Ἦρθες, ἐκκένωσες ἑαυτόν, σὲ ἀνυμνοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή, τὰ δάκρυα τρέχουν, κυλοῦν μόνα τους. Ἡ χαρὰ παίρνει καὶ δίνει. Τὰ θεῖα νοήματα τῆς θείας κενώσεως εἶναι ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴν χαρμονή τους.
Θεέ μου! Τί Θεὸς εἶσαι; Τί γίνεται μὲ αὐτὴ τὴ μεγαλοσύνη Σου; Μένω σὰν κεραυνόπληκτος ἀπὸ θαυμασμὸ σὲ θαυμασμό!
Τί μέλλει γενέσθαι στὸν ἐπουράνιο κόσμο; Κάλλη, κάλλη θὰ βλέπει ὁ φτηνὸς ἄνθρωπος καὶ θὰ ἐξίσταται στὰ τοῦ Θεοῦ θαυμάσια.
Ὦ Θεῖο βρέφος! πόσο ἁπλά, ταπεινὰ καὶ ἀθόρυβα ἦρθες κοντά μας! Ἡ Γέννησή σου ἡ ἀθόρυβος ὁμοιάζει σὰν τὴν ἁπαλὴ δροσούλα καὶ σὰν τὸ χιονάκι ποὺ πέφτει τὴ νύχτα ἥσυχα-ἥσυχα καὶ δίνει τόση λευκότητα στὴ φύση καὶ πάρα πολλὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση στὸν ἄνθρωπο.
Γέροντος Εφραίμ Αριζόνας