-
Αρχική > Πολιτισμός > Ο Καστοριανός Λουκάς Σαμαράς: Πρωτοπόρος, τολμηρός, ιδιόρρυθμος

Ο Καστοριανός Λουκάς Σαμαράς: Πρωτοπόρος, τολμηρός, ιδιόρρυθμος

ο  διεθνής εικαστικός Λουκάς Σαμαράς πέθανε σε ηλικία 87 ετών στη Νέα Υόρκη

Θυμάμαι τα μαύρα κοκάλινα γυαλιά του. Τόσο μεγάλα που τόνιζαν το ισχνό του πρόσωπο, τα αραιωμένα γένια του και μαλλιά. Λεπτός, σχεδόν εύθραυστος, όταν άνοιξε την πόρτα για να μας υποδεχτεί πριν από τέσσερα χρόνια για μια συνέντευξη στην «Κ». Τα μάτια του, όμως, ήταν διαπεραστικά. Η μορφή του, ασκητική. Ευθυτενής, επιβαλλόταν στον χώρο που είχε δημιουργήσει στο διαμέρισμά του στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Εκεί σε έναν πανύψηλο ουρανοξύστη, στον 62ο όροφο, είχε επιλέξει να ζει ο Λουκάς Σαμαράς (1936-2024), βγαίνοντας για λίγο στο αγαπημένο του Σέντραλ Παρκ για να φωτογραφίσει και να παρατηρήσει τους ανθρώπους. Ο Ελληνοαμερικανός εικαστικός, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς καλλιτέχνες που πειραματίστηκαν με την εικόνα του σώματος, έβαλε το δικό του σώμα στο επίκεντρο του έργου του, το βίντεο και τη φωτογραφία προτού αυτά γίνουν «κανόνας» στην εποχή μας, διερεύνησε σχεδόν όλες τις μορφές των εικαστικών τεχνών –από τη ζωγραφική και το κολάζ μέχρι τις εγκαταστάσεις και τη γλυπτική– πέθανε την Πέμπτη σε ηλικία 87 ετών σε εκείνο το διαμέρισμα στο Μανχάταν, αποτραβηγμένος εδώ και χρόνια από τον κόσμο και τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Την είδηση έκανε γνωστή η γκαλερί Pace, η οποία εκπροσωπούσε τον καλλιτέχνη τις τελευταίες πέντε δεκαετίες.

Γεννημένος στην Καστοριά το 1936, ο Σαμαράς μεγάλωσε κυρίως με τη μητέρα του και τις θείες του, καθώς ο πατέρας του, γουναράς στο επάγγελμα, είχε μεταναστεύσει για δουλειά στις ΗΠΑ. Ο ίδιος με την υπόλοιπη οικογένεια έφυγαν για το Νιου Τζέρσι της Νέας Υόρκης το 1948. Λίγο πριν φύγουν από την Ελλάδα, το σπίτι τους είχε βομβαρδιστεί στις συρράξεις του εμφύλιου πολέμου, προκαλώντας σοκ στον νεαρό Λουκά. Το 2020 θα μας έδειχνε μια οικογενειακή φωτογραφία στην οποία είχε ενθέσει μια τελεία στο κεφάλι μιας νέας κοπέλας. Ηταν η φωτογραφία της γιαγιάς του, η οποία είχε πεθάνει από τα τραύματα που της προκάλεσε εκείνη η έκρηξη. Βασανιζόταν έξι ημέρες.

Με αυτά τα βιώματα ο Σαμαράς σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς (1955-1959) παίρνοντας τα πρώτα του καλλιτεχνικά ερεθίσματα από τους Αλαν Κάπροου και Τζορτζ Σίγκαλ. Αργότερα θα εντασσόταν στην καλλιτεχνική ομάδα του Κάπροου, ο οποίος οργάνωνε τα λεγόμενα «Happenings» (καθιερώνοντας και τον όρο «χάπενινγκ»), μια μορφή τέχνης που συνδυάζει περφόρμανς, εγκαταστάσεις και τη συμμετοχή του κοινού. Συνέχισε τις σπουδές του στην ιστορία της τέχνης στο Κολούμπια, ενώ καταπιάστηκε και με την υποκριτική στο στούντιο της Στέλα Αντλερ.

Μέσα σε αυτό το δημιουργικό κλίμα της Νέας Υόρκης, σχεδόν εξεγερσιακό, σε αντίστιξη με τον πόλεμο στο Βιετνάμ, κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση. Τότε δημιούργησε τις πρώτες φιγούρες και αυτοπορτρέτα από παστέλ χρώματα, παίζοντας με τις υφές και τη φόρμα, ενώ μετά αφοσιώθηκε στη δημιουργία των «κουτιών» του, στα οποία έκλεινε μέσα τους διάφορα μικροπράγματα, όπως χάντρες, καθρεφτάκια, φωτογραφίες, κάρτες· ό,τι ήθελε να χωρέσει ο δημιουργικός νους του. Ενα τέτοιο κουτί έδειξε το 1961 στο ντεμπούτο του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. «Σε ένα τέτοιο κουτί είχε κλείσει και τον εαυτό του», σχολιάζει στην «Κ» για τον τρόπο που επέλεξε να ζει τα τελευταία χρόνια ο Σαμαράς, η ιστορικός τέχνης Κατερίνα Κοσκινά, η οποία επιμελήθηκε τη μεγάλη αναδρομική έκθεση που οργάνωσε το Ιδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου στην Εθνική Πινακοθήκη (2005).

Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς καλλιτέχνες που πειραματίστηκαν με την εικόνα του σώματος, βάζοντας το δικό του σώμα στο επίκεντρο του έργου του.

Τα επόμενα χρόνια, σημαντικά μουσεία στις δύο όχθες του Ατλαντικού φιλοξενούν εκθέσεις του και ο ίδιος αρχίζει και πειραματίζεται με τις μηχανές Πολαρόιντ και την επεξεργασία των φωτογραφιών στη σειρά Photo-Transformations. Πρώτα με μελάνι, με το χέρι, και αργότερα με το Photoshop, όταν αποκτά τον πρώτο του υπολογιστή, το 1996. Στο μεταξύ, δημιουργεί τα γυμνά Sittings και τη σειρά Poses, και μπροστά από τον φακό του περνούν καλλιτεχνικές μορφές της Αμερικής (Σίντι Σέρμαν, Αλεξ Κατζ, Τζάσπερ Τζονς κ.ά). Στο γύρισμα του αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 2000, ο Σαμαράς συνεχίζει τη διερεύνηση των μορφών, του χρώματος, του χώρου, την αφαίρεση και τη σύνθεση, τα αυτοπορτρέτα του και του σώματός του το οποίο αποτυπώνει, αλλάζει, επεξεργάζεται ξανά και ξανά, ενώ φωτογραφίζει συνεχώς έχοντας αλλάξει τις φωτογραφικές μηχανές του με ένα iPhone. «Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα στο έργο του είναι, κατ’ εμέ, η έννοια της τελετουργικής μεταμόρφωσης που κινείται σε δύο άξονες», λέει η κ. Κοσκινά, «στο “εγώ” που είναι ο ίδιος ο Σαμαράς, ο εαυτός του ως πρώτη ύλη, τον οποίο φωτογράφιζε, ζωγράφιζε, το ανέδειξε σε πρωταγωνιστή, και στην επανάχρηση, ανακύκλωση ταπεινών και πολύτιμων υλικών· δεν πετούσε τίποτα, κάθε υλικό μπορούσε να γίνει μέρος της τέχνης του. Ηταν από τους πρώτους που έθεσαν επίσης το θέμα της έμφυλης ταυτότητας, της μεταμφίεσης. Ηταν ένας πρωτοπόρος στην καθιέρωση των νέων μέσων και την ίδια στιγμή ένας χειρώνακτας, συνδεδεμένος με τις ρίζες και τα τραύματα του».

Ο δικός του κόσμος

«Οταν γεράσεις αλλά ακόμη καταλαβαίνεις τι γίνεται, μπορεί να έχεις ένα αίσθημα ολοκληρωτικής απόλαυσης μέσα στη μέρα· σε εμένα συμβαίνει όταν δουλεύω, που πάει κατά διαόλου όταν έρχεται η ώρα του ύπνου», έλεγε ο Σαμαράς στη συνάντησή μας, σημειώνοντας για τις επιλογές του: «Μου αρέσει ακόμη που διάλεξα μονοπάτια που άλλοι απέρριψαν, αλλά σκέφτομαι ότι ήταν ο δικός μου κόσμος, η δική μου εποχή, δεν ήταν πάντα εύκολη αλλά μου αρέσει». Με την Ελλάδα είχε μια περίεργη σχέση. Το 1994 έγινε γνωστό ότι θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας, αλλά η τότε ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού απέσυρε τη συμμετοχή του με «άκομψο τρόπο», θυμίζει η κ. Κοσκινά. Τελικά εκπροσώπησε τη χώρα το 2009, λίγα χρόνια μετά την αναδρομική του.

Μέχρι το τέλος της ζωής του δούλευε συνεχώς και πειραματιζόταν, ήταν το «πείσμα» του, όπως μας είχε πει. «Οταν ήμουν 10 ετών και πηγαίναμε στη λίμνη βγάζαμε τα ρούχα και πηδούσαμε στο νερό. Εγώ δεν το έκανα ποτέ. Δεν ήξερα πώς να βουτάω και η μητέρα μου δεν με άφηνε. Οπότε το έχασα, έχασα αυτή την ευχαρίστηση. Είναι σαν πείσμα. Θα το κάνω, είπα, κάποια άλλη φορά και τώρα περιμένω την επίδρασή του. Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει το κοινό, αλλά για μένα είναι κάτι φυσικό».

 

 

Top
Enable Notifications OK No thanks