– • Και καθότι, στο ξεκίνημα κιόλας του νέου έτους βρισκόμαστε για ακόμη μία φορά αντιμέτωποι με μια- κλασσική πλέον- αντιπαράθεση ενός προσώπου εξουσίας και ενός δημοσιογράφου, είναι ευκαιρία να πούμε δυο τρία πράγματα πάνω σε αυτό το αντικείμενο.
• Όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο, το να λέει (και να γράφει) κάποιος καλά πράγματα για σένα, σου είναι προδήλως αρεστό.
• Αντιθέτως, το να διατυπώνει μια αρνητική κριτική, είναι κατανοητό πως σου χαλάει την διάθεση.
• Και πέρα από το καθαρά συναισθηματικό, σου χαλάει και το πολιτικό του προφίλ, σου χαλάει και την δημόσια εικόνα και τις πελατειακές σχέσεις τις οποίες που με τόσο κόπο έχεις οικοδομήσει. Μπορεί μάλιστα να φτάνει μέχρις το σημείο να θέτει εν αμφιβόλω την επόμενη εκλογή σου.
• Κατ’ αυτό τον τρόπο, για τα πρόσωπα που διανύουν μακροχρόνιες διοικητικές θητείες ή για όσους προσπορίζονται τα προς το ζην από την πολιτική, γίνεται φανερό πως η παραμικρή αρνητική κριτική αντιπροσωπεύει μείζονα κίνδυνο για την προσωπική τους επιβίωση.
• Γι αυτό και προκαλεί – σχεδόν πάντα- εξαιρετικά θυμωμένες κι επιθετικές αντιδράσεις εκ μέρους τους.
• Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι απλό, μιας και ο όρος ‘αρνητική κριτική’ έχει πολλές εκφάνσεις και διαστάσεις.
• Αρνητική κριτική μπορεί να ασκήσει προς ένα πρόσωπο εξουσίας κάποιος καλοπροαίρετος δημοσιογράφος εφόσον τύχει να παρατηρήσει δράσεις που θίγουν τα καλώς εννοούμενα κοινωνικά συμφέροντα αλλά…
• Αρνητική κριτική μπορεί εξίσου να ασκήσει και ένας βαλτός ή ένας καιροσκόπος ή ένας κατά το παρελθόν θιχθείς και μνησίκακος δημοσιογράφος, αμέσως μόλις του δοθεί πάτημα να καταφερθεί εναντίον ενός προσωπικά του αντιπαθούς προσώπου.
• Κατά συνέπεια κάθε δημόσιος άρχων, πριν καν εκδηλώσει μια δημόσια αντίδραση στα όσα άκουσε ή διάβασε και τον ενόχλησαν, θα πρέπει πρωταρχικά να διαγιγνώσκει το είδος και τον λόγο της εναντίον του δημοσιογραφίας αλλά και τον στόχο που αυτή εξυπηρετεί. Πράγμα διόλου εύκολο αφού τα προκαλύμματα, οι προφάσεις και οι δικαιολογίες είναι πάντοτε άφθονες, υπάρχουν και χρησιμοποιούνται κατά κόρο.
• Στην χειρότερη μάλιστα των περιπτώσεων, όταν η επίθεση δείχνει να μη διαθέτει επαρκή ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ερείσματα και να κλίνει προς ιδιωτικούς λόγους και συμφέροντα, τότε το δημόσιο πρόσωπο έχει κάθε λόγο να αμυνθεί, παραπέμποντας το όλο θέμα στην δικαιοσύνη
• Σε κάθε περίπτωση πάντως , στα πλαίσια της καλής λειτουργίας του δημοκρατικού μας συστήματος, η κάθε αντίδραση θα πρέπει να παραμένει στα πλαίσια ενός δημόσιου λόγου και διαλόγου.
• Κανένας διοικητικός δεν θα πρέπει να ζητά από έναν δικαστή να απαντά για λογαριασμό του προς τον οποιονδήποτε καταγγέλλοντα.
• Κι από την άλλη πλευρά, και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι θα πρέπει με ευλάβεια να τηρούν την στοιχειώδη αρχή που μνημονεύει ο παγκόσμιος χάρτης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, στο άρθρο 2.
• Να διαχωρίζουν δηλαδή με απόλυτη σαφήνεια τις πληροφορίες που παραθέτουν και βασίζονται σε γεγονότα, από τα όποια σχόλια και τις όποιες κρίσεις οικοδομούν επ’ αυτών.
• Αν αυτό δεν είναι εξαρχής φανερό μέσα σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο και αν τα γεγονότα ΕΠΙΤΗΔΕΣ συγχέονται με τις κρίσεις, τότε το πράγμα αναγκαστικά θα πρέπει να οδεύει σε δικαστική επίλυση.