώτη”. Δήλωσε πως τα πρώτα δέκα χρόνια γάμου ήταν μια κόλαση, πως ο άντρας της ήταν “γυναικάς”, την έβριζε, την χτυπούσε με το παραμικρό, την εκφόβιζε και τη ζήλευε παθολογικά. Μάλιστα, το ποτήρι ξεχείλισε όταν την απείλησε πως θα τη σκοτώσει, γιατί πίστευε ότι η γυναίκα του είχε εξωσυζυγική σχέση. Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας “Νέα” ο τίτλος έγραφε: “Ας πεθάνη, έκανα το κέφι μου, λέγει η αμετανόητη συζυγοκτόνος”.
Σύμφωνα με αυτό, το μεσημέρι της τραγωδίας, η Ελένη αποφάσισε να πυρπολήσει τον άντρα της. Πήγε στο παντοπωλείο της γειτονιάς και αγόρασε 3 μπιτόνια βενζίνη. Άλλα δύο μπιτόνια βενζίνη αγόρασε η κόρη της Ελένης, όταν της τα ζήτησε η μητέρα της. Το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου, η γυναίκα έστειλε τα δύο ανήλικα παιδιά της στην πεθερά της, που έμενε δίπλα.
Περίμενε μέχρι ο άντρας της, Παναγιώτης, να κοιμηθεί. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα έριξε στο σώμα του συζύγου της και στο κρεβάτι που κοιμόταν βενζίνη. Με ένα σπίρτο άναψε μια χαρτοσακούλα και την πέταξε πάνω του. Έφυγε τρέχοντας, αφού πρώτα κλείδωσε την πόρτα. Ο Παναγιώτης ξύπνησε σαστισμένος και άρχισε να ουρλιάζει από φριχτούς πόνους. Ενστικτωδώς, έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Μάταια. Πήγε προς το παράθυρο του σπιτιού, το έσπασε και βγήκε έξω. Ήταν όμως αργά. Το κορμί του είχε υποστεί θανατηφόρα εγκαύματα.
Ένας αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε τη φρικιαστική σκηνή: “Με ξύπνησαν άναρθρες κραυγές. Τις άκουσα μέσα στη νύχτα και έτρεξα στο παράθυρο. Τότε είδα έναν άνθρωπο να στριφογυρίζει σαν να χόρευε και να καίγεται σαν λαμπάδα. Σταμάτησε η αναπνοή μου”.
Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου μεταφέρθηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Την επόμενη, στις 8 το πρωί, ήταν νεκρός.
Η γυναίκα του θα δικαζόταν με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως.
Η υπόθεση της συζυγοκτόνου από το Κορωπί συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60 και ο Τύπος την χαρακτήρισε η “Τίγρης του Κορωπίου”.
Η Ελένη Παπαϊωάννου παραπέμφθηκε σε δίκη στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Το βούλευμα περιέγραψε την πράξη της: “Το θηριώδες και απάνθρωπον της ενεργείας της κατηγορουμένης, συντρίβον και αυτήν έτι την φαντασίαν, κατατάσσει αυτήν εις τα μυθολογικά τάγματα των δαιμόνων της κολάσεως”.
Η δίκη της Ελένης ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 1964. Μάρτυρες ήταν συγγενείς του θύματος και της κατηγορουμένης. Από την αρχή οι μαρτυρικές καταθέσεις ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Από την πλευρά του δολοφονημένου συζύγου, όλοι οι μάρτυρες χαρακτήριζαν την Ελένη Παπαϊωάννου ως ανήθικη αδιάφορη προς τον άντρα της και τα παιδιά της. Υποστήριξαν ότι η Ελένη διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση. Ο αδερφός του θύματος ήταν καταδικαστικός για τη νύφη του: “Πριν το γάμο, η κατηγορούμενη είχε σχέσεις με άλλον άντρα. Οι σχέσεις αυτές συνεχίστηκαν ακόμη και όταν παντρεύτηκε τον αδερφό μου. Εκείνος τα ήξερε όλα και συχνά μου έλεγε τον πόνο του. “Ντρέπομαι να βγω στην κοινωνία, γιατί έχω κέρατα και όλοι με κοροϊδεύουν”.
Για το έγκλημα υποστήριξε πως ήταν προμελετημένο: Όταν έβαλε τη φωτιά είχε φροντίσει να κλείσει καλά τις πόρτες και ο δύστυχος ο αδερφός μου δεν μπορούσε να ξεφύγει από πουθενά. Όταν ο αδερφός μου πέθανε στο νοσοκομείο και γύρισα σπίτι, βρήκα το παράθυρο σκαλωμένο το απανθρακωμένο χέρι του. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από το παλικάρι μας”, είπε ο δυστυχής αδερφός στο τέλος της κατάθεσής του.
Η μητριά της Ελένης Παπαϊωάννου, κατέθεσε ότι η “πέτρα του σκανδάλου” ήταν ο φερόμενος ως εραστής της Ελένης. Φαίνεται πως ο άντρας της Ελένης συναντήθηκε μαζί του και τον απείλησε. Αυτός όμως του έκανε μήνυση. Όταν ήρθε η κλήση στο σπίτι για να δικαστεί ο Παναγιώτης, η Ελένη την έκρυψε με αποτέλεσμα να δικαστεί ερήμην με 20 μέρες φυλακή. Η διαβολική γυναίκα σκότωσε τον άντρα της την ημέρα που έμαθε για την καταδίκη του.
Η μητριά της δολοφόνου υπερασπίστηκε τον γαμπρό της, λέγοντας πως ήταν ένας έντιμος άντρας και δουλευταράς. Αγαπούσε τα παιδιά του και η στάση του απέναντι στη γυναίκα του ήταν ψύχραιμη, ακόμη και όταν έμαθε ότι τον απατούσε.
Στο Κακουργιοδικείο κατέθεσε και ο φερόμενος εραστής της Παπαϊωάννου. Αρνήθηκε ότι είχε ερωτικές σχέσεις με την κατηγορούμενη. Όσο για το επεισόδιο με τον άντρα της Ελένης, ανέφερε ότι συνέβη όταν εκείνος βρισκόταν σε ενα ζαχαροπλαστείο και η κατηγορούμενη μπήκε να αγοράσει κάτι. “Μέσα στο ζαχαροπλαστείο δεν μιλήσαμε. Λίγο αργότερα, που έφυγα μόνος μου, ο Παναγιώτης με περίμενε, όρισες πάνω μου και μου έκοψε τη μύτη. Ξέρετε τι είναι να σου σχίζουνε τη μύτη στα καλά καθούμενα;” είπε αγανακτισμένος στους δικαστές. Οι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν ότι ο άντρας της Ελένης ήταν βίαιος και γυναικάς. Ακόμη και οι χωροφύλακες σημείωσαν ότι είχε έρθει στο τμήμα πολλές φορές για να καταγγείλει την επιθετική συμπεριφορά του άντρα της.
Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής ήταν ο αδερφός της: “Ξέραμε ότι ήταν παλιάνθρωπος, αλλά επειδή διακόρευσε την αδερφή μας σε ηλικία 15 ετών αναγκαστήκαμε να τους παντρέψουμε”, κατέθεσε.
Σειρά είχε η απολογία της κατηγορουμένης. Η εξήγηση που έδωσε ήταν απλή. Εκείνος τη ζήλευε εκείνη φοβόταν.
“Μεγάλωσα μέσα στην ορφάνια. Η μητριά μου με έστειλε υπηρέτρια σε ένα σπίτι. Αργότερα ο μακαρίτης με βίασε. Δεν ήθελε να με παντρευτεί, αλλά επενέβησαν τα αδέρφια μου και τον ανάγκασαν να με πάρει. Από τότε η ζωή μου έγινε μαρτύριο. Με έβλεπε μπροστά του σαν τον χάρο. Ο άντρας μου ούτε σκοτιζόταν για μένα και τα παιδιά. Δεκάρα δεν μου έδινε για το σπίτι. Όταν του ζητούσα να μου δώσει χρήματα για να αγοράσω γάλα, μου έλεγε να βγω στο πεζοδρόμιο”, έλεγε κλαίγοντας η Παπαϊωάννου.
Περιέγραψε την καθημερινότητά της και πως δεχόταν απειλές για τη ζωή της και για τη ζωή των παιδιών της.
Παραδέχτηκε ότι σκότωσε τον άντρα της και κλείνοντας την απολογία είπε στους δικαστές:
“Μετανιώνω για αυτό που έκανα, επειδή δεν πρέπει να αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά η ζωή μου είχε γίνει μαρτύριο. Τώρα χρωστάω μια ζωή. Πάρτε την. Μόνο γλιτώστε τα παιδιά μου από τα χέρια του κουνιάδου μου”.
Μετά την απολογία της, ο Εισαγγελέας ζήτησε από τους ενόρκους να την κηρύξουν ένοχη. Δεν δέχτηκε τους ισχυρισμούς της περί κακής συζυγικής ζωής. Απέδωσε τα πάντα στην επιθυμία της να εκδικηθεί τον σύζυγό της, επειδή είχε χτυπήσει τον εραστή της. Η Πολιτική Αγωγή την χαρακτήρισε “σύγχρονη Κλυταιμνήστρα” και περίμεναν την απόφαση των ενόρκων. Αν αποδεχόταν την ενοχή της, η Παπαϊωάννου θα αντίκριζε το εκτελεστικό απόσπασμα. Οι ένορκοι, ωστόσο, αναγνώρισαν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου της Ελένης Παπαϊωάννου και της καλής διαγωγής μετά το έγκλημα. Η ποινή ήταν 18 χρόνια φυλακή. Με το άκουσμα της απόφασης, η Παπαϊωάννου άρχιζε να βγάζει άναρθρες κραυγές, να τραβά τα μαλλιά της και να σχίζει το δέρμα της. Η “Τίγρης του Κορωπίου” είχε αποφύγει το θάνατο.
Τι συνέβη μετά από 53 χρόνια;
Δεκαετίες αργότερα, τον Αύγουστο του 2016, στο Κορωπί συνέβη ένα ακόμη έγκλημα. Η 27χρονη ερωμένη σκότωσε με μπαλτά την εν διαστάσει σύζυγο του εραστή της, μπροστά στα μάτια των δύο της παιδιών. Η γυναίκα πήρε το παρατσούκλι “Φόνισσα του Κορωπίου”. Και εδώ έρχεται να προστεθεί η τραγική ειρωνεία. Η 27χρονη ήταν η εγγονή της “Τίγρης του Κορωπίου”.
Πηγές: mixanitouxronou.gr