– Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο -ο οποίος, ως γνωστόν, κατέγραφε με έναν ανάγλυφο τρόπο την κυρίαρχη κοινωνική ηθική της εποχής- οι ομοφυλόφιλοι τύχαιναν μια πολύ ειδικής μεταχείρισης.
Συνήθως έμπαιναν ως ένθετοι ρόλοι σε κωμωδίες, στοχεύοντας κυρίως στην πρόκληση μιας άμεσης ευθυμίας. Θυμηθείτε την «φτερού» της Ομόνοιας, τους διπλούς ρόλους του Παράβα , του Κάπη, κλπ.
Η συμπαθής αυτή τάξη (παρ’ όλο που τεχνικά δεν κατείχε τρόπο φυσικής αναπαραγωγής) με την πάροδο των ετών αυγάτισε και πολλαπλασιάστηκε και στις απαρχές του 21ου αιώνα άρχισε να ζητά μετ’ επιτάσεως κοινωνικά, πολιτικά και νομικά δικαιώματα. Και σιγά-σιγά πέτυχε μια μεταστροφή της κοινής γνώμης, περνώντας μέσα στους καταστατικούς χάρτες των ‘προηγμένων’ χωρών της Δύσης κανόνες μίας νεοφανούς και πολύ περισσότερο ευνοϊκής αντιμετώπισης της.
Όπως, καλή ώρα, πέτυχε και προχθές και στο ελληνικό κοινοβούλιο. Στο οποίο, με μια, διόλου αμελητέα βουλευτική και υπερκομματική πλειοψηφία, κατοχύρωσε ίσα δικαιώματα με τους ετερόφυλλους στον πολιτικό γάμο.
Παλεύοντας εφεξής και για την πλήρη κατοχύρωση του δικαιώματος τεκνοθεσίας. Πράγμα που -όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι ειδικευμένοι νομικοί- δεν είναι δα και τόσο εύκολο, όσο τουλάχιστον, εκ πρώτης όψεως, δείχνει, μιας και τα Δίκαια μας είναι γεμάτα από την ορολογία της ‘πατρότητας’ και ‘μητρότητας’ οι οποίες δεν έχουν ακόμη μεταλλαγεί σε «γονεϊκότητες».
Το πρόβλημα πάντως είναι πως το όλο θέμα, σε πολιτικό και φιλοσοφικό τουλάχιστον επίπεδο, έχει απωλέσει την διαλεκτική του ισορροπία. Οι υπέρμαχοι της ισότητας την λανσάρουν σαν έναν απαραίτητο ηθικό ‘εκμοντερνισμό’, ενώ οι αντίπαλοι της την παρουσιάζουν ως ένα θεολογικό παραστράτημα και ως ένα ‘αμάρτημα’.
Πράγμα προς το οποίο σιγοντάρει και η εκκλησία με την όλη στάση της –δίχως ωστόσο να το λέει καθαρά. Κατά την άποψη μου, αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι μια Οργουελιανού τύπου αναθεώρηση των κοινωνικών ηθών, η οποία σταδιακά επιβλήθηκε μέσω μιας εκτεταμένης μεθοδικής, διαρκούς και πολύ καλά οργανωμένης προπαγάνδας (βλ. pride parades, nude festivals) η οποία, μέσω των αμέτρητων επαναλήψεων της, κατάφερε κατ’ αρχάς μεν να λειτουργήσει σαν την ξυλοκαΐνη στα πονεμένα δόντια και στην συνέχεια να κατάφερε να ‘πουσσάρει’ την κοινή γνώμη υπέρ της.
Οι ομόφιλοι, ενώ ποτέ δεν υπήρξαν -και ποτέ δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν- ως αυθεντικές πλειονότητες μέσα στα κοινωνικά μας σύνολα, συμπεριφέρονται, παρ’ όλα αυτά, σαν να ήταν τέτοιες.
Η φασαρία που κάνουν δημιουργεί τις σχετικές εντυπώσεις. Εστω κι αν κατ’ ουσίαν αυτή δεν διαφέρει σε τίποτε από τον αυτοθαυμασμό που εξεδήλωσε η μύγα εκείνη που πήγε και κάθισε στο κάγκελο ενός εφορμώντος πολεμικού άρματος και κοιτώντας πίσω ανέκραξε «πω πω ρε φίλε! Κοίτα τι σκόνη αφήνω!!!!»
Οι ομόφιλοι λοιπόν (και προσέξτε εδώ παρακαλώ την λέξη που χρησιμοποιώ και την ορθογραφία της) κέρδιζαν μια μεγάλη νίκη, την οποία και γιόρτασαν αναλόγως.
Το μόνο πρόβλημα είναι η στάση, τόσο των ίδιων, όσο και των υποστηρικτών τους στα κοινωνικά μέσα, στα οποία, ανοικτά, αλλα και εξαιρετικά επιθετικά, τα βάζουν με τους απέναντι.
Δεν θάπρεπε. Αλλά το κάνουν, διχάζοντας για ακόμη μια φορά τον ελληνικό λαό. Ο οποίος, σε επίπεδο διαβουλεύσεων τουλάχιστον δείχνει να χάνει έδαφος και να μη ξέρει καν να διαλέγεται με στέρεα, δόκιμα και ακμαία επιχειρήματα.
Δεν έχω φυσικά τα περιθώρια να ανοίξω εδώ μια τέτοια κουβέντα μιας ο χώρος του μέσου και ο χρόνος των αναγνωστών είναι πόροι περιορισμένοι…
Επιφυλάσσομαι ωστόσο να το κάνω κάποια άλλη φορά, σε μια αντίστοιχη ευκαιρία.