Αν κοιτάξουμε το παρελθόν μπορούμε με ασφάλεια να αποφανθούμε πως σε τελική ανάλυση η οικονομία ήταν αυτή η οποία καθόρισε την πολεοδομική, την δημογραφική και κοινωνική φυσιογνωμία της Καστοριάς.
Μια πόλη η οποία χτίστηκε και κατοικήθηκε από ανθρώπους οι οποίοι απασχολήθηκαν σε έναν άκρως επικερδή οικονομικό κλάδο: Την βιομηχανία της γούνας.
Η αναζήτηση και το εμπόριο γουναρικών ήταν αυτά που ανάγκασαν τους καστοριανούς να ταξιδεύουν στα πέρατα της οικουμένης. Να επισκέπτονται τις πολυάνθρωπες τις πολύβουες κι ανεπτυγμένες πόλεις της Ευρώπης και Αμερικής.
Για να αγοράζουν α’ ύλες και να πουλάνε τα προιόντα τους. Και ταυτόχρονα να βλέπουν τον τρόπο ζωής, τον τρόπο ενδυμασίας, τα οικιστικά πρότυπα, την αρχιτεκτονική, τα ήθη κι έθιμα των άλλων πολιτισμών. Και μετά να τα μεταφέρουν πίσω μαζί τους.
Οι ειδικεύσεις στην γούνα και οι απαιτήσεις σε εργατικά χέρια ήταν αυτά τα οποία προσέλκυσαν τους χωρικούς πληθυσμούς της περιφέρειας και τους συσσώρευσαν μέσα στην πόλη. Αυτές ήταν που δημιούργησαν την ανάγκη για περισσότερα καταλύματα, για χώρους εστίασης και αναψυχής καθώς και όλες τις ευκαιρίες για την δημιουργία μιας ακμαίας τοπικής αγοράς με δεκάδες εμπορικά hot spots μέσα στο κέντρο. Ετσι δημιουργήθηκε το ‘Τσιαρσί’ (‘δρόμος της αγοράς’ σημαίνει το τοπωνύμιο στα τούρκικα) κι έτσι σχηματίστηκε ο εμπορικός πυρήνας της ‘κάτω αγοράς’.
Ετσι σταδιακά υπερ-αναπτύχθηκε το κέντρο μέχρι του σημείου που άρχισε να ασφυκτιά και να ξεχειλώνει συμπαρασύροντας τα πάντα.
Η γούνα ήταν αυτή που ρύθμισε τα πάντα. Από το που θα μένει κάποιος, μέχρι το που θα τρώει και το πως θα ντύνεται. Το πως, με τι και κάθε πότε θα μετακινείται, αλλά και με ποιον τρόπο θα διασκεδάζει.
Του Λεωνίδα Εκιντζόγλου