Τα “σκοτεινά μονοπάτια του εγκλήματος” γυρίζουν το χρόνο πίσω και ξεδιπλώνουν το νήμα της υπόθεσης Μονσελά.
Δεν θα περιγράψουμε κάποιο έγκλημα πάθους με λεπτομέρειες που σοκάρουν, ωστόσο, το πρωτοφανές της υπόθεσης ήταν ότι ο Ματθαίος Μονσελάς έγινε “δολοφόνος κατά παραγγελία” του ίδιου του θύματος.
Η υπόθεση Μονσελά είναι μια σπάνια περίπτωση τόσο στα ελληνικά όσο και στα διεθνή εγκληματολογικά χρονικά. Πολλές θεωρητικές συζητήσεις και αναζητήσεις του ποινικού δικαίου βρήκαν ζωντανό παράδειγμα. Επρόκειτο για ανθρωποκτονία με πρόθεση; Ανθρωποκτονία με συναίνεση; Υπήρξε πραγματική πλάνη; Ακόμη και το δικαστήριο που κλήθηκε να κρίνει παρουσίασε μειοψηφία στην απόφασή του.
Πως όμως μία ιδιότυπη φιλία κατέληξε στην “κατασκευή” ενός δολοφόνου;
Η Γιόλα Βαγενά ήταν για πολλά χρόνια παντρεμένη με έναν γιατρό όταν ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση. Η διάλυση του γάμου της στοίχισε τόσο στην οδοντίατρο που αναγκάστηκε να απευθυνθεί σε ψυχίατρο για να τη βοηθήσει. Τόσο οι συνεδρίες, όσο και η συμπαράσταση των δικών της ανθρώπων δεν φάνηκαν αρκετές για να ηρεμήσουν τη Βαγενά, που άρχισε να δηλώνει τάσεις αυτοκτονίας. Δεν ήταν όμως αρκετά “δυνατή” για να εκτελέσει μόνη της την απόφασή της και έτσι ζήτησε βοήθεια από συγγενείς και φίλους. Η αδερφή της μάλιστα ανέφερε πως της είχε ζητήσει αρκετές φορές να την πετάξει από την ταράτσα. Φυσικά εκείνη αρνήθηκε. Όταν η οδοντίατρος διαπίστωσε πως κανένας από τους δικούς της ανθρώπους δεν θα τη βοηθούσε να αυτοκτονήσει, άρχισε να ψάχνει τον “λυτρωτή” της σε αγνώστους.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής, η Βαγενά είχε ζητήσει ακόμα και από έναν ηλεκτρολόγο που βρέθηκε στο σπίτι της για κάποια δουλειά, να “προκαλέσει” βραχυκύκλωμα που θα την οδηγούσε στο θάνατο μέσω ηλεκτροπληξίας. Αλλά και εκείνος αρνήθηκε.
Η Βαγενά διατηρούσε ιατρείο στην Αθήνα και άφηνε καθημερινά το αυτοκίνητό της στο πάρκινγκ που εργαζόταν ο Μονσελάς. Οι δύο τους είχαν μια τυπική σχέση υπαλλήλου – πελάτη, μέχρι τη στιγμή που η οδοντίατρος άρχισε να τον προσεγγίζει. Η πληγωμένη γυναίκα πρότεινε στον μοναχικό υπάλληλο να του φτιάξει τα δόντια, εκείνος πήγε στο ιατρείο της και έτσι η γνωριμία τους άρχισε να μετατρέπεται σε φιλία. Μια φιλία που αργότερα χαρακτηρίστηκε “στημένη” από την ίδια τη Βαγενά, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να έχει αποδειχθεί επίσημα.
Ο Μονσελάς δεν έφτιαξε τελικά τα δόντια του γιατί όπως ανέφερε ο ίδιος, φοβόταν τους οδοντιάτρους, αλλά οι συναντήσεις του με τη γιατρό καθιερώθηκαν.
Η σχέση του με τη Βαγενά άλλαξε τα δεδομένα του, βρήκε την επιβεβαίωση που έψαχνε σε όλη του τη ζωή από την παρουσία μιας πλούσιας και πετυχημένης γυναίκας και άρχισε να αισθάνεται σημαντικός, αναλύουν οι ειδικοί. Και ξαφνικά βρέθηκε κοινός τόπος σε δύο διαφορετικές προσωπικότητες.Αναπτύχθηκε μια ιδιότυπη φιλία.
Ένα βράδυ μου έδειξε ένα όπλο. “Μου το έδωσε ένας φίλος μου δικηγόρος, έχω και σφαίρες, σε παρακαλώ, πάμε να το τελειώσουμε…” του είπε. Ο Μονσελάς το πήρε από τα χέρια της και έδωσε τέλος στη συζήτηση. Λίγες μέρες αργότερα στο Σχηματάρι, τον παρακάλεσε πάλι να την σκοτώσει. Εκείνος πυροβόλησε στον αέρα, μήπως την ταρακουνήσει αλλά μάταια. Για την Γιόλα, που έψαχνε τον “λυτρωτή” της, οι νυχτερινές βόλτες με το αυτοκίνητο αποτελούσαν πρόβες θανάτου.
Στις 11 Ιανουαρίου 1994, μετά από μεγάλη διαδρομή κι ενώ το τιμόνι έχει πάρει ο Μάνθος, έφτασαν μέχρι τη Βραυρώνα. “Εδώ είναι καλά”, είπε και βγήκαν και οι δύο από το αυτοκίνητο. Η Γιόλα φόρεσε ωτοασπίδες και γύρισε την πλάτη. Και τότε ήρθε η λύτρωση από τρεις σφαίρες…
Ο 39χρονος παρκαδόρος μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε σαν τρελός. Μετά από μεγάλη περιπλάνηση, το εγκατέλειψε στον Κουβαρά, “ξεφορτώθηκε” τα κλειδιά και το όπλο και με οτοστόπ έφτασε στη Γλυφάδα. Ξημέρωνε όταν πήρε ταξί για να πάει κατ’ ευθείαν στη δουλειά.
Όταν αποκαλύφθηκε το έγκλημα, ανάμεσα σε αυτούς που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν και ο Μονσελάς. Έπεσε σε αντιφάσεις. Στο τέλος “έσπασε”. “Ότι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα” ομολόγησε στους αστυνομικούς. “Προσπάθησα μόνο να την τραυματίσω. Πίστευα ότι δεν τα πέθαινε και ότι μετά από αυτό θα μετάνιωνε και δεν θα με ξαναενοχλούσε. Και ότι ίσως ο σύζυγός της να την έπαιρνε στα σοβαρά και να ξανασμίγανε”. Όταν η Ασφάλεια ανακοίνωσε τη σύλληψή του, εκείνος ψέλλιζε στους δημοσιογράφους: “Θεωρώ βλάκα τον εαυτό μου, γιατί ασχολιόμουν με τον άλλο άνθρωπο αντί να κοιτάξω εμένα”.
Στη δίκη του ή εισαγγελέας εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ εναντίον του συζύγου της οδοντιάτρου. Η εισαγγελέας συνέχισε την αγόρευσή της απευθυνόμενη προς τον κατηγορούμενο: ” Πώς θα την απέτρεπε από την ιδέα του θανάτου, όπως μας είπε εδώ, όταν την οδηγούσε σε μέρη ερημικά και σκοτεινά; Πως προσπαθούσε να την αποτρέψει με εικονικές εκτελέσεις; Έχουμε εναν κατηγορούμενο που διέπραξε ένα στυγνό έγκλημα, του οποίου το μυστικό πήρε μαζί του το θύμα και δεν ξέρουμε αν κι εκείνο το βράδυ του ζήτησε να τη σκοτώσει. Υπήρξε μεθόδευση από πλευράς του να εξαφανίσει τα ίχνη που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του. Ενήργησε συνειδητά και με πλήρη διαύγεια. Φρονώ ότι υπήρχε κάποιας μορφής επιρροή του θύματος, ζητώ όμως να κηρυχθεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο, με μόνο ελαφρυντικό αυτό του πρότερου έντιμου βίου. Αν δεν υπήρχε το χέρι του Μονσελά, η Γιόλα Βαγενά θα ήταν ζωντανή και θα είχε βρει λύση στο πρόβλημά της…”
Το δικαστήριο καταδίκασε τον Μονσελά σε κάθειρξη 12 ετών και 9 μηνών, ποινή που στο Εφετείο μειώθηκε κατά τρεις μήνες.
“Πιστεύω ότι ο Θεός και η Γιόλα με έχουν δικαιώσει είπε την ώρα που οι συνοδοί αστυνομικοί τον έπαιρναν με χειροπέδες από την αίθουσα του δικαστηρίου.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 ο Μονσελάς άφησε πίσω του τις φυλακές Κορυδαλλού με υφ’ όρων απόλυση, αφού είχε συμπληρώσει τα 3/5 της ποινής του. Το παράπονό του ήταν ότι τον είχαν απομονώσει όλοι και δεν μπορούσε να βρει δουλειά πουθενά. Έμενε σε ενα τροχόσπιτο από δω και από κει. Τελευταία φορά τον είδαν σε μια σπηλιά στου Φιλοπάππου, όταν ήταν πλέον 63 χρόνων, να πουλάει το περιοδικό “Σχεδία” για να επιβιώσει, παρέα με δύο σκυλιά.
Πηγές: astinomiko.gr